Η ιστορία του Μιχάλης Στεφανή Μιχαήλ από την Αμμόχωστο – Η φρίκη του πολέμου τον έστειλε στη ξενιτιά

katex eisb

Η ζωή ήταν μπροστά του. Είχε επιστρέψει από τις σπουδές του στη Μεγάλη Βρετανία και είχε προσληφθεί ως Control Manager του ξενοδοχείου Salamis Bay στην Αμμόχωστο. Ο 23χρονος τότε Μιχάλης Στεφανή Μιχαήλ από τα Άρδανα Αμμοχώστου είχε βάλει πλώρη για να πραγματοποιήσει τα όνειρα του. Μπορεί στην Κύπρο να υπήρχε εσωτερική αναταραχή αλλά τίποτα δεν προμήνυε τι θα επακολουθούσε και πώς ο ίδιος θα αναγκαζόταν να ξενιτευτεί και πάλι για να καταφέρει να επιβιώσει αυτός και η οικογένειά του.

367179367 357196391859570 4559580729322766336 n 768x1024

«Οποιοσδήποτε έζησε τον Αύγουστο του 1974 και πει ότι δε ζει με τον εφιάλτη θα πει ψέματα», λόγια του 69χρονου σήμερα Μιχάλη. 45 χρόνια μετά ξαναθυμάται και μοιράζεται μαζί μας κάποιες από εκείνες τις στιγμές που σημάδεψαν για πάντα τη ζωή του.

Οι μέρες πριν απ’ την εισβολή δεν προμήνυαν το μεγάλο κακό. «Τον πόλεμο δεν τον περιμέναμε. Μόνο εκ των υστέρων αντιλήφθηκα κάποια πράγματα. Ο βοηθός μου στο ξενοδοχείο που ήταν Τουρκοκύπριος, ο Γιουσούφ, μου είχε πει λίγες μέρες πριν από την εισβολή ότι έβλεπε κινήσεις μέσα στα παλιά τείχη της Αμμοχώστου και πως είχαν έρθει ξένοι και πρέπει να ήταν στρατιώτες».

Μάλιστα, όπως σημείωσε ο κύριος Μιχάλης, «εκείνες τις ημέρες στο ξενοδοχείο είχαμε και ομάδες τουριστών από την Άγκυρα, που εκ των υστέρων καταλάβαμε, ότι ήταν Τούρκοι αξιωματικοί που είχαν έρθει για να σεργιανήσουν την Κύπρο ώστε να κάνουν χαρτογράφηση, να πάρουν τα στοιχεία που χρειάζονταν. Εμείς κοιμόμασταν τον ύπνο του δικαίου».

Ξύπνησε για τη δουλειά αλλά… τα εμβατήρια τον «έστειλαν» στον πόλεμο

Το ημερολόγιο έγραφε 20 Ιουλίου 1974. Μέσα του καλοκαιριού, η καλύτερη εποχή για τον τουρισμό και ο νεαρός Μιχάλης, μέλος οκταμελούς οικογένειας, ήταν έτοιμος να ξεκινήσει για τη δουλειά του.

Δεν πρόλαβε όμως. Τα εμβατήρια στο ραδιόφωνο και το κάλεσμα για επιστράτευση τον έβαλαν στη θέση του οδηγού του μικρού του Mini και φορώντας τα στρατιωτικά του ξεκίνησε για το στρατόπεδο στην Αθαλάσσα στη Λευκωσία.

«Με συνθήματα και εμβατήρια στο ραδιόφωνο μας εμψύχωναν. Είχαμε τέτοιο ενθουσιασμό που νομίζαμε ότι θα πηγαίναμε στο στρατό και θα ρίχναμε τον τούρκο εισβολέα στη θάλασσα. Δυστυχώς οι πληροφορίες που έρχονταν σε εμάς δεν ήταν οι πραγματικές, δεν αντιληφθήκαμε το μέγεθος της απώλειας που είχαμε, δεν αντιληφθήκαμε το μέγεθος της αταξίας που υπήρχε στο στρατό μας, δεν αντιληφθήκαμε την προδοσία».

Στα μέσα του δρόμου η στρατονομία έδωσε εντολή να επιστρέψουν πίσω στην πλησιέστερη μονάδα διότι το στρατόπεδο στην Αθαλάσσα δεχόταν επίθεση από την τουρκική αεροπορία. Ο 23χρονος Μιχάλης κατατάγηκε στην Πρώτη Ανωτέρα στο Τρίκωμο, απ’ εκεί τον έστειλαν στο Πογάζι και μετά τον μετάθεσαν στον Καράολο, έξω από τα βόρεια τείχη της Αμμοχώστου.

«Χτυπήσαμε αεροπλάνο… Πήγαμε κοντά… Πήρα την κάλτσα και μέσα είχε μόνο τα δάκτυλα»

Τα όσα διαδραματίστηκαν το επόμενο διάστημα απλά φρικτά. Γεγονότα που ο υγιής ανθρώπινος νους απεχθάνεται. «Όσα έγιναν τότε καλύτερα ο άνθρωπος να μη τα θυμάται», μας είπε ο κύριος Μιχάλης.

Το βλέμμα του ήταν απλανές. Τα μάτια του κοίταζαν προς την ίδια κατεύθυνση και φαινόταν ότι από μπροστά του περνούσαν οι εικόνες εκείνων των ημερών.

«Ήμασταν στη Μοναργά στο Πογάζι. Είχαμε δει ακριβώς απέναντι μας να πετάει πολύ χαμηλά ένα κατασκοπευτικό τούρκικο αεροπλάνο για να φωτογραφήσει τη ναυτική βάση. Χτυπήθηκε από τα αντιαεροπορικά μας και εξερράγη στον αέρα. Τρέξαμε προς το αεροπλάνο. Τα όσα αντικρίσαμε τρομερά. Βρήκα το περίστροφο του πιλότου, το οποίο από τη ζέστη της έκρηξης είχε πάρει το σχήμα του τόξου, βρήκα το ατομικό του βιβλιάριο και είδα πως ήταν ένας 40χρονος Τούρκος αεροπόρος. Κάποια από τα ευρήματα ακόμη πιο φρικτά. Εντόπισα και ένα κομμάτι από τη σπονδυλική του στήλη, η οποία νόμιζες ότι την είχαν κατασπαράξει όρνεα. Μέσα στο αριστερό άρβυλο, η νάιλον κάλτσα, στην οποία απέμειναν μόνο τα δάκτυλα του. Ο υπόλοιπος είχε διαλυθεί».

Για λίγο κάναμε μία μικρή παύση. Οι εικόνες στο μυαλό έντονες και επίπονες. «Το δεύτερο περιστατικό που με στιγμάτισε ήταν όταν γίνονταν μάχες στα Σακάρια Αμμοχώστου. Βομβάρδισε η τουρκική αεροπορία και εμείς νομιζόμενοι ότι ήταν τα ελληνικά αεροπλάνα που βομβάρδιζαν τους Τούρκους τρέξαμε στο γήπεδο και πανηγυρίζαμε. Τότε πολυβοληθήκαμε από τα τείχη της Αμμοχώστου και έπεσε κάποιος δίπλα μου και φώναζε «Επαίξαν με, επαίξαν με». Πήγαμε κοντά του. Ήταν τυχερός γιατί η σφαίρα διαπέρασε το πουκάμισο του αλλά ίσα- ίσα που κρατήθηκε στο σώμα του».

Φυσικά, όπως μας είπε, υπάρχουν πολλές τέτοιες στιγμές. «Οποιοσδήποτε έζησε τον Αύγουστο του 1974 και πει ότι δε ζει με τον εφιάλτη, θα πει ψέματα. Και δεν είναι ο φόβος. Είναι ο πόνος, η απόγνωση και το κλάμα της μάνας, της γυναίκας, των παιδιών που ζητούσαν τους δικούς τους. Από όπου περνούσαμε και μας έβλεπαν με στρατιωτικά, έτρεχαν επάνω μας και μας ρωτούσαν ‘’Γιε μου είδες τον γιο μου; Γιε μου είδες τον άντρα μου; Ήταν στον τάδε τόπο’’. Σε κάποιους λέγαμε ακόμη και ψέματα ότι τους είδαμε για να τους παρηγορήσουμε».

167402501 2926017224290699 7108550266521124864 n 768x1024

Έτρεξε να πείσει τους χωριανούς του να φύγουν

«Αν έχεις μάνα και αδερφή, τρέξε κοντά τους. Σώσε τες από την ατίμωση», αυτά ήταν τα λόγια που άκουσε, στις 14 Αυγούστου, από τον Ταγματάρχη και Διοικητή της Μονάδας του. Ο Διοικητής του είχε επιστρέψει από τη Μια Μηλιά, όπου είχε πάει με άλλους για να κάνουν γραμμή αντιπαράθεσης. «Όταν ήρθε πίσω μας έλεγε ‘’Μας πρόδωσαν. Μας έστειλαν στην πρώτη γραμμή για να μας σφάξουν σαν αρνιά’’».

Άκουσε την προτροπή του Διοικητή του και έφυγε για τα Άρδανα. Αρχικά δε μπορούσε να πείσει την οικογένεια και τους συγχωριανούς του να φύγουν. Οι ώρες περνούσαν. Τα μεσάνυκτα και αφού είδαν από την ταράτσα του σπιτιού του φώτα αυτοκινήτων και δε μπορούσαν να διακρίνουν αν ήταν Τούρκοι, πείστηκαν να φύγουν. «Κάναμε πομπή μαζί με κατοίκους των άλλων χωριών. Τους είχα πει ότι θα προχωράω μπροστά κι αν έβρισκα Τούρκους, θα τους έκανα νόημα να σκορπιστούν».

Η διαδρομή μεγάλη. Με τη βοήθεια του Θεού κατάφεραν να επιβιώσουν από τα τουρκικά πυρά. Έπειτα από πολλές ώρες ταξιδιού έφθασαν στο Ξυλοφάγου.

«Κοιμόμασταν 43 άτομα στο πάτωμα ο ένας, δίπλα στον άλλο»

Αφού εκτέλεσε με επιτυχία την αποστολή του οδηγώντας σε ασφαλές μέρος την οικογένειά και τους συγχωριανούς του ο νεαρός Μιχάλης επέστρεψε στη Μονάδα του, που βρισκόταν στο Καλό Χωριό στη Λάρνακα, μέχρι και το τέλος Σεπτεμβρίου.

«Μέναμε σε ανεγειρόμενη διώροφη οικοδομή στο Ξυλοφάγου. Στο κάτω μέρος ήταν μόνο οι κολώνες. Κοιμόμασταν 43 άτομα στο πάτωμα ο ένας, δίπλα στον άλλο. Διαχωρίζαμε τα «δωμάτια» με κιβώτια και ξαπλώναμε στο σανό αντί για κρεβάτια. Είχαμε μαζί μας μία εγχειρισμένη θεία μου, που υπέφερε από καρκίνο, μία λεχούσα η οποία γέννησε την εβδομάδα της εισβολής, είχαμε γέροντες και παιδιά. Αποχωρητήρια καθόλου. Ανοίξαμε έναν λάκκο παραπέρα και βάλαμε μέσα σακούλες. Περισσότερο το κάναμε για τις γυναίκες. Το μπάνιο ήταν πολυτέλεια. Όσο για φαγητά προσπαθούσε ο ένας για όλους και όλοι για έναν. Υπήρξε περίπτωση που γυρνούσαμε με το αυτοκίνητο, όχι για να κλέψουμε, αλλά να βρούμε κάτι να φάμε. Πηγαίναμε σε χωράφια, αλλού βρίσκαμε λουβί, άλλου κολοκύθια, αλλού σταφύλι και μαζεύαμε για όλους. Εκείνες τις ημέρες κανείς δεν έλεγε τίποτα. Υπήρχε τόση αλληλεγγύη που σου φώναζαν να πας για να κόψεις. Κάναμε αυτή τη διαδικασία για δύο εβδομάδες».

Η ξενιτιά ήταν μονόδρομος

Το είχε πάρει απόφαση. Δε μπορούσε να επιβιώσει έτσι. Ούτε αυτός, ούτε η οικογένεια του. Θα έφευγε για την Αγγλία, όπου βρίσκονταν συγγενείς του. Χρήματα όμως δεν υπήρχαν. Έτσι αναγκάστηκαν να δανειστούν. Αεροπλάνα δεν υπήρχαν. Μόνο ένα πλοίο που έκανε δρομολόγιο στην Αθήνα.

Ο νεαρός Μιχάλης επιβιβάστηκε στο πλοίο και αποχαιρέτησε για άλλη μία φορά την οικογένεια του. Τους άφηνε πίσω στις κακουχίες. Τους εγκατέλειπε για να μπορέσει να τους βοηθήσει. Έμεινε λίγες μέρες σε Κύπριους στην Αθήνα και με δανεικά αγόρασε ένα εισιτήριο για το Heathrow.

«Κανείς από τους συγγενείς μου στο Weston Super Mare δεν το γνώριζε ότι θα πήγαινα αφού δεν υπήρχε τρόπος επικοινωνίας. Θυμούμαι όταν με είδε ο θείος μου, φώναζε «θαύμα, θαύμα». Δεν το πίστευαν ότι ήμουν σώος και αβλαβής. Έτρεξαν όλοι να μάθουν τα νέα γιατί ο μόνος τρόπος ενημέρωσης τους για την Κύπρο ήταν μέσω ραδιοφώνου. Προσωπικά και για τον κάθε ένα από εμάς δε γνώριζαν ποια ήταν η τύχη μας».

Όλοι οι Κύπριοι στην περιοχή έγιναν μια γροθιά για όσους υπέφεραν στην Κύπρο. «Στέλναμε χρήματα, ρούχα. Διοργανώναμε κάτι σαν συνεστίαση, χορό και όλα τα έσοδα τα στέλναμε στην Κύπρο. Φυσικά μετέπειτα αντιληφθήκαμε ότι τα χρήματα δεν πήγαιναν πάντα εκεί που έπρεπε και έτσι ο καθένας έστελνε στους δικούς του».

Φθάνοντας στην Αγγλία ήξερε ότι η επικοινωνία με την οικογένεια του πλέον θα ήταν δύσκολη. Μακροχρόνια αναμονή. Μέχρι να στείλεις το γράμμα, να σου απαντήσουν και να έρθει. Περίπου πέντε μήνες χρειάστηκε μέχρι να αποκατασταθούν οι γραμμές τηλεπικοινωνίας αλλά και πάλι η διαδικασία δύσκολη. Το είχε πάρει όμως απόφαση. Στόχος η σκληρή δουλειά ώστε να ορθοποδήσουν. Δούλεψε σε εστιατόρια περνώντας από τη θέση του γκαρσονιού, του μάγειρα, του λαντζέρη.

«Με τη σκληρή δουλειά σταθήκαμε στα πόδια μας, βοηθήσαμε τους δικούς μας στην Κύπρο. Στα δύο χρόνια ενοικίασα μαγαζί, το οποίο μετά αγόρασα. Στα τέσσερα χρόνια έκανα ξενοδοχείο μαζί με τον θείο μου και αγόρασα σπίτι. Παντρεύτηκα, έκανα οικογένεια και έντεκα χρόνια μετά και αφού τα παιδιά μου άρχισαν να πηγαίνουν σχολείο αποφάσισα να επιστρέψω στην Κύπρο».

Ορθοπόδησε, έσμιξε πάλι με τους γονείς και τα αδέρφια του, μεγάλωσε την οικογένεια του αλλά ποτέ δε θα ξεχάσει και δε θα πάψει να ελπίζει ότι μία μέρα θα επιστρέψει στο χωριό του Άρδανα Αμμοχώστου.

Πηγή: cyprustimes