103 χρόνια από την Γενοκτονία των Ποντίων: “Πως μπορεί κάποιος να κόβει την κοιλιά από έγκυο γυναίκα”

Τρία παιδιά με Ποντιακή Καταγωγή μοιράζονται τις ιστορίες των προγόνων τους στο FamagustaNews

genoktonia exclusive

103 χρόνια από την Γενοκτονία των Ποντίων…

Μια μέρα σαν σήμερα, 19 Μαΐου 1919, ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα για να ξεκινήσει τη δεύτερη και πιο άγρια φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας.

H 19η Μαΐου αποτελεί μια σημαντική επέτειο για τον ελληνισμό: Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, όπως αυτή καθιερώθηκε το 1994 με ομόφωνη απόφαση της Βουλής των Ελλήνων. Μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 οι Ελληνοπόντιοι, που έχασαν τη ζωή τους ήταν 350.000!

Οι περισσότεροι μάρτυρες της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου και της βίαιης αλλαγής της ανθρωπογεωγραφίας, έχουν φύγει από την ζωή. Κι όμως, τίποτα δεν μπορεί να ξεχαστεί. Η μια γενιά διαδέχεται την άλλη και ο πόνος, το μαρτύριο μεταφέρεται από στόμα σε στόμα.

Η Ρόζα, ο Ηλίας και η Μαρία είναι τρείς νέοι με Ποντιακές ρίζες οι οποίοι κουβαλούν ματωμένες ιστορίες. Δεν έζησαν το 1919, ωστόσο θυμούνται παππούδες να διηγούνται. Πονάνε στο άκουσμα του πόνου που βιώσαν οι προγονοί τους. Η νέα γενιά δεν μπορεί να ξεχάσει…

Σήμερα τα τρία αυτά παιδιά μοιράζονται με το FamagustaNews τις ιστορίες που τους διηγήθηκαν.

Η Ρόζα Καραπετιάν μένει σήμερα στην Κατερίνη και έχει αρμενοποντιακή καταγωγή. Θεωρεί ευλογία που έχει αυτή την καταγωγή και νιώθει χρέος απέναντι στους προγόνους της να τιμάει την μνήμη τους, να γνωρίζει και να μην ξεχνάει την ιστορία, να μιλά την γλώσσα είτε είναι αρμενική είτε η ποντιακή διάλεκτος και να συνεχίζει την παράδοσή.

«Τον Αρμένιο προπάππο του πατέρα μου που ήταν αγάς μιας περιοχής στα σύνορα του Καρς με την Γεωργία, τον αποκεφάλισαν μπροστά στον μικρότερο από τους τρεις υιούς του. Μην αντέχοντας την θέαση της απάνθρωπης και βάρβαρης εικόνας ο μικρός έζησε λίγα ακόμα χρόνια αλλά σε κατάσταση σχιζοφρένειας από το σοκ που υπέστη.

Οι Πόντιοι προπαππούδες της μαμάς μου, ζούσαν σε ένα χωριό κοντά στην Τραπεζούντα. Βλέποντας τις συνθήκες που επικρατούσαν και τον συστηματικό ξεριζωμό των Αρμενίων, κατάλαβαν πως δεν θα αργούσε ο καιρός να φτάσει και στους Έλληνες του Πόντου το τυφλό εθνικιστικό και θρησκευτικό μίσος των Τούρκων. Αποφάσισαν λοιπόν η προπαππούδες της μαμάς μου μαζί με κάποιες άλλες οικογένειες να ξεριζωθούν από την πατρίδα τους και να εγκατασταθούν σε μια χριστιανική χώρα. Η Γεωργία ήταν ο τόπος που τους φιλοξένησε. Ως σήμερα το χωριό αυτό που λέγεται Τσιχιντζβάρι, κατοικείται κυρίως από Πόντιους.

Θυμάμαι όταν ήμουν μικρή, πως στις αρχές του 2000 που πηγαίναμε με την γιαγιά μου με το λεωφορείο από την Ελλάδα στην Γεωργία και ύστερα στην Αρμενία, να μην θέλω να κατεβαίνω από το λεωφορείο καθώς διασχίζαμε την Τουρκιά, να μην θέλω να πιώ από το νερό τους, το τσάι τους. Xωρίς ακόμα να ξέρω να ποιοι είναι Τούρκοι. Από μέσα μου ενστικτωδώς έβγαινε μια απέχθεια, μια ταραχή που δεν μπορούσα να εξηγήσω.»

Αίσθηση προκαλεί η απάντηση στην ερώτηση της Ρόζας του 2000 από την γιαγιά της.

«-Γιατί οι άνθρωποι εκεί ζουν σε σπίτια που είναι τόσο ατημέλητα;

-Oι κάτοικοι που ζουν σε αυτά τα, ξέρουν ότι δεν τους ανήκουν και ότι κάποια μέρα οι πραγματικοί ιδιοκτήτες θα επιτρέψουν. Δεν μπαίνουν στον κόπο να τα φροντίσουν.»

Η Μαρία Χρωματίδου μένει σήμερα στην Θεσσαλονική και μας διηγήθηκε μια άλλη πλευρά της ίδιας ιστορίας. Εκείνη την πλευρά που δικαιολογεί τις ψύχραιμες φωνές που υποστηρίζουν ότι μπορούν να ζήσουν αρμονικά με τους γείτονές.

«Οι δικοί μου προπαππούδες αυτό που είχαν διηγηθεί στους παππούδες μου ήταν ότι πάρα την σκληρότητα που αντιμετώπιζαν οι Πόντιοι τότε, υπήρχαν και πάρα πολλοί Τούρκοι οι οποίοι ήταν χρόνια είτε φίλοι, είτε συνεργάτες και πολλοί από αυτούς θέτοντας τον εαυτό τους σε κίνδυνο, διασφάλιζαν την ασφαλή διαφυγή των Ελλήνων, είτε τους έκρυβαν, στα σπίτια τους.»

Με αυτά τα λόγια η Μαρία σαν μια πιο ήρεμη πλευρά της ιστορίας θέλει σήμερα να εξυμνήσει τα θύματα χωρίς αυτό να σημαίνει ότι επιθυμεί την διαιώνιση της έχθρας, όπως λέει χαρακτηριστικά.

Αλήθεια, μπορούν; Τα λόγια της Ρόζας, κρύβουν μεγάλη αγανάκτηση και δυσκολεύεται να αφήσει τον πόνο πίσω της.

«Όταν ρώτησα γιατί συνέβησαν αυτά, ο πατέρας μου απάντησε πως η ζήλια, ο φανατισμός και το αίσθημα κατωτερότητας, ήταν οι αιτίες. Η ζήλια γιατί Αρμένιοι και Έλληνες κατείχαν το μεγαλύτερο ποσοστό εμπορίου και πλούτου, γιατί ήταν μορφωμένοι, “γραμματιζουμενοι” που λέει η μαμά μου. Είχαν σχολεία, εκκλησίες. Κυρίως όμως ήταν χριστιανοί, άρα άπιστοι. Σκοτώνοντας άπιστο κέρδιζες μια θέση στον ανύπαρκτο παράδεισο της θρησκείας τους. Πως μπορεί κάποιος να σταυρώνεις έγκυες γυναίκες και να κόβεις την κοιλιά τους σφάζοντας το μωρό; Πώς μπορεί κάποιος να χωρέσει τόση κακία και τόσο μίσος στην καρδιά του για να μένει τυφλός ως σήμερα; Βίασαν, λεηλάτησαν, έκαψαν, σκότωσαν, βασάνισαν, κατέστρεψαν, έσφαξαν, και έκανα όλα όσα ένας άνθρωπος θα φοβόταν να φανταστεί…. 350.000 ψυχές μαρτύρησαν.

Θυμάμαι να ρωτάμε τους γηραιότερους για όσα συνέβησαν και να μην θέλει κανείς να μιλήσει. Τους πονάει ακόμα και δεν θέλουν να φέρουν στην μνήμη τα γεγονότα εκείνα. Μπορεί να μην θέλουν αλλά είμαι σίγουρη πως δεν περνάει μέρα που να μην τα σκέφτονται. Και κάποιοι τα πήραν και μαζί τους στον τάφο τους.»

Ο Ηλίας Καραφουλίδης ο οποίος μένει στην Θεσσαλονίκη βουρκώνει στο άκουσμα της ιστορίας του παππού του.

«Σαν σήμερα θυμάμαι τη στιγμή που ο παππούς μου, ο Ηρακλής, μού διηγήθηκε τις δυσκολίες που πέρασε στον Πόντο, πώς έφυγε από τη Σαμσούντα, πώς ήρθε Γιαννιτσά και μετά εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Ένας άνθρωπος δίχως χρήματα, που αναγκάστηκε να έρθει στη Θεσσαλονίκη για ένα καλύτερο αύριο. Γεννημένος το 1912, σε ηλικία μόλις 7 ετών έζησε τη Γενοκτονία των Ποντίων. Κάθε φορά που μού διηγούταν τις ιστορίες από τον Πόντο βούρκωνε. Πολλές φορές μού έλεγε “Δεν θα καταφέρω ποτέ να ξεχάσω τις βαρβαρότητες των Τούρκων, έκαιγαν εκκλησίες, σκότωναν γυναικόπαιδα”. Το 1925 εκδιώχθηκε και ο παππούς μου από τους Τούρκους. Από 15 χρονών ξεκίνησε να δουλεύει στην οικοδομή για να μπορέσει να βγάλει τα προς το ζην. Βούρκωνα και εγώ όταν μου εξιστορούσε το πώς άλλαξε η ζωή του από τη μία μέρα στην άλλη, και πώς με πολλή δουλειά κατάφερε από το μηδέν να δημιουργήσει τη δική του επιχείρηση στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.

Πριν από 10 χρόνια έφυγε από τη ζωή και ακόμα θυμάμαι τη συμβουλή του: “Αυτό που μου δίδαξε αυτή η φρίκη που βίωσα είναι να εκτιμώ το θαύμα της ζωής. Για αυτό εγγονέ μου, μάθε να εκτιμάς το φαγητό που τρως σήμερα και μη γκρινιάζεις”.

Δεν είναι εύκολο να ξεχαστούν οι αναγκαστικοί εκτοπισμοί των Ελλήνων από τα παράλια προς την ενδοχώρα της Ανατολίας. Δεν είναι εύκολο να ξεχαστούν εκείνες οι ατελείωτες πορείες θανάτου και οι επιθέσεις στα ελληνικά χωριά του Πόντου.

Τίποτα δεν μπορεί να ξεχαστεί και κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει! Όχι, όσο ο θύτης υποδύεται τον Πόντιο Πιλάτο και νίπτει τας χείρας του για τις εκατοντάδες χιλιάδες των νεκρών. Όμως το ίδιο DNA που μεταφέρει τον πόνο από τη μία γενιά στην άλλη και περιμένει δικαίωση. Το χώμα έχει μνήμη.

Οι Πόντιοι ενωμένοι πορεύονται, για να ακούγεται δυνατά ότι απαιτούν τη δικαίωση των προγόνων τους. Η διεθνής αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου είναι εθνική υπόθεση και όλοι οφείλουν να παλέψουν για την επίτευξη του ύψιστου στόχου.