Μαρίνα Αγίας Νάπας: Εξηγήσεις ζητεί από την Κύπρο η Ε.Ε. για το δίκτυο Natura

DJI 0028 e1559140032237 AyiaNapaMarina, Μαρίνα Αγίας Νάπας, Νέα Αμμοχώστου, Περιβάλλον
Εικόνα Αρχείου ©Construction Company Christopher D. Constantinidis S.A.

Ενώπιον σοβαρών διαδικασιών παράβασης του περιβαλλοντικού κεκτημένου της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρίσκεται αντιμέτωπη η Κυπριακή Δημοκρατία, σύμφωνα με σημερινό ρεπορτάζ της εφημερίδας Φιλελεύθερος. Δύο από τις ισχύουσες διαδικασίες αφορούν στον ανεπαρκή καθορισμό των περιοχών του Δικτύου Natura 2000 και την κακή υποβολή έργων και σχεδίων χωρίς τη δέουσα εκτίμηση επιπτώσεων στο περιβάλλον. Παράλληλα, υπό διερεύνηση βρίσκονται άλλες δύο περιπτώσεις έγκρισης έργων με σοβαρές, αρνητικές και μη αναστρέψιμες επιπτώσεις σε περιοχές του Δικτύου Natura 2000, χωρίς επαρκή τεκμηρίωση επιτακτικών λόγων υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος. Τα έργα αυτά αφορούν την κατασκευή της Μαρίνας Μακρόνησος στην Αγία Νάπα και του νέου αυτοκινητόδρομου Πάφου – Πόλις Χρυσοχούς.

Ειδικότερα, στις 17/5/2018, η Κομισιόν απέστειλε προειδοποιητική επιστολή στις Αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας ζητώντας την ολοκλήρωση της διαδικασίας καθορισμού των περιοχών του Δικτύου Natura 2000, μετά τη διαπίστωση ότι δεν έχει εξασφαλιστεί η επαρκής προστασία τόσο των χερσαίων όσο και των θαλάσσιων περιοχών που έχουν καθοριστεί και ενταχθεί στο Δίκτυο Natura 2000.

Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή νομοθεσία για τη φύση (οδηγία 92/43/ΕΟΚ για τους οικοτόπους και οδηγία 2009/147/ΕΚ για τα πτηνά), τα κράτη μέλη συμφώνησαν να συμβάλουν στη σύσταση ενός συνεκτικού ευρωπαϊκού Δικτύου Natura 2000, ορίζοντας τις πλέον κατάλληλες περιοχές σε εθνικό επίπεδο ως Ζώνες Ειδικής Προστασίας («ΖΕΠ» σύμφωνα με την οδηγία για τα πτηνά), και προτείνοντας στην Επιτροπή επαρκείς Τόπους Κοινοτικής Σημασίας (ΤΚΣ) σύμφωνα με την οδηγία για τους οικοτόπους). Σύμφωνα με την Κομισιόν, η Κύπρος δεν έχει υποβάλει εξαντλητικό κατάλογο των ΤΚΣ, και οι προτεινόμενοι ΤΚΣ δεν καλύπτουν επαρκώς τους διάφορους τύπους φυσικών οικοτόπων και τα διάφορα είδη άγριας χλωρίδας και πανίδας που χρειάζονται προστασία. Επιπλέον, η Κύπρος δεν έχει ορίσει επαρκή αριθμό υπεράκτιων ΖΕΠ για τα μεταναστευτικά άγρια πτηνά.

Το Δίκτυο Natura 2000 είναι ένα ευρύ και συνεκτικό δίκτυο περιοχών προστασίας για τους τύπους φυσικών οικοτόπων και τα είδη άγριας χλωρίδας και πανίδας που απαντώνται στα 28 κράτη-μέλη της ΕΕ. Αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της πολιτικής της ΕΕ για την προστασία της βιοποικιλότητας και έχει ως στόχο τη διατήρηση ευάλωτων οικοτόπων και απειλούμενων ειδών σε ολόκληρη τη φυσική περιοχή εξάπλωσής τους στην Ευρώπη.

Τα κριτήρια επιλογής των περιοχών που πρέπει να καθοριστούν ως ΤΚΣ για τους φυσικούς οικοτόπους και την άγρια πανίδα και χλωρίδα, καθώς και ως ΖΕΠ για τα άγρια πτηνά, αφορούν αποκλειστικά το σκοπό διατήρησης της φύσης και της βιοποικιλότητας. Συνεπώς, δεν προβλέπεται η συνεκτίμηση άλλων λόγων, πλην αυτών που αφορούν την ευνοϊκή κατάσταση διατήρησης των τύπων φυσικών οικοτόπων και των ειδών άγριας χλωρίδας και πανίδας, κατά την επιλογή και την οριοθέτηση των περιοχών που πρέπει να προταθούν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και να ενταχθούν στο Δίκτυο Natura 2000.

Προειδοποιητική επιστολή

Στις 27/11/2019, η Κομισιόν απέστειλε επίσης προειδοποιητική επιστολή στις Αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, στην οποία επισημαίνει ότι η χώρα μας κατά τρόπο γενικευμένο και συστηματικό, από την ημερομηνία προσχώρησής της στην ΕΕ, δεν εξασφαλίζει ότι διάφορα έργα και σχέδια με δυνητικά σημαντικές και αρνητικές επιπτώσεις υποβάλλονται ορθά, επαρκώς και εγκαίρως σε κατάλληλη (δέουσα) εκτίμηση των επιπτώσεών τους στο περιβάλλον των περιοχών του Δικτύου Natura 2000, ενώ παράλληλα οι αρμόδιες Αρχές έχουν εγκρίνει δεκάδες τέτοια έργα και σχέδια χωρίς να έχουν βεβαιωθεί ότι δεν θα επηρεάσουν δυσμενώς την ακεραιότητα των οικείων περιοχών του Δικτύου Natura 2000.

Σύμφωνα με την Κομισιόν, σκοπός της οδηγίας για τους οικοτόπους είναι να συμβάλει στη διαφύλαξη της βιοποικιλότητας μέσω της διατήρησης των φυσικών οικοτόπων και της άγριας πανίδας και χλωρίδας στο ευρωπαϊκό έδαφος των κρατών-μελών στο οποίο εφαρμόζεται η Συνθήκη Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Σύμφωνα με την οδηγία, τα σχέδια και τα έργα που δεν συνδέονται άμεσα με τη διαχείριση μίας περιοχής Natura 2000 ή δεν είναι αναγκαία για την εν λόγω διαχείριση πρέπει να υποβάλλονται σε κατάλληλη εκτίμηση των επιπτώσεων που επιφέρουν (τόσο μεμονωμένα όσο και σε συνδυασμό με άλλα σχέδια ή έργα) στην εκάστοτε περιοχή, εκτός εάν τα κράτη-μέλη είναι βέβαια, κατόπιν εξέτασης του έργου, ότι αυτό δεν θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στην περιοχή του Δικτύου Natura 2000. Οι αρμόδιες εθνικές Αρχές εγκρίνουν τα εν λόγω σχέδια και έργα μόνο εάν διαπιστώσουν ότι αυτά δεν θα επηρεάσουν δυσμενώς την ακεραιότητα του οικείου τόπου.

Σύμφωνα με την προειδοποιητική επιστολή της Κομισιόν, την τελευταία δεκαετία δεν εκτιμήθηκαν οι αθροιστικές και σωρευτικές επιπτώσεις για δεκάδες έργα και σχέδια και συνεπώς δεν εφαρμόστηκε το άρθρο 6(3) της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ για τους οικοτόπους.

Η διαδικασία παράβασης αφορά μεγάλο αριθμό έργων και σχεδίων, τα οποία δεν συνδέονται άμεσα και δεν είναι αναγκαία για τη διαχείριση των περιοχών του Δικτύου Natura 2000, αλλά ενδέχεται να επηρεάζουν σημαντικά τις εν λόγω περιοχές, καθεαυτά ή από κοινού με άλλα έργα και σχέδια, και δεν υποβλήθηκαν σε δέουσα εκτίμηση επιπτώσεων στο περιβάλλον, λαμβάνοντας υπόψη τους στόχους διατήρησης των περιοχών του Δικτύου Natura 2000.

Αναφερόμενη στα πραγματικά περιστατικά, η Κομισιόν επισημαίνει ότι έχει λάβει πολυάριθμες καταγγελίες από το 2010 και μετά, οι οποίες καταδεικνύουν σοβαρές αδυναμίες όσον αφορά στην εφαρμογή του άρθρου 6(3) της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ από τις κυπριακές Αρχές. Οι καταγγελίες αυτές ανέδειξαν τις δυσμενείς επιπτώσεις που θα έχουν ορισμένα έργα σε περιοχές που έχουν χαρακτηριστεί βάσει της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ για τους οικοτόπους ως ΤΚΣ και βάσει της οδηγίας 2009/147/ΕΚ για τα πτηνά ως ΖΕΠ.

Με βάση τα έργα και σχέδια που αναφέρονται στην προειδοποιητική επιστολή, η Κομισιόν παρατηρεί επίσης μερικές σημαντικές παρερμηνείες από τις αρμόδιες Αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας ορισμένων βασικών εννοιών σχετικά του άρθρου 6(3) της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ για τους οικοτόπους. Συγκεκριμένα, η Κομισιόν παρατηρεί ότι πολλά παραδείγματα φανερώνουν ότι η εξέταση των μέτρων μετριασμού των επιπτώσεων δεν γίνεται σωστά. Επιπλέον, σε πολλές περιπτώσεις, οι κυπριακές Αρχές γνωμοδοτούν θετικά για ένα έργο χωρίς να έχει εκπονηθεί δέουσα εκτίμηση, δηλώνοντας ότι το έργο μπορεί να αδειοδοτηθεί μόνον αν εφαρμοστούν τα καθορισμένα μέτρα μετριασμού και το προτεινόμενο πρόγραμμα παρακολούθησης.

Κακή εφαρμογή των προνοιών για οικοτόπους

Πέρα από τις δύο ισχύουσες διαδικασίες παράβασης που αφορούν αφενός τον ανεπαρκή καθορισμό των περιοχών του Δικτύου Natura 2000 στην Κύπρο και αφετέρου τη μη υποβολή έργων και σχεδίων σε δέουσα εκτίμηση επιπτώσεων στο περιβάλλον, η Κυπριακή Δημοκρατία βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη με ακόμη δύο σοβαρές περιπτώσεις πιθανής παράβασης του ενωσιακού δικαίου προστασίας της φύσης και της βιοποικιλότητας.

Οι δύο αυτές περιπτώσεις αφορούν την κακή εφαρμογή του άρθρου 6(4) της οδηγίς 92/43/ΕΟΚ για τους οικοτόπους και παρουσιάζουν τα ίδια σοβαρά, διαχρονικά και επαναλαμβανόμενα λάθη από την πλευρά των αρμόδιων αρχών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι παρατηρούμενες ανεπάρκειες περιλαμβάνουν την ανεπαρκή δέουσα εκτίμηση επιπτώσεων, μέτρων μετριασμού και αντισταθμιστικών μέτρων, την ανεπαρκή εξέταση εναλλακτικών επιλογών και την ανεπαρκή αιτιολόγηση επιτακτικών λόγων υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος για την έγκριση δύο έργων, παρότι αναγνωρίζονται οι σοβαρές, αρνητικές, μη αναστρέψιμες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις που θα επιφέρει η κατασκευή και λειτουργία των εντός περιοχών του Δικτύου Natura 2000.

Ζητούν εξηγήσεις για τη μαρίνα Μακρόνησος στην Αγία Νάπα

Σωρεία σοβαρών λαθών και παραλείψεων κατά τη διαδικασία περιβαλλοντικής εκτίμησης και έγκρισης της μαρίνας Μακρόνησος στην Αγία Νάπα, εντός της περιοχής του Δικτύου Natura 2000 ΖΕΠ Αγία Θέκλα – Λιοπέτρι, εντοπίζει η Κομισιόν, η οποία αναμένει εξηγήσεις από την Κυπριακή Δημοκρατία.

Κατόπιν εξέτασης όλων των πληροφοριών που παρείχαν οι κυπριακές Αρχές και της επιτόπιας επίσκεψης που πραγματοποίησαν εκπρόσωποι της Κομισιόν στη ΖΕΠ Αγία Θέκλα – Λιοπέτρι, φαίνεται να επιβεβαιώνονται οι ανησυχίες που είχαν εκφραστεί αναφορικά με την ορθότητα της διαδικασίας δέουσας εκτίμησης επιπτώσεων στο περιβάλλον από την κατασκευή και λειτουργία της μαρίνας και κυρίως την κακή εφαρμογή του άρθρου 6(4) της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ για τους οικοτόπους.

Σύμφωνα με το άρθρο 6(4) της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, η επίκληση των λόγων αυτών είναι απαραίτητο να αιτιολογείται επαρκώς. Ωστόσο, οι συμπληρωματικές πληροφορίες που υπέβαλαν οι κυπριακές Αρχές προς την Κομισιόν δεν στηρίζονται σε οποιαδήποτε επαρκή αιτιολόγηση. Για την ακρίβεια, οι πληροφορίες που παρείχαν οι κυπριακές Αρχές καταδεικνύουν το αντίθετο, καθώς η ανέγερση μαρινών συνδέεται με την ανάπτυξη του ναυτικού τουρισμού και όχι με την εθνική ασφάλεια και τη δημόσια υγεία.

Επιπλέον, τα αναμενόμενα κοινωνικά και οικονομικά οφέλη που αναμένεται να προκύψουν από τυχόν δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και αύξηση των εσόδων προς το κράτος είναι γενικά και αόριστα, ενώ θα μπορούσαν να προβληθούν για οποιοδήποτε αναπτυξιακό έργο ναυτικού τουρισμού, το οποίο δεν αφορά υπέρτερους λόγους σημαντικού δημοσίου συμφέροντος. Παράλληλα, δεν υποβλήθηκε κανένα στοιχείο που να τεκμηριώνει ότι οι υπέρτεροι λόγοι σημαντικού δημοσίου συμφέροντος μπορούν να αντισταθμίσουν τον επηρεασμό της ιδιαίτερης οικολογικής αξίας και των στόχων διατήρησης της περιοχής.

Οι Αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας βρίσκονται σε επαφή με την Κομισιόν, αλλά δεν έχει ακόμα αποστείλει επίσημη απάντηση στην εν λόγω επιστολή, αφού τα αντισταθμιστικά μέτρα και τα μέτρα αποκατάστασης μελετώνται σε συνεργασία με την Υπηρεσία Θήρας και Πανίδας, ως αρμόδια αρχή για τη διαχείριση της πτηνοπανίδας.

Εξηγήσεις ζητά η Κομισιόν για την αιτιολόγηση που παρείχαν οι Αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας για την έγκριση του νέου αυτοκινητόδρομου Πάφου – Πόλεως Χρυσοχούς με βάση «επιτακτικούς λόγους υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος».

Η Κομισιόν αναφέρει ότι στο έντυπο κοινοποίησης οι κυπριακές Αρχές επικαλούνται λόγους κοινωνικού και οικονομικού χαρακτήρα και δημόσιας ασφάλειας, δηλαδή την ανάγκη να ολοκληρωθεί ένα δίκτυο αυτοκινητοδρόμων στην Κύπρο προσφέροντας καλύτερη πρόσβαση σε ορισμένους απομακρυσμένους οικισμούς, ενόψει της μελλοντικής επανένωσης της Κύπρου, καθώς και την ανάγκη βελτίωσης της οδικής ασφάλειας, η οποία διακυβεύεται σοβαρά από τον σημερινό δρόμο.

Σύμφωνα με την Κομισιόν, τα επιχειρήματα που υποβλήθηκαν για την έγκριση του έργου για «επιτακτικούς λόγους υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος», παρά τις επιπτώσεις στην περιοχή ΖΕΠ Κοιλάδα Έζουσας, είναι ανεπαρκώς αναπτυγμένα και αδικαιολόγητα.

Κατά την Κομισιόν, η βελτιωμένη πρόσβαση σε απομακρυσμένες και απομονωμένες περιοχές δεν δικαιολογεί αναγκαστικά την κατασκευή αυτοκινητόδρομου, ενώ οι ισχυρισμοί σχετικά με τη σημασία του έργου ενόψει της μελλοντικής επανένωσης της Κύπρου είναι αδύναμοι. Ομοίως, οι ισχυρισμοί ότι ένας αυτοκινητόδρομος είναι αναγκαίος για τον περιορισμό των οδικών ατυχημάτων στον υφιστάμενο δρόμο Πάφου – Πόλεως Χρυσοχούς δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένοι και δεν είναι αρκετά ισχυροί για να δικαιολογήσουν τους «επιτακτικούς λόγους υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος» με βάση τη δημόσια ασφάλεια. Εξάλλου, δεν αποδεικνύεται με ποιον τρόπο η αρμόδια αρχή στάθμισε τους «επιτακτικούς λόγους υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος» που προέβαλε για το έργο σε σχέση με τους στόχους διατήρησης της προστατευόμενης περιοχής ΖΕΠ Κοιλάδα Έζουσας, έτσι ώστε οι λόγοι αυτοί να αντισταθμίσουν την περιβαλλοντική ζημιά.

Σύμφωνα με την Κομισιόν, το έντυπο παραθέτει τις εναλλακτικές λύσεις που εξετάστηκαν: τη μηδενική επιλογή, την αναβάθμιση του υφιστάμενου δρόμου και τρεις διαφορετικές διαδρομές συμπεριλαμβανομένης και αυτής που τελικά επιλέχθηκε. Η Κομισιόν καλεί την Κυπριακή Δημοκρατία να απαντήσει σε διάστημα δύο μηνών, καθότι δύναται να κινήσει νέα διαδικασία παράβασης των κοινοτικών οδηγιών για την προστασία της φύσης και της βιοποικιλότητας.

Κακή εφαρμογή των προνοιών για οικοτόπους

Πέρα από τις δύο ισχύουσες διαδικασίες παράβασης που αφορούν αφενός τον ανεπαρκή καθορισμό των περιοχών του Δικτύου Natura 2000 στην Κύπρο και αφετέρου τη μη υποβολή έργων και σχεδίων σε δέουσα εκτίμηση επιπτώσεων στο περιβάλλον, η Κυπριακή Δημοκρατία βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη με ακόμη δύο σοβαρές περιπτώσεις πιθανής παράβασης του ενωσιακού δικαίου προστασίας της φύσης και της βιοποικιλότητας. Οι δύο αυτές περιπτώσεις αφορούν την κακή εφαρμογή του άρθρου 6(4) της οδηγίς 92/43/ΕΟΚ για τους οικοτόπους και παρουσιάζουν τα ίδια σοβαρά, διαχρονικά και επαναλαμβανόμενα λάθη από την πλευρά των αρμόδιων αρχών της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Οι παρατηρούμενες ανεπάρκειες περιλαμβάνουν την ανεπαρκή δέουσα εκτίμηση επιπτώσεων, μέτρων μετριασμού και αντισταθμιστικών μέτρων, την ανεπαρκή εξέταση εναλλακτικών επιλογών και την ανεπαρκή αιτιολόγηση επιτακτικών λόγων υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος για την έγκριση δύο έργων, παρότι αναγνωρίζονται οι σοβαρές, αρνητικές, μη αναστρέψιμες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις που θα επιφέρει η κατασκευή και λειτουργία των εντός περιοχών του Δικτύου Natura 2000.

Πηγή: Φιλελεύθερος