Οδοφράγματα: Πολώσεις και συγκρούσεις

DSC 8244 scaled Νέα Αμμοχώστου, οδόφραγμα, Οδόφραγμα Δερύνεια
©Famagusta.News

Του Νίκου Μούδουρου*

Η βίαιη διαφοροποίηση του κυπριακού γεωγραφικού χώρου που προκλήθηκε από την εισβολή της Τουρκίας το 1974 προκάλεσε πολλές αρνητικές συνέπειες. Μεταξύ αυτών ήταν και ο εξαναγκασμός σε νέες ιδεολογικές έννοιες και αντιλήψεις για την περιγραφή του τοπίου, οι οποίες προηγουμένως δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν ή εάν υπήρχαν είχαν διαφορετικό περιεχόμενο.

Ο διαμελισμός του εδάφους και του πληθυσμού έκτισε τη βάση πάνω στην οποία το πολιτικό λεξιλόγιο του κυπριακού προβλήματος αναγκαστικά διευρύνθηκε.

Από τη μια πλευρά της διαχωριστικής γραμμής βρίσκονται οι κατεχόμενες περιοχές, οι μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία. Από την άλλη, είναι οι ελεύθερες περιοχές.

Ακόμα και η προαναφερθείσα περιγραφή αναγκάζεται να συμπεριλάβει την αναφορά σε «δύο πλευρές», οι οποίες ως τέτοιες, δηλαδή ως δύο χωριστές οντότητες στον χώρο, δεν μπορούσαν να αντικατοπτριστούν στον δημόσιο πολιτικό λόγο πριν από το 1974. Τουλάχιστον δεν μπορούσαν να αντικατοπτριστούν στο εύρος, την ένταση και το περιεχόμενο που απέκτησαν μετά το 1974.

Η εξέλιξη αυτή δεν ήταν τυχαία. Όπως και σε άλλες περιπτώσεις ξένων στρατιωτικών επεμβάσεων έτσι και στην κυπριακή περίπτωση, ο πόλεμος του 1974 προκάλεσε τον βίαιο μετασχηματισμό του χώρου. Παράλληλα, έφερε μαζί του νέες ορολογίες και έννοιες που από τότε μέχρι σήμερα λειτουργούν για να περιγράψουν (επικριτικά ή όχι) τη διχοτομική κατάσταση πραγμάτων. Μια από τις έννοιες που δεν ήταν φυσικά άγνωστες στην προ του 1974 περίοδο αλλά μετά απέκτησε πιο έντονο ιδεολογικό περιεχόμενο, είναι η έννοια του οδοφράγματος.

Εάν, όμως, η έννοια αυτή στην ελληνοκυπριακή κοινότητα εξέφραζε μια σχετική ομοφωνία ως προς την περιγραφή μιας εκκρεμότητας και μιας μη αποδεκτής κατάστασης, στην τουρκοκυπριακή κοινότητα οι ιδεολογικές προσλαμβάνουσες γύρω από το οδόφραγμα ήταν περίπλοκες. Θα μπορούσε μάλιστα να λεχθεί ότι λαμβανομένης υπόψη της έντονης εμπειρίας των οδοφραγμάτων από το 1964 και μετά, για την τουρκοκυπριακή κοινότητα η έννοια αυτή παρήγαγε ιδεολογικές πολώσεις και πολιτικές αντιπαραθέσεις, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συνεχίζονται μέχρι και σήμερα.

Εθνικιστικές αναγνώσεις «συνόρων»

Είναι γεγονός ότι για αρκετά χρόνια μετά την εισβολή του 1974, η ιδεολογική ισχύς της διχοτόμησης ως πολιτικής θέσης, αλλά και του γεωγραφικού διαμελισμού ως μιας πραγματικότητας του πολέμου λειτούργησε υποβοηθητικά στην προσπάθεια της τότε τουρκοκυπριακής εθνικιστικής ελίτ να επιβάλει την ηγεμονία της.

Στο ιδεολογικό υπόβαθρο που δημιούργησε το καλοκαίρι του 1974, το οδόφραγμα που χώριζε το νησί μετατράπηκε σχεδόν αμέσως σε ένα από τα σημαντικότερα σύμβολα μιας χωριστής τουρκοκυπριακής κυριαρχίας. Μετατράπηκε σε ένα πολιτικό εργαλείο απόδειξης της πετυχημένης ολοκλήρωσης του πολιτικού προγράμματος της διχοτόμησης, αποκλειστικός φορέας του οποίου ήταν ο Ντενκτάς και οι κύκλοι εξουσίας που δημιούργησε.

Εξηγώντας μέσα από το εθνικιστικό πλαίσιο την αξία της «Επιχείρησης Ειρήνης» για την τουρκοκυπριακή κοινότητα ο Ογούζ Κορχάν, ηγετικό στέλεχος του Κόμματος Εθνικής Ενότητας, ανέφερε σε συνεδρία της «Βουλής» τα εξής: «Το πιο σημαντικό όμως ήταν ότι ζήσαμε τη χαρά της διασφάλισης μιας ασφαλούς εδαφικής ακεραιότητας με ξεκάθαρα καθορισμένα σύνορα». Σε αυτό τον χώρο –τον χώρο που καθόρισε η εισβολή– δεν υπήρχε ελεύθερο πεδίο δραστηριοποίησης για τις δυνάμεις εκείνες που δεν εντάσσονταν στο προαναφερθέν ιδεολογικό φαντασιακό.

Όμως πέραν τούτου, για την τουρκοκυπριακή εθνικιστική ελίτ τα «ξεκάθαρα καθορισμένα σύνορα» ήταν η εμβληματική απόδειξη της ύπαρξης ενός χωριστού και ανεξάρτητου λαού, ενός χωριστού κράτους και συνεπώς της αδυναμίας συμβίωσης Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων σε έναν ενωμένο πολιτικό χώρο.

Με αυτό τον τρόπο τα «σύνορα» στο πρόγραμμα της τουρκοκυπριακής δεξιάς ήταν έννοια δυναμική. Ήταν αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτικών, ιδεολογικών και κοινωνικο-οικονομικών διαδικασιών. Ήταν αναγκαία προϋπόθεση του κοινωνικού και εδαφικού διαμελισμού της Κύπρου. Όπως ένα κράτος επιδιώκει να συγκεκριμενοποιήσει τον χώρο του, να οριοθετήσει πολιτικά τα σύνορά του και να ομογενοποιήσει εθνικά την κοινωνία, έτσι και ένα παράνομο κράτος ή καθεστώς εξαίρεσης μπορούν να προωθούν τους ίδιους στόχους (με περισσότερες ίσως εξωτερικές παρεμβάσεις). Υπάρχουν και στις δύο περιπτώσεις διαδικασίες «αυτοεπιβεβαίωσης».

Στην περίπτωση της Κύπρου οι χωριστές δομές εξουσίας που δημιουργήθηκαν από την Άγκυρα και την ηγεσία Ντενκτάς μετά το 1974 το «σύνορο» ήταν μια τέτοια αυτοεπιβεβαίωσης. Ήταν μια πρακτική απόδειξη «κρατικής κυριαρχίας». Ήταν ένα φετίχ εξουσίας και αναπαραγωγής της ιδέας για την ύπαρξη της «ΤΔΒΚ» ως μιας δύναμης ελέγχου της κοινωνίας.

Το «σύνορο» του Ντενκτάς ήταν την ίδια στιγμή συστατικό και αναπόσπαστο κομμάτι του τοπίου μέσα στο οποίο ανέπτυξε την ιδέα και τη μορφή της «κυβερνησιμότητας» που μέχρι σήμερα υπάρχει. Για το ιδεολογικό πλαίσιο που εξέφραζε για δεκαετίες ο πρώην Τουρκοκύπριος ηγέτης, το «σύνορο», το «όριο» και το «οδόφραγμα» ήταν λειτουργίες που μπορούσαν ακόμα και στον καθημερινό λόγο να υπογραμμίζουν το «μέσα» και το έξω», το «εμείς» και το «άλλοι». Αυτές οι έννοιες λοιπόν στην πρακτική τους όψη ήταν πάνω απ’ όλα πολιτικές και κοινωνικές πράξεις.

Πώς είδαν την πρώτη διάνοιξη

Οι πρωτοσέλιδοι τίτλοι των εφημερίδων που στήριζαν την ομοσπονδιακή επίλυση του Κυπριακού ήταν χαρακτηριστική του αντιπολιτευτικού ιδεολογικού περιβλήματος της διάνοιξης των οδοφραγμάτων.

Η «Αφρίκα» στις 23 Απριλίου 2003 κυκλοφορεί με τον τίτλο «Όλη η Κύπρος δική σας». Σημειώνει μάλιστα ότι «29 χρόνια μετά ο ‘’λαός’’ μας συναντιέται σήμερα με το άλλο μισό της πατρίδας του».

Η εφημερίδα «Γιενί Ντουζέν» στην 22α Απριλίου 2003 κυκλοφόρησε με τον πρωτοσέλιδο τίτλο «Το στάτους κβο θα καταρρεύσει». Το πρωτοσέλιδό της συμπληρώθηκε με την εξής αναφορά: «Πλησιάσαμε στην κατάσταση προ του 1974… όμως τότε δεν υπήρχαν ούτε οι περιορισμοί στην ώρα. Αυτοί που νομίζουν ότι ο τουρκοκυπριακός ‘’λαός’’ είναι ‘’παιχνιδάκι’’ προς το παρόν άνοιξαν τα οδοφράγματα!… Όμως οι Τουρκοκύπριοι θέλουν περισσότερα, ζητούν πολύ περισσότερα. Πέραν από το να κάνουν ‘’περίπατο’’, οι Τουρκοκύπριοι προσμένουν την ημέρα εκείνη που θα έχουν ταυτότητα σε όλο τον κόσμο».

Η εφημερίδα «Κίπρις» σημείωνε: «Ιστορική μέρα. Για πρώτη φορά μετά από 29 χρόνια!».

Με αυτό τον τρόπο, η πρώτη διάνοιξη των οδοφραγμάτων προκάλεσε μια αναδρομή στο παρελθόν. Ένα παρελθόν που, όπως το εξέφρασε η αντιπολίτευση, δεν χαρακτηριζόταν κυρίως από τα οδοφράγματα και τον διαχωρισμό.

Οι προαναφερθείσες πολιτικές αναφορές των εφημερίδων παρέπεμπαν σε μια εποχή που δεν υπήρχε «η άλλη πλευρά», τουλάχιστον στο εχθρικό υπόβαθρο που επέβαλε η εξουσία Ντενκτάς. Η συνεχής παραπομπή στην περίοδο πριν το κλείσιμο των οδοφραγμάτων ήταν μια άμεση αντιπολίτευση ενάντια στον τρόπο με τον οποίο παρουσιαζόταν από την τουρκοκυπριακή εθνικιστική ελίτ το ζήτημα της συμβίωσης των δύο κοινοτήτων. Οι κοινότητες συμβίωναν και άρα μπορούν να το πράξουν ξανά, ήταν η υπόγεια δήλωση. Συνεπώς η διάνοιξη των οδοφραγμάτων το 2003, μεταξύ πολλών άλλων, ήταν και μια πράξη δυναμική που υπενθύμισε σε ένα μεγάλο μέρος της τουρκοκυπριακής κοινότητας την «παρούσα εκκρεμότητα», την «εξαιρετική και μη κανονική» κατάσταση μέσα στην οποία ζούσε. Με λίγα λόγια ένα μεγάλο μέρος των Τουρκοκυπρίων ήρθε, για μια ακόμα φορά, αντιμέτωπο με την κατάσταση μεσοδιαστήματος μεταξύ του παράνομου καθεστώτος και της νόμιμης κατάστασης που θα δημιουργούσε η λύση του Κυπριακού.

Αριστερές αναζητήσεις για να «σπάσουν τα “σύνορα”»

Εάν η πράξη της κατασκευής «συνόρου» διαχωρισμού των δύο κοινοτήτων ήταν μια πολιτική αναγκαιότητα για την τουρκοκυπριακή δεξιά, για την αριστερά είχε μια εντελώς διαφορετική προσλαμβάνουσα. Άλλωστε ο πολυδιάστατος χαρακτήρας των συνόρων και των οδοφραγμάτων δεν μπορεί παρά να αφήνει ανοιχτές τις προοπτικές για διαφορετικές ερμηνείες του ρόλου και του περιεχομένου τους. Όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις έτσι και στην τουρκοκυπριακή, τα οδοφράγματα μετά το 1974 ήταν «συγκρουσιακές κατασκευές». Παρήγαγαν διαφορετικές πολιτικές θέσεις σε σχέση με την κατάσταση του «ανοιχτού», «κλειστού», «ήπιου» ή «σκληρού οδοφράγματος».

Έστω και αν για πολλές δεκαετίες τα κλειστά οδοφράγματα της «ΤΔΒΚ» λειτουργούσαν ως αυτοεπιβεβαιώσεις μιας χωριστής κρατικής κυριαρχίας, ήταν την ίδια στιγμή και δυναμικές ανατροπής της ιδρυτικής ιδεολογίας της διχοτόμησης. Μπορεί από τη μια πλευρά στο επίπεδο της γεωγραφίας τα κλειστά οδοφράγματα να έδειχναν με ξεκάθαρο τρόπο το πεδίο της εξουσίας της «ΤΔΒΚ». Από την άλλη πλευρά όμως και αντιφατικά, τα όρια της εξουσίας αυτής δεν ήταν καθόλου ξεκάθαρα. Για την τουρκοκυπριακή αριστερά και στη συνέχεια για ευρύτερες πολιτικές δυνάμεις της κοινότητας, το κλειστό οδόφραγμα ήταν ο εμβληματικός τρόπος έκφρασης της εξορίας και του αποκλεισμού τους. Ήταν η καθημερινή επιβεβαίωση της απομόνωσης, αλλά και της αποξένωσης της κυπριακότητάς τους.

Με το πέρασμα των χρόνων το γεωγραφικό «σύνορο» που επέβαλε η Άγκυρα αποκτούσε τέτοια χαρακτηριστικά εξαιτίας των οποίων τελικά η τουρκοκυπριακή αντιπολίτευση περιέγραφε την «ΤΔΒΚ» ως μια «ανοιχτή φυλακή». Οι συνεχόμενες πολιτικές και οικονομικές κρίσεις, ο σφικτός εναγκαλισμός του τουρκικού στρατιωτικού κατεστημένου και η καταστολή σε συνδυασμό με την πολύχρονη διεθνή απομόνωση και τη μονοδρομική οικονομική ενσωμάτωση στην Τουρκία, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για τη διεκδίκηση «επαφής με τον έξω κόσμο».

Τον Σεπτέμβριο του 2001, ο επικεφαλής της συντεχνίας των Τουρκοκύπριων καθηγητών μέσης εκπαίδευσης Αχμέτ Μπαρτσίν, μιλώντας σε δημοσιογράφους του διεθνούς Τύπου, έλεγε τα εξής: «Να πείτε σε όλο τον κόσμο ότι η ΤΔΒΚ είναι μια ανοιχτή φυλακή. Είναι μια μεγάλη στρατιωτικοποιημένη ζώνη και όλες τις οι πόρτες είναι κλειδωμένες. Το μοναδικό κλειδί προς την ελευθερία μας είναι μια σύντομη λύση με την ελληνοκυπριακή πλευρά, η ένταξη στην Ε.Ε. και ο ενσωμάτωσή μας με όλο τον υπόλοιπο κόσμο».

Συνθήκες καταπίεσης

Ήδη από τη δεκαετία του 1990, η τουρκοκυπριακή αντιπολίτευση μπορούσε να εκφράσει αυτά τα νέα αιτήματα και αντιλήψεις που διαμορφώνονταν από την «επαφή» της κοινότητας με τον «έξω κόσμο» και τις επιπτώσεις του. Η επαφή αυτή ήταν σε πολλές περιπτώσεις μεταφορική, αλλά βαθύτατα πολιτική. Αποφάσεις διεθνών δικαστηρίων για το περιουσιακό, η ενταξιακή διαδικασία της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ, αποφάσεις και μέτρα εμπορικού αποκλεισμού των προϊόντων που έφεραν τη σφραγίδα του ψευδοκράτους και άλλα πολλά συνιστούσαν ένα είδος επαφής των Τουρκοκυπρίων με την «άλλη πλευρά» του οδοφράγματος, η οποία τελικά συνέβαλλε στην εντατικοποίηση της συνειδητοποίησης για τη δική τους έγκλειστη κατάσταση. Μέσα από το «έξω» οι Τουρκοκύπριοι συνειδητοποιούσαν καλύτερα τις συνθήκες καταπίεσης που επικρατούσαν στο δικό τους «μέσα».

«Θέλω πίσω την πατρίδα μου»

Η πολιτική, οικονομική και πολιτισμική αποξένωση που δημιουργούσαν τα κλειστά οδοφράγματα εκφράστηκε χαρακτηριστικά στο σύνθημα των κινητοποιήσεων του Ιανουαρίου 2003: «Θέλω πίσω την πατρίδα μου». Στη βάση της πολιτικοποίησης αυτής της συναισθηματικής κατάστασης, η απόφαση για μονομερή διάνοιξη των οδοφραγμάτων, που λήφθηκε τον Απρίλιο του 2003, έγινε δεκτή με προϋποθέσεις περαιτέρω μαζικοποίησης του κινήματος υπέρ της λύσης του Κυπριακού.

Η σημερινή «γκρίζα» κατάσταση

Όπως έχει προαναφερθεί η δημιουργία, αλλά και η διάνοιξη του οδοφράγματος περιλαμβάνει πολλές κοινωνικές και πολιτικές δυναμικές. Καθορίζεται από εξωτερικές και εσωτερικές εξελίξεις, ενώ στιγματίζεται από τις δυνάμεις εκείνες που θα αναλάβουν είτε τη δημιουργία του, είτε τη διάνοιξη και την άρση του. Η σημερινή κατάσταση με τη διάνοιξη των οδοφραγμάτων φέρει συνεπώς χαρακτηριστικά του πρόσφατου παρελθόντος. Όμως την ίδια στιγμή δεν θα πρέπει να υποτιμηθούν και οι αλλαγές που καταγράφηκαν από το 2003 μέχρι σήμερα και που συνοδεύονται κυρίως από την αναπαραγωγή της αποτυχίας περιεκτικής λύσης στο κυπριακό πρόβλημα.

Σε ό,τι αφορά ιδιαίτερα στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, η διάνοιξη των οδοφραγμάτων σήμερα δεν αποτελεί ζήτημα μόνο των δυνάμεων που στηρίζουν την συνολική ομοσπονδιακή λύση του προβλήματος. Το νέο στοιχείο προκύπτει από την ευρύτερη ενδυνάμωση της πολιτικής θέσης περί της «κανονικοποίησης», η οποία βασίζεται κυρίως στην προώθηση της αντίληψης ότι η ομοσπονδία είναι πλέον ανέφικτη.

Στα πλαίσια των δυνάμεων που προωθούν σήμερα λύση δύο ανεξάρτητων κρατών ή συνομοσπονδία δύο κρατών, η διάνοιξη των οδοφραγμάτων είναι πράξη ομαλοποίησης και μείωσης της έντασης, αλλά είναι και πολιτικό μέτρο «φυσιολογικοποίησης» της ύπαρξης δύο χωριστών κρατών που πιθανόν να προχωρήσουν σε συμφωνία.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Ζορλού Τορέ, «βουλευτής» του Κόμματος Εθνικής Ενότητας και ένας από τους εκφραστές της τουρκοκυπριακής ακροδεξιάς. Σχολιάζοντας τη διάνοιξη των οδοφραγμάτων Απλικίου και Δερύνειας σημείωσε: «Τη στιγμή που δεν είναι εφικτή ούτε η ενωμένη Κύπρος ούτε η ομοσπονδία, η διάνοιξη των οδοφραγμάτων που εξυπηρετούν έστω και μερικώς την οικοδόμηση εμπιστοσύνης, είναι προς το συμφέρον και των δύο ‘’λαών’’. Τα συνοριακά οδοφράγματα είναι η πιο ξεκάθαρη έκφραση του περάσματος από ένα κράτος σε ένα άλλο και αποτελούν βάση της λύσης δύο κρατών».

Είναι γεγονός ότι η ιδεολογία του συνόρου του διαχωρισμού μπορεί να εκφραστεί είτε αυτό είναι κλειστό, είτε ανοιχτό. Στο πέρασμα του χρόνου και χωρίς να συνοδεύονται από μια προσπάθεια συνολικής επίλυσης του Κυπριακού, οι λύσεις «κομμάτι-κομμάτι» μπορούν να συμβάλουν στην ανάπτυξη της εμπιστοσύνης, αλλά την ίδια στιγμή μπορούν να εμπεδώνουν και την εδαφική-πολιτική πραγματικότητα της διχοτόμησης. Η σταδιακή ελευθεροποίηση της διακίνησης, εάν αποκοπεί οριστικά από την ολιστική λύση, είναι ικανή να προσθέσει στην αίσθηση της «ειρηνικής αλλά χωριστής συμβίωσης».

*Δρ Τουρκικών Σπουδών