“Είχαμε πολύ μεγάλα γένια και μαλλιά. Τα ρούχα μας ήταν λερωμένα και σκισμένα…”

ImageHandler 11

Η ιστορία του κύριου Νικόλα Φωτίου και της οικογένειας του αφορά όλους μας… Κάποτε η Κύπρος ήταν γεμάτη από τέτοιους ανθρώπους.

Ειδικά τώρα που η κοινωνία μας έχει τόσο αλλάξει, που χάθηκε η αλήθεια στο βλέμμα και στην αγάπη, η τόλμη, το νοιάξιμο.

Κάποτε η Κύπρος ήταν γεμάτη από τέτοιους ανθρώπους. Το χώμα του τόπου μας είναι γεμάτο από τέτοιους ήρωες. Από αυτούς που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά απλοί άνθρωποι, βιοπαλαιστές και οικογενειάρχες. Αυτούς που έχασαν τη ζωή τους στην προσπάθειά τους να σώσουν όσο το δυνατό περισσότερους συνανθρώπους τους. 

Ο Νικόλας Φωτίου ήταν από το Συριανοχώρι της Μόρφου. Ήταν γεωργός και είχε οκτώ παιδιά, έξι κόρες και δυο αγόρια. Ήταν ένας πολύ απλός και καλοπροαίρετος άνθρωπος. Αγαπούσε την οικογένεια του αλλά και όλους τους συγχωριανούς του. Το απέδειξε άλλωστε θυσιάζοντας ακόμα και την ίδια του τη ζωή. 
Έμεινε τρεις ολόκληρες μέρες άθαφτος. Η οικογένεια του ταλαιπωρήθηκε και υπέφερε πάρα πολύ, ειδικά ο γιος του ο Πέτρος… 

Ήταν 16 Αυγούστου 1974, κατά τη διάρκεια του πολέμου… 

Ο Νικόλας Φωτίου για να γλιτώσει την οικογένειά του από τους Τούρκους, τους πηγαίνει στο μοναστήρι του Κύκκου. Νοιαζόταν όμως και για τις άλλες οικογένειες… 

Επέστρεψε ξανά και ξανά στο χωριό για να γλιτώσει όσο περισσότερους συγχωριανούς του μπορούσε. Έμπαιναν πάντα στριμωγμένοι στην κάσα του φορτηγού του και τους πήγαινε στο μοναστήρι. 

Στην τελευταία διαδρομή…

Τους συνέλαβαν οι Τούρκοι των Καζιβερών. Μαζί τους ήταν και ο αδελφός του κύριου Νικόλα. Τους κράτησαν περίπου μια ώρα αλλά μετά από παρέμβαση του Τούρκου κοινοτάρχη, τους άφησαν ελεύθερους. Ο ήρωας βιοπαλαιστής δεν φοβήθηκε και συνέχισε το έργο του. Ήθελε να σώσει όσο περισσότερο κόσμο μπορούσε από τα χέρια των Τούρκων.

Δυστυχώς όμως…

Σε κάποιο σημείο του δρόμου από τον Ποταμό του Κάμπου προς τον Κάμπο, το φορτηγό προσέκρουσε σε μεγάλης ισχύος νάρκη, που θρυμμάτισε το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου του και σκότωσε τον πολύτεκνο πατέρα.
Όσοι ήταν μαζί του, τρομοκρατήθηκαν και άρχισαν να τρέχουν πανικοβλημένοι προς το μοναστήρι. Το νεκρό σώμα του άτυχου άντρα, έμεινε εκεί τρεις ολόκληρες μέρες.  
Η διάλυση των μονάδων της Εθνικής Φρουράς και οι προσπάθειες των συγχωριανών του να απομακρυνθούν για να γλιτώσουν, μετά από τρεις μέρες κατέστησαν δυνατή την παραλαβή του νεκρού Νικόλα και την πρόχειρη ταφή του στο χωριό Μηλικούρι. 
Μετά από 34 χρόνια, το 2008, τα λείψανα μεταφέρθηκαν και θάφτηκαν στην Πάφο, εκεί που μένει σήμερα η οικογένεια του. 

Η συγκλονιστική ιστορία του γιου του κύριου Νικόλα σοκάρει…

CEA0CEB5CF84CF81CEBFCF82

Η γιος του, κύριος Πέτρος Νικολάου αναφέρει στο ant1iwo: 
«Η χειρότερη μέρα της ζωής μου ήταν η 16η Αυγούστου 1974…
Ήμουν έφεδρος στρατιώτης και πολεμούσα στον Πενταδάκτυλο. Εκείνη την ημέρα κάναμε οπισθοχώρηση. 
Κατεβαίνοντας τον Πενταδάκτυλο, βρήκα εντελώς τυχαία τον γαμπρό μου, τον άντρα της αδελφής μου. Οι σφαίρες έπεφταν βροχή και από τα 600 άτομα γλιτώσαμε μονό τα 53. Μετά από πολλά βάσανα, καταφέραμε το μεσημέρι να φτάσουμε στο χωριό μας. Εγκλωβισμένοι ήταν μόνο ηλικιωμένοι και ήταν κρυμμένοι έξω στα περιβόλια.

Έτυχε καθώς περπατούσαμε, να ακούσουμε κουβέντες και όταν πλησιάσαμε, είδαμε μερικούς συγχωριανούς μας. Μας είπαν ότι ο πατέρας μου έφυγε πρωί και πως όλη μου η οικογένεια ήταν στον Κύκκο. Πήγα στο σπίτι μου για να κάνω μπάνιο και να αλλάξω ρούχα. Στη συνέχεια, μαζί με τον γαμπρό μου, πήγαμε στον τηλεφωνικό θάλαμο του χωριού. Όταν διαπιστώσαμε ότι λειτουργούσε, χαρήκαμε πολύ. Πήρα έναν συγχωριανό μου για να μάθω περισσότερα για την οικογένεια μου. Εκείνος δεν ήθελε να πει τίποτα σε μένα και ζήτησε να μιλήσει στον γαμπρό μου. Του είπε τι συνέβη στον πατέρα μου. Τώρα ξέραμε…

Εκεί συναντήσαμε έναν συγχωριανό μας. Μέσα στο άγχος μας όμως, δεν είδαμε ότι μας πλησίασαν οι Τούρκοι. Μαζί με τον γαμπρό μου καταφέραμε και τους ξεφύγαμε μα τον συγχωριανό μου τον έπιασαν αιχμάλωτο. Περάσαμε από τον ποταμό και το βράδυ κοιμηθήκαμε σε ένα χωράφι. 

Ενάμιση μήνα κράτησε ο Γολγοθάς μας…

Το πρωί κρυβόμασταν για να μην μας βρουν οι Τούρκοι και το βράδυ προχωρούσαμε. Δεν είχαμε να φάμε, κλέβαμε κανένα καρπούζι από τα χωράφια, με ρούχα σκισμένα και χωρίς να κάνουμε μπάνιο. Όλοι νόμιζαν ότι μας είχαν σκοτώσει…

Ένα βράδυ μπήκαμε στο χωριό Ζώδια (είναι στην περιοχή Μόρφου και σήμερα είναι κατεχόμενο). Ακούγαμε φωνές και φασαρία. Ήταν Τούρκοι και φώναζαν: «γκιουλέ γκιουλέ». Με τη βοήθεια του Θεού, καταφέραμε να ξεφύγουμε και πάλι. Βλέπαμε αυτοκίνητα στο δρόμο να κυκλοφορούν αλλά δεν ξέραμε αν ήταν Έλληνες ή Τούρκοι. Ήμασταν εξαντλημένοι αλλά ευτυχώς, εντελώς τυχαία είδαμε έναν Άγγλο που δούλευε εργάτης στο χωρίο και τον ξέραμε. Εκείνος μας βοήθησε…

 Μας έβαλε στο σπίτι του και αφού φάγαμε και ξεκουραστήκαμε, μας πήρε στον πλησιέστερο αστυνομικό σταθμό προκειμένου να δώσουμε κατάθεση. Μετά μας πήγε στο στρατόπεδο και με ωτοστόπ πήγαμε στις Πλάτρες. Μέτα θυμάμαι, δώσαμε σε κάποιον 5 λίρες και μας πήγε στον Κύκκο. 

Με το που φτάσαμε εκεί, είδα μπροστά μου το αμάξι μου. Το είχε δώσει  ο πατέρας μου σε κάποιον, να το πάρει εκεί για να το βρω όταν επιστρέψω.

Ήμασταν σχεδόν αγνώριστοι… 

Είχαμε πολύ μεγάλα γένια και μαλλιά. Βλέπαμε μόνο αντίσκηνα και καθίσαμε εκεί κοντά στη βρύση, περιμένοντας να περάσει κάποιος δικός μας. Κάποια στιγμή, βλέπουμε να βγαίνει μια κοπέλα από το μοναστήρι και  ήταν γειτόνισσα μας. Μόλις μας είδε έβαλε τις φωνές: «Εν ο Πέτρος τούτος και ο Τάκης» και έτρεξε να φωνάξει της μάνας μου. Θεέ μου!!! Πώς να ξεχάσω εκείνη τη στιγμή. Χίμηξαν όλοι πάνω μας, η μάνα μου, η αρραβωνιαστικιά μου, τα αδέλφια μου και όλο το χωριό. 

Συνέχεια στριφογυρίζουν μέσα στο μυαλό μου εκείνες οι εικόνες… 

Κάθε πρωί βλέπω την φωτογραφία του πατέρα μου και παίρνω δύναμη. Ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος αλλά και πατέρας. Μόνο καλοσύνες ήξερε να κάνει. Καθημερινά βοηθούσε κόσμο και μάλιστα αρκετές φορές, φιλοξενούσαμε πολλές οικογένειες στο σπίτι μας. Ότι χρειαζόντουσαν στον πόλεμο, εκείνος έτρεχε πρώτος. 
   
Στάθηκα δίπλα στην οικογένεια μου, στα αδέλφια μου και τους στήριξα όσο μπορούσα. Άλλωστε το χρωστούσα στον πατέρα μου. 

Κάθε μέρα ευχαριστώ το Θεό που με βοήθησε και κατάφερα να γλιτώσω, για τον πατέρα που μου έστειλε αλλά και για την μάνα που μέχρι να μας μεγαλώσει βασανίστηκε πολύ.
   
Ας είναι ευλογημένο το χώμα που τους σκεπάζει και ας προσέχουν από κει επάνω, από την γειτονιά των Αγγέλων, όλα τα παλικάρια μας που θυσιάστηκαν για την πατρίδα μας. Αιωνία τους η μνήμη!». 

 

Πηγή: ant1iwo.com