Επ. Αμμοχώστου: Έντεκα Μεσαιωνικοί οικισμοί που έχουν χαθεί στο πέρασμα του χρόνου

Μήλο του Αδάμ, Στεφάνου, Άγιος Φωκάς, Αναχίαδα, Κορωνειά, Μαχαιρώνας, Παλαιχώρι, Παραδείσι, Χρυσοπράσινη, Τρασειά και Τράπεζα - Οι 11 Μεσαιωνικοί οικισμοί της επαρχίας Αμμοχώστου που έχουν εκλείψει

1594562200 27918 exclusive, Αρχαιολογία, Ιστορία

H Mεσαιωνική περίοδος στην Κύπρο ξεκινά με την παραχώρηση του νησιού στους Λουζινιανούς το 1192 μ.Χ. Αργότερα, η κατάκτηση της Κύπρου από τους Φράγκους και τους Ενετούς μέχρι το 1571 μ.Χ. στιγματίζει το νησί έχοντας αφήσει τη σφραγίδα τους σε διάφορα σημεία του νησιού, σε κάστρα, οικισμούς, οχυρώσεις και εκκλησιαστικά μνημεία. Το μεσαιωνικό παρελθόν του νησιού αποτυπώνεται ανάγλυφο στα μνημεία που σώζονται από αυτή την περίοδο, τόσο στις πόλεις όσο και στα χωριά της Κύπρου.

Υπάρχει όμως και ένα κομμάτι άγνωστο στους περισσότερους καθώς πολλά τέτοια κτίσματα και κυρίως οικισμοί έχουν εξαφανιστεί στο πέρασμα του χρόνου. Μοναδικό στοιχείο για την ύπαρξή τους ταξιδιώτες που επισκέφτηκαν το νησί εκείνα τα χρόνια και άφησαν τη δική τους μαρτυρία, χάρτες της εποχής αλλά και τοπωνύμια που σώζονται μέχρι σήμερα.

Με τη βοήθεια της ηλεκτρονικής εγκυκλοπαίδειας “Πολυγνώση” παρουσιάζουμε παρακάτω τους έντεκα Μεσαωνικούς Οικισμούς στην επαρχία Αμμοχώστου οι οποίοι έχουν εκλείψει.

Μήλο του Αδάμ

Μεσαιωνικός οικισμός της Κύπρου, που δεν υφίσταται σήμερα. Ευρισκόταν στην επαρχία Αμμοχώστου, μάλιστα δε κοντά στην ίδια την πόλη της Αμμοχώστου και προς τα νοτιοδυτικά της, δηλαδή κάπου δυτικότερα του χωριού Δερύνεια, σύμφωνα προς παλαιούς χάρτες. Σε χάρτες του 16ου αιώνα (όπως εκείνος του Abraham Ortelius του 1573) το χωριό ευρίσκεται σημειωμένο ως Pomo d’ Adam, ενώ απαντάται και σε διάφορες γραπτές πηγές, επίσης του 16ου αιώνα, στις οποίες αναφέρεται και ως Pano d’Adamo. Οι γραπτές πηγές που μνημονεύουν τον οικισμό αυτό, σχετίζονται όλες με την πολιορκία της Αμμοχώστου από τους Οθωμανούς το 1570-71, αφού όλες ευρίσκονται σε διηγήσεις αυτοπτών μαρτύρων της πολιορκίας ή ανθρώπων που έγραψαν γι’ αυτήν. Έτσι, ο Κονταρίνι γράφει ότι οι Οθωμανοί πολιορκητές είχαν στήσει το στρατόπεδό τους στο φέουδο Podamo (όπως το αποκαλεί), ενώ ο Άντζελο Καλλέπιο γράφει ότι ο αρχηγός των εισβολέων Λαλά Μουσταφάς είχε στρατοπεδεύσει στο χωριό Pomo d’ Adamo, τρία μίλια μακριά από την Αμμόχωστο. Ο Άντζελο Γκάττο, που είχε πολεμήσει στην Αμμόχωστο, βεβαιώνει επίσης ότι ο κύριος όγκος του στρατού των εισβολέων είχε στρατοπεδεύσει στο Pomo d’ Adam, που το αποκαλεί «μία τοποθεσία που απέχει μία λεύγα από την Αμμόχωστο».

Θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι, λόγω ακριβώς του πολέμου του 1570-71, οι κάτοικοι αυτού του χωριού το είχαν εγκαταλείψει. Το ίδιο το χωριό, επειδή ακριβώς ευρισκόταν πολύ κοντά στην Αμμόχωστο, πιθανότατα θα είχε καταστραφεί ολοκληρωτικά, αν όχι κατά τους 11 μήνες της πολιορκίας, ίσως κατά τις παραμονές της ενάρξης του πολέμου. Διότι οι Βενετοί αρχηγοί της αντίστασης είχαν δώσει την εντολή να καταστραφούν τα πάντα σε μία μεγάλη ακτίνα γύρω από την Αμμόχωστο, ώστε όταν θα έφθαναν οι Τούρκοι να μη εύρισκαν εκεί κοντά ούτε χώρους για να καλύπτονται, ούτε χρήσιμα υλικά. Ο Άντζελο Γκάττο αναφέρει ότι, κατά διαταγήν του Αστόρρε Βαγλιόνε, λίγο πριν από την έναρξη του πολέμου διευρύνθηκε η τάφρος γύρω από την Αμμόχωστο, και επίσης ισοπεδώθηκε η έκταση έξω από την πόλη, και κατεδαφίστηκαν εκκλησίες, κατοικίες και καταλύματα, μεταξύ δε άλλων, καταστράφηκαν ολοσχερώς και οι ωραιότατοι Κήποι της Αμμοχώστου, στην έκταση της σημερινής νέας (εκτός των τειχών) πόλης. Αυτή η ισοπέδωση ολόγυρα, είχε γίνει και στη Λευκωσία, και πιθανώς και στην Κερύνεια, διότι ήταν συνήθης τακτική σε περιπτώσεις πολιορκίας, για να δυσκολεύεται όσο γινόταν περισσότερο ο εχθρός.

Στεφάνι ή Στεφάνου

Μεσαιωνικός οικισμός της Κύπρου, που δεν υφίσταται σήμερα. Φαίνεται να ήταν ο ένας από τους δύο διπλανούς οικισμούς που αποτελούσαν την Στεφάνου Βατιλήν την οποία μνημονεύει ο μεσαιωνικός χρονικογράφος Λεόντιος Μαχαιράς. Στον Μαχαιρά, η Στεφάνου Βατιλή παρουσιάζεται ως ένας και μοναδικός οικισμός. Όμως σε παλαιούς χάρτες της Κύπρου (όπως εκείνος του Abraham Ortelius του 1573 και εκείνος του Jodocus Hondius του 1606), στην ίδια περιοχή σημειώνονται δύο διαφορετικοί πλην διπλανοί οικισμοί που αναγράφονται ως Vasili (=Βασίλι) και ως Stefani (=Στεφάνι). Φαίνεται, λοιπόν, ότι η Στεφάνου Βατιλή του Λεοντίου Μαχαιρά ήταν κάποτε δύο διπλανοί οικισμοί που συχνά λογίζονταν ως ένας (όπως λ.χ. και τα χωριά της επαρχίας Αμμοχώστου Περιστερώνα και Πηγή, που συχνά αναφέρονται σαν ένα: Περιστερωνοπηγή). Το σημερινό μεγάλο χωριό Βατιλή ή Βατυλή, δεν θα πρέπει, λοιπόν, να πήρε το όνομα κάποιου ιδιοκτήτη του (των Βυζαντινών Χρόνων) που ονομαζόταν Στέφανος Βατιλής – όπως συχνά θεωρείται από διάφορους μελετητές – αλλά να είναι ο διάδοχος οικισμός των χωριών Στεφάνι ή Στεφάνου και Βατιλή ή Βασίλι. Τα δύο αυτά μεσαιωνικά χωριά ίσως είχαν αρχικά τα ονόματα Άγιος Στέφανος και Άγιος Βασίλειος και ίσως να ενώθηκαν κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας σε ένα φέουδο εάν ένας ήταν ο ιδιοκτήτης τους, η οικογένεια ντε Μοντολίφ όπως μαρτυρεί ο Λεόντιος Μαχαιράς, και αργότερα ο ευγενής Αντώνιος ντε Μπον σύμφωνα προς τον ντε Μας Λατρί. Στο χειρόγραφο του Κυπριακού Μουσείου, της περιόδου της Βενετοκρατίας, μνημονεύεται επίσης ο οικισμός Stefani μεταξύ εκείνων που βρίσκονταν στη γεωγραφική και διοικητική περιοχή της Άσσιας, ενώ στο περίπου σύγχρονο χειρόγραφο Λειμωνίδα το Stefani, καθώς και χωριστά η Vasili περιλαμβάνονται μεταξύ των οικισμών που διοικητικά ανήκαν στο διαμέρισμα της Μεσαορίας. Αλλά ήδη ο Φλώριος Βουστρώνιος (16ος αιώνας) αναφέρει: Στεφανοβατιλή (Stephanovatili), δηλαδή έναν οικισμό με το σύνθετο αυτό όνομα, και όχι δύο.

*Το χειρόγραφο του Κυπριακού Μουσείου μνημονεύει και άλλον οικισμό με την ονομασία Stefani ως βρισκόμενο στη διοικητική έκταση της Λαπήθου (επαρχία της Κερύνειας). Δεν υπάρχουν όμως άλλες πληροφορίες για τον οικισμό αυτόν. Ο ιστορικός Φλώριος Βουστρώνιος μνημονεύει τον οικισμό Stefani ως ένα από τα 9 χωριά που ο βασιλιάς της Κύπρου Ιάκωβος Β΄ παραχώρησε το 1460 στον Σορ ντε Νάβες προκειμένου να τον στρατεύσει στην υπηρεσία του.

Άγιος Φωκάς

Μεσαιωνικός οικισμός της Κύπρου που δεν υπάρχει σήμερα. Βρισκόταν στην πεδιάδα της Μεσαορίας, στα βόρεια περίπου του σημερινού χωριού Λευκόνοικο, σε τοποθεσία όπου υφίστατο μέχρι και πρόσφατα εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Φωκά. Προφανώς ο οικισμός είχε ιδρυθεί κατά τα Βυζαντινά χρόνια και διαλύθηκε κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Σε παλαιούς χάρτες (λ.χ. χάρτης του Α. Ortelius, 1573) το χωριό βρίσκεται σημειωμένο ως S. Faca. Το χωριό μνημονεύεται και σε παλαιό χειρόγραφο (της περιόδου της Βενετοκρατίας). Τελευταία για το χωριό αναφορά γίνεται το 1785, σε σωζόμενο πωλητήριο έγγραφο στο οποίο αναφέρεται ότι κάποιος Χασάν, «ὂμπασης τοῦ χομάτου αγίου Φοκά», είχε πωλήσει 2 σκάλες χαλίτικο χωράφι σε κάποιον Αποστόλη, βοσκό από το Λευκόνοικο. Στην περιοχή υπάρχει αρχαιολογικός χώρος. Βρέθηκαν κατά καιρούς διάφορα αρχαία αντικείμενα, εκ των οποίων αρκετά υπάρχουν στο Κυπριακό Μουσείο. Αρχαιολογική έρευνα, που έγινε το 1913, έφερε στο φως και ερείπια ναού των Ρωμαϊκών χρόνων. Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα υπήρχαν στην περιοχή ελάχιστα υποστατικά, κυρίως μάντρες.

Αναχίδα

Μεσαιωνικός οικισμός της Κύπρου που δεν υφίσταται σήμερα. Βρισκόταν στην Καρπασία, ανατολικά του χωριού Γιαλούσα, στην πλαγιά λόφου, όπου επιβιώνει σήμερα το τοπωνύμιο Ανασσία. Στην ίδια περιοχή υπάρχει και το τοπωνύμιο Πύργοι. Ο οικισμός αυτός υφίστατο από τα Βυζαντινά χρόνια, εφόσον ένα των καταλοίπων του είναι η μικρή εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, κτίσμα του 11ου ή 12ου αιώνα. Στην περιοχή υπάρχει και άλλη εκκλησία, της Αγίας Παυλούς. Πιθανότατα η Αναχίδα ήταν διάδοχος αρχαίου οικισμού που υπήρχε στην περιοχή, πράγμα που, μεταξύ άλλων, μαρτυρείται και από την ύπαρξη εκεί (νοτιοδυτικά του ναού της Αγίας Μαρίνας) δύο λίθινων μεγάλων αγαλμάτων που κείτονται μισοτελειωμένα στο έδαφος και κατά κάποιες εκτιμήσεις ανήκουν στην εποχή της Ρωμαϊκής κυριαρχίας. Σε παλαιούς χάρτες της Κύπου (λ.χ. χάρτης του Abraham Ortelius, 1573) ο οικισμός βρίσκεται σημειωμένος ως Anacnida (με λάθος γραφή του γράμματος h ως n. Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας ο οικισμός ήταν φέουδο. Ο Φλώριος Βουστρώνιος (16ος αιώνας) αναφέρει τον οικισμό στον πληθυντικό, Anachides. Γράφει σχετικά ότι ο βασιλιάς της Κύπρου Ιάκωβος Β΄ (1460 – 1473) είχε εκχωρήσει τις Αναχίδες, μαζί και άλλα 7 χωριά, στον αξιωματούχο Ιωάννη Πέρεζ Φαμπρέγκ. Κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας, ο οικισμός απαντάται σε διάφορα κρατικά έγγραφα της εποχής. Αναφέρεται σε έκθεση του έτους 1520 του αξιωματούχου Φραγκίσκου Αττάρ. Αλλά και σε έκθεση του Μπαντόλφο Γκουόρο, του έτους 1563, αναφέρεται ως ο πολυπληθέστερος οικισμός της περιοχής, με 135 άρρενες κατοίκους (Φραγκομάτους), χωρίς αναφορά σε γυναικόπαιδα. Ο οικισμός επιβίωσε μέχρι και τα πρώτα χρόνια της περιόδου της Αγγλοκρατίας και διαλύθηκε κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, με μετοίκηση των όσων κατοίκων του σε γειτονικά χωριά.

Κορωνειά

Μεσαιωνικός οικισμός της Κύπρου, που δεν υφίσταται σήμερα. Μνημονεύεται σε δυο χειρόγραφα των Μεσαιωνικών χρόνων, ως Coronia. Στο ένα εξ αυτών περιλαμβάνεται μεταξύ των χωριών που ανήκαν διοικητικά στο διαμέρισμα της Καρπασίας. Στο δεύτερο αναφέρεται επίσης ότι βρισκόταν στην «επαρχία» της Καρπασίας. Κοντά στο χωριό Κώμα του Γιαλού, στην Καρπασία, υπάρχει τοπωνύμιο Κορωνειά, που αποτελεί σήμερα κι ονομασία μικρού δάσους. Πιθανώς βρισκόταν εκεί ο οικισμός της Κορωνειάς, που φαίνεται ότι είχε διαλυθεί κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Ακόμη, είναι δυνατό ο οικισμός να διασώζει αρχαίο τοπωνύμιο. Από αναφορές αρχαίων συγγραφέων γνωρίζουμε ότι στην «επαρχία» των Σαλαμινίων υφίστατο αρχαία πόλη ή κώμη με την ονομασία Κορώνεια. Μήπως ο σημερινός οικισμός Κορόβια, όπου και αρχαία ερείπια. Τοποθεσία με την ονομασία Κορωνειά υπάρχει και κοντά στο μεσαιωνικό φρούριο της Καντάρας, όπου και η τοποθεσία Κιόνια (= κίονες, αρχαία ερείπια) κι όπου και ομώνυμος μεσαιωνικός οικισμός. Ο Άντρος Παυλίδης εντόπισε το 2008 εκτενή ερείπια αρχαίου οικισμού καθώς και λαξευτών τάφων στην ακτή, ανατολικά του χωριού Γαληνόπωρνη (όπου επίσης υπάρχει αρχαιολογικός χώρος), όχι μακριά από το χωριό Κορόβεια. Ως εκ τούτου εισηγήθηκε ότι η πόλη Κορώνεια βρισκόταν στην ανατολική ακτή της Καρπασίας. Κατά τον ίδιο ερευνητή, η πόλη στην ακτή φαίνεται να είχε εγκαταλειφθεί περί τα μέσα του 7ου μ.Χ. αιώνα, λόγω των πρώτων αραβικών επιδρομών. Όπως είχε συμβεί και με πλήθος άλλων παράκτιων οικισμών της Κύπρου, οι κάτοικοι μετακινήθηκαν προς τα ενδότερα, σε θέσεις που προσέφεραν καλύτερη προστασία. Ως εκ τούτου, κατά τον ίδιο ερευνητή, το σημερινό χωριό Κορόβεια είχε ιδρυθεί από τότε και διασώζει την ονομασία της αρχαίας Κωρώνειας (οπότε πρέπει να γράφεται: Κορώβεια).

Μαχαιρώνας ή Μασ’αιρώνας

Μεσαιωνικός οικισμός της Κύπρου, που δεν υπάρχει σήμερα. Σε παλαιούς χάρτες (λ.χ. Abraham Ortelius, 1573, Jodocus Hondius, 1606), ο οικισμός σημειώνεται ως Machirona, στη βόρεια παράκτια περιοχή της Καρπασίας αλλά όχι ακριβώς επί της ακτής, κοντά και ανατολικά του χωριού Ιalussa (=Γιαλούσα). Το χωριό αυτό αναφέρεται και από τον επισκέπτη της Κύπρου Ρίτσαρντ Πόκοκ, ο οποίος είχε έλθει στην Κύπρο το 1738: «… Στις 14 του μηνός φθάσαμε σε ένα ερειπωμένο χωριό με το όνομα Mashargona· υπάρχει μία παράδοση στην περιοχή, ότι κάποιος βασιλιάς κατοικούσε εδώ κατά την Αρχαιότητα. Λίγο αργότερα φθάσαμε σε ένα μικρό ακρωτήριο στο οποίο υπάρχει μια ερειπωμένη εκκλησία αφιερωμένη στην αγία Μαρίνα…. (βλέπε: Α. Παυλίδης, «Η Κύπρος Ανά τους Αιώνες μέσα από τα κείμενα ξένων επισκεπτών της», τόμος 2ος, 1994, σ. 742). Το χωριό ήταν ήδη, συνεπώς, ερειπωμένο κατά το πρώτο μισό του 18ου αιώνα. Ωστόσο το όνομα του υπάρχει, ως τοπωνύμιο σήμερα, στην εκεί περιοχή όπου, έως και τα μέσα τουλάχιστον του 20ού αιώνα, υφίσταντο μάντρες και αγροκτήματα (Ν. Κυριαζής, Τα Χωριά της Κύπρου, 1952, σ. 123). Η τοπική παράδοση την οποία αναφέρει ο Πόκοκ για κάποιον «βασιλιά» που σχετιζόταν με το χωριό αυτό, προφανώς θα προήλθε είτε λόγω των αρχαιοτήτων που υπήρχαν στην περιοχή, είτε λόγω της υπάρξεως εκεί κάποιου φεουδάρχη και τοπικού άρχοντα κατά τα Μεσαιωνικά Χρόνια. Πάντως, ο Μαχαιρώνας ή και Μασ’ιαιρώνας δεν φαίνεται να είχε υπάρξει σημαντικός οικισμός, αν και διέθετε στην περιοχή του μικρό φυσικό λιμάνι (μάλλον αγκυροβόλιο) που ονομαζόταν μάλιστα Νησίν— λόγω ενός βράχου εκτεινομένου στη θάλασσα που ομοίαζε με νησάκι. Ο Ν. Κυριαζής (ό.π.π.) αναφέρει ότι υφίστατο και ένας λιμενοβραχίονας από μεγάλες πέτρες που ήσαν στερεωμένες με σύνδεση μεταξύ τους, από μόλυβδο, όμως ο μόλυβδος αφαιρέθηκε. Δυστυχώς δεν υπάρχουν πληροφορίες ως προς την εποχή κατά την οποία είχε δημιουργηθεί αυτός ο βραχίονας. Επειδή δε η περιοχή ευρίσκεται από το 1974 υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή, η αρχαιολογική έρευνα είναι αδύνατη.

Παλαιχώρι

Μεσαιωνικός οικισμός της Κύπρου, που δεν υφίσταται σήμερα. Ευρισκόταν στην επαρχία της Αμμοχώστου, στα βορειοδυτικά της πόλης της Αμμοχώστου και κοντά και δυτικά του χωριού Άγιος Σέργιος. Σε παλαιούς χάρτες της Κύπρου (όπως εκείνος του Abraham Ortelius του 1573) ο οικισμός ευρίσκεται σημειωμένος ως Palicori, στα δυτικά του S. Serio (= Άγιος Σέργιος), μεταξύ τους δε σημειώνεται σειρά από καμάρες του υδραγωγείου της αρχαίας Σαλαμίνος/Κωνσταντίας, του οποίου ο εφοδιασμός με νερό γινόταν από το Κεφαλόβρυσο της Κυθρέας. Στην ίδια περιοχή όπου το Παλαιχώρι, ευρίσκονται σημειωμένοι και άλλοι μεσαιωνικοί οικισμοί που δεν υφίστανται σήμερα, όπως S. Papo (= Άγιος Πάππος), Colos (= Κολόσσι), Salari (=Σάλαρι;), Gilida. To χωριό Μηλιά (Melia) ευρίσκεται σημειωμένο επίσης στα βορειοδυτικά του Palicori. Στην περιοχή του χωριού Μηλιά υπάρχει τοποθεσία που φέρει το όνομα Παλιοχώριν, το οποίο διασώζει ίσως το όνομα του παλαιού οικισμού. Το Παλαιχώρι απαντάται και στον κατάλογο των οικισμών της Κύπρου της περιόδου της Φραγκοκρατίας που περιέχονται στο γνωστό χειρόγραφο Λειμωνίδα (όπου επίσης μνημονεύεται ως Palicori). Ο ιστορικός του 16ου αιώνα Φλώριος Βουστρώνιος αναφέρει το Παλαιχώρι (γράφοντάς το ως Pagliochori) ως φέουδο κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας. Αναφέρει συγκεκριμένα ότι κατά την αναδιανομή των φέουδων στην οποία είχε προβεί ο βασιλιάς της Κύπρου Ιάκωβος Β΄ μετά την άνοδό του στο θρόνο το 1460, το Παλαιχώρι είχε δοθεί σε ένα αξιωματούχο, τον Ιωάννη Αραγκόν, που πήρε και άλλα δύο χωριά, την Αλόα και την Παλιοαλόα. Σε παλαιούς χάρτες της Κύπρου (λ.χ. χάρτης του Abraham Ortelius, 1573) το χωριό βρίσκεται σημειωμένο στην επαρχία Αμμοχώστου , δυτικά του χωριού Άγιος Σέργιος. Ο οικισμός αυτός θα πρέπει να διαλύθηκε κατά την περίοδο της Οθωμανικής κατοχής της Κύπρου.

Παραδείσι

Το Παραδείσι βρισκόταν βόρεια του χωρίου Λιμνιά της επαρχίας Αμμοχώστου, όχι μακριά από τη θαλάσσια περιοχή του κόλπου της Αμμοχώστου. Σε παλαιούς χάρτες ο οικισμός βρίσκεται σημειωμένος ως Paradisi. Σήμερα υφίσταται μόνο ως τοπωνύμιο. Ο οικισμός φαίνεται να ήταν των Βυζαντινών χρονών, που κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας αποτελούσε φέουδο, αρχικά ιδιοκτησία της βασιλικής οικογένειας. Αναφέρεται σχετικά ότι το 1197 στο Παραδείσι παραθέριζε η βασίλισσα Εχίβη (της οικογένειας των Ιβελίνων), σύζυγος του πρώτου Λουζινιανού βασιλιά της Κύπρου Αμάλριχου, μαζί με τα παιδιά της˙ τότε είχε απαχθεί από τον Έλληνα επαναστάτη και κουρσάρο Κανάκη. Συνεπώς μπορούμε να θεωρήσουμε ότι στο Παραδείσι υφίστατο βασιλική έπαυλη. Ο ντε Μας Λατρί αναφέρει τον οικισμό (Le Paradis) ως φέουδο το οποίο ανήκε, κατά τις αρχές του 14ου αιώνα, στον Jean de Brie. Ο ιστορικός Φλώριος Βουστρώνιος (16ος αιώνας) αναφέρει επανειλημμένα το Παραδείσι ως ιδιοκτησία (φέουδο) του ευγενούς Ιωάννη ντε Μπρι κατά την πρώτη δεκαετία του 14ου αιώνα. Αποκαλεί τον ευγενή αυτό ως «κύριο του Παραδεισιού» (signor de Paradisi). Ανατολικότερα, και πλησιέστερα προς τη θάλασσα, υφίσταται ερειπωμένο εξωκκλήσι αφιερωμένο στην Παναγία Παραδεισιώτισσα. Ο G. Jeffery (1918) υποθέτει ότι η βασιλική έπαυλη ίσως βρισκόταν στην τοποθεσία όπου το εξωκκλήσι αυτό, που είχε κτιστεί με υλικό από την κοντινή αρχαία Σαλαμίνα. Το Παραδείσι φαίνεται ότι είχε επιζήσει ως οικισμός και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Εγκαταλείφθηκε ολότελα στα τέλη του 19ου αιώνα.

Χρυσοπράσινη

Τοποθεσία και, πιθανώς, οικισμός της Μεσαιωνικής Κύπρου, κάπου κοντά στην Αμμόχωστο. Δεν σημειώνεται στους παλαιούς χάρτες και μοναδική περί της τοποθεσίας αναφορά έχουμε από τον Κύπριο χρονικογράφο-ιστορικό του 16ου αιώνα Φλώριο Βουστρώνιο καθώς και από τον Ιταλοκύπριο λόγιο του 16ου αιώνα Φραγκίσκο Αμάτι, εκδότη ενός Χρονικού της Κύπρου, εν πολλοίς βασισμένου στο προγενέστερο έργο του Λεοντίου Μαχαιρά. Οι Βουστρώνιος και Αμάτι αναφέρουν (στην ιταλική) την τοποθεσία ως Chrusso Prassini, σε σχέση μάλιστα με την πρώτη πληροφορία που έχουμε για χρησιμοποίηση του κανονιού στην Κύπρο. Συγκεκριμένα, κατά το 1404-1406, όταν ο τότε βασιλιάς της Κύπρου Ιανός πολιορκούσε την Αμμόχωστο που από καιρό (από το 1373) κατεχόταν από τους Γενουάτες. Οι Γενουάτες, αμυνόμενοι, είχαν φέρει στην Αμμόχωστο από τη Βενετία ένα μεγάλο κανόνι (ή κανόνια) που ενίσχυσε σημαντικά την άμυνά τους, μας λέγει ο Λεόντιος Μαχαιράς (παρ. 635). Μάλιστα το 1406, όταν ο Ιανός έλυσε την πολιορκία, οι Γενουάτες κτύπησαν την Λεμεσό, όπου και πάλι χρησιμοποίησαν ένα κανόνι, προσθέτει ο Μαχαιράς. Ο Φλώριος Βουστρώνιος προσθέτει (όπως και ο Αμάτι), ότι και ο βασιλιάς Ιανός είχε φέρει τότε κανόνι (ή κανόνια) από τη Βενετία επίσης, και κτυπούσε την Αμμόχωστο, της οποίας μεγάλο τμήμα των τειχών καταστράφηκε, μέχρι την τοποθεσία Χρυσοπράσινη. Προκύπτει, συνεπώς, ότι η Χρυσοπράσινη ήταν τοποθεσία πολύ κοντά στην Αμμόχωστο, μέχρι δε αυτήν έφθαναν τα τείχη της πόλης. Εάν επρόκειτο για οικισμό, αυτός θα πρέπει να ευρισκόταν έξω αλλά και πολύ κοντά στα τείχη της Αμμοχώστου. Δεν γνωρίζουμε πού ακριβώς ήταν η τοποθεσία αυτή. Η ονομασία όμως (Χρυσοπράσινη) είναι πολύ χαρακτηριστική και ταιριάζει στην περιοχή νοτίως της Αμμοχώστου. Η περιοχή αυτή, γνωστή κατά το 1570 ως Κήποι, ήταν εκείνη στην οποία, μετά το 1571, αναπτύχθηκε η νέα Αμμόχωστος (το Βαρώσιν), η εκτός των τειχών. Οι εκτενείς και ωραιότατοι κήποι που υπήρχαν εκεί, έκαναν την περιοχή πράσινη και έφταναν μέχρι την εκτεταμένη χρυσή αμμουδιά της ακτής. Άρα Χρυσοπράσινη θα πρέπει να ήταν η τοποθεσία όπου συναντάτο το πράσινο των κήπων με το χρυσό της ακτής. Οι εκτενείς κήποι (και ο τυχόν οικισμός) καταστράφηκαν ολοσχερώς και τα πάντα ισοπεδώθηκαν από τους Βενετούς το 1570, σε μεγάλη απόσταση γύρω από την πόλη, κατά τις παραμονές της εισβολής των Οθωμανών, όπως μαρτυρεί ο Άντζελο Γκάττο. Ο λόγος ήταν να μη βρουν οι Οθωμανοί ο,τιδήποτε χρήσιμο γι’ αυτούς όταν θα πολιορκούσαν την πόλη. Εάν λοιπόν υπήρχε εκεί και οικισμός, τότε ακριβώς θα καταστράφηκε και αυτός ολοκληρωτικά και θα εξαφανίστηκε κάθε του ίχνος. Στην όλη αναφορά των Βουστρωνίου και Αμάτι για το γεγονός της χρησιμοποίησης για πρώτη φορά κανονιών στην Κύπρο, στις αρχές του 15ου αιώνα, πολύ χαρακτηριστική είναι η στάση της Βενετίας που -όπως συχνά συμβαίνει με όσους εμπορεύονται όπλα- έσπευσε να πωλήσει κανόνια και στους δύο αντιπάλους στην Κύπρο, στους Γενουάτες αλλά και στον βασιλιά Ιανό.

Τρασειά

Μεσαιωνικός οικισμός που δεν υφίσταται πλέον. Βρισκόταν στα νότια του σημερινού χωριού Άχνα και μεταξύ των χωριών Ξυλοτύμπου και Αυγόρου. Σήμερα η ονομασία του παλαιού αυτού οικισμού αποτελεί τοπωνύμιο του χωριού Άχνα. Στην περιοχή σώζεται εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία της Τρασ’ειάς (ή και Τραχιάς). Ο οικισμός της Τρασειάς (Τραχειάς, διότι βρισκόταν σε περιοχή τραχείας γης) βρίσκεται σημειωμένος σε μεσαιωνικούς χάρτες και απαντάται και σε άλλες μεσαιωνικές πηγές ως Tracha καθώς και ως Trachiala (= Τραχειάδα). Η Τρασειά υφίστατο, σύμφωνα προς εκκλησιαστικές πηγές και προς την παράδοση, από τα Ρωμαϊκά χρόνια και σχετίζεται με τον τοπικό άγιο Κωνσταντίνο, ένα των 300 «Αλαμάνων» αγίων της Κύπρου, που κατά τον Λεόντιο Μαχαιρά είχε ασκητεύσει κοντά στο χωριό Ορμήδεια. Ο άγιος αυτός αναφέρεται ότι είχε καταφύγει, μαζί με τρεις συντρόφους του, εἰς τόπον καλούμενον Τραχεῖα, απ’ όπου εξορμούσαν κηρύσσοντας τον Χριστιανισμό στην γύρω περιοχή. Είναι άγνωστο πότε άκμασε ο άγιος Κωνσταντίνος, η παράδοση πάντως αναφέρει ότι αυτός μαρτύρησε, ύστερα από βασανιστήρια του ηγεμόνα της Κύπρου Σαβίνου, πράγμα που σημαίνει ότι είχε ζήσει κατά τα Πρωτοχριστιανικά χρόνια (Ρωμαϊκή εποχή). Η Τραχεῖα στην οποία κατέφυγε ήταν τότε, πιθανώς, ερημική τοποθεσία. Στην ακολουθία του αγίου Κωνσταντίνου, η τοποθεσία αναφέρεται ως Τραχιάδα (…ἦλθον εἰς μέρος τό λεγόμενον τῆς τραχιάδος…), ονομασία που συμφωνεί με την μεσαιωνική Trachiala. Κατά τον Ν. Γ.Κυριαζή (Τά χωριά τῆς Κύπρου, 1952, σ. 177), η Τρασ’ειά καταστράφηκε είτε από σεισμό, είτε από κουρσάρους, είτε εγκαταλείφθηκε κατά την περίοδο των αραβικών επιδρομών, οπότε οι κάτοικοι της Κύπρου είχαν μετοικήσει στην Κύζικο. Προσθέτει, μάλιστα, ότι οι Τρασιώτες, επιστρέφοντας στην πατρίδα τους, είχαν πνιγεί σε μια τρικυμία. Αυτά όμως δεν μπορούν ν’ αποδειχθούν. Αντίθετα, ο οικισμός φαίνεται ότι είχε επιβιώσει για πολύ ακόμη, αφού ως Trachiala σημειώνεται ακόμη και στον χάρτη του Α. Ortelius του 1573. Έτσι, μάλλον θα πρέπει να δεχθούμε ότι καταστράφηκε κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι στην Κύπρο Τρασ’ειές ονομάζονται οι περιοχές που είναι κατάσπαρτες από πέτρες προερχόμενες από ερείπια παλαιών και αρχαίων οικισμών.

Τράπεζα

Μεσαιωνικός οικισμός της Κύπρου, που δεν υφίσταται πλέον. Βρισκόταν στην περιοχή του σημερινού χωριού Αχερίτου, στην πεδιάδα της Μεσαορίας, δυτικά της πόλης της Αμμοχώστου. Σε παλαιούς χάρτες (λ.χ. χάρτης του Α. Ortelius, του 1573) ο οικισμός βρίσκεται σημειωμένος με την ονομασία Trapesa. Ο οικισμός αυτός, που φαίνεται να ήταν ιδρυμένος από τα Βυζαντινά χρόνια, ευνοείτο από τη γειτνίασή του με την Αμμόχωστο κατά την εποχή της μεγάλης ακμής της πόλης αυτής, τον 13ο και 14ο αιώνα. Όταν η Αμμόχωστος καταλήφθηκε από τους Γενουάτες το 1373, η Τράπεζα εξακολούθησε να αποτελεί ιδιοκτησία του βασιλικού οίκου της Κύπρου. Μετά την καταστροφή της από τους Μαμελούκους της Αιγύπτου τον Αύγουστο του 1425 (γεγονός το οποίο αναφέρει ο χρονικογράφος Λεόντιος Μαχαιράς), η Τράπεζα κατόρθωσε να επιβιώσει και να ακμάσει ξανά. Εξάλλου η σωζόμενη εκκλησία της Παναγίας της Τράπεζας (ή και Παναγίας Τραπεζίτισσας), είχε ανακαινιστεί ριζικά και μάλιστα είχε επεκταθεί το 1563, σύμφωνα προς σχετική επιγραφή στην ίδια την εκκλησία. Επίσης, η Τράπεζα μνημονεύεται ως οικισμός και σε δύο χειρόγραφα της περιόδου της Βενετοκρατίας, το χειρόγραφο του Κυπριακού Μουσείου και το χειρόγραφο Λειμωνίδα. Άρα, ο οικισμός υφίστατο και κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας, αρκετά μετά την καταστροφή του από τους Μαμελούκους το 1425. Την Τράπεζα μνημονεύει επίσης και ο χρονογράφος Γεώργιος Βουστρώνιος (Διήγησις, παρ. 61), γράφοντας ότι τον Μάρτιο του 1461 ο βασιλιάς της Κύπρου Ιάκωβος Β’ διόρισε διοικητή πρός τήν μερίαν τῆς Τράπεζας τον Πέτρο ντε Νάβες. Επρόκειτο για την περίπτωση όπου ο Ιάκωβος Β’ διεξήγαγε επιχείρηση κατάληψης της Αμμοχώστου, που κατεχόταν από τους Γενουάτες. Ο ντε Μας Λατρί αναφέρει την Τράπεζα, την οποία απαριθμεί μεταξύ των φέουδων που ανήκαν στον βασιλιά της Κύπρου. Εξάλλου, την Τράπεζα αναφέρει και ο Φλώριος Βουστρώνιος (16ος αιώνας) στο Χρονικόν του, δίνοντας τις ονομασίες Trapesa και Trapeza, ως απέχουσα δύο λεύγες από την Αμμόχωστο. Η καταστροφή του οικισμού αυτού ίσως συνέβη το 1570-1571, όταν επολιορκείτο από τους Οθωμανούς η πόλη της Αμμοχώστου, αλλά ίσως συνέβη λίγο αργότερα. Πάντως και πάλι η Τράπεζα είτε επανακατοικήθηκε αργότερα, είτε συνέχισε να υφίσταται αλλά με λίγους πλέον κατοίκους και σε μεγάλο βαθμό ερειπωμένη. Περί αυτής μαρτυρούν διάφοροι επισκέπτες. Ένας από τους τελευταίους που δίνει μαρτυρία για ύπαρξη (ακόμη) λίγων κατοίκων στην Τράπεζα, είναι ο αββάς Τζιοβάννι Μαρίτι, λίγο μετά τα μέσα του 18ου αιώνα. Αναφέρει χαρακτηριστικά:

…Πιο πέρα, προς τα δυτικά, υπάρχει το μεγάλο χωριό Τράπεζα (Trapezi). Τα ερείπιά του καθορίζουν την τοποθεσία μιας μεγάλης πόλης και ο Έλληνας με τον οποίο συνταξίδευα με βεβαίωσε ότι μία πόλη υφίστατο κάποτε εκεί. Αλλά η ιστορία του νησιού κατά τον 16ο αιώνα αναφέρει εκεί ένα χωριό και δεν κάνει οποιαδήποτε αναφορά για κάποια προγενέστερη πόλη. Υπάρχουν δύο εκκλησίες, η μία μερικώς διακοσμημένη με διάφορα είδη μαρμάρων και με ένα προπύλαιον υποστηριζόμενο από μερικές μαρμάρινες κολόνες. Δεν υπάρχουν παρά μόνο ελάχιστοι κάτοικοι και το χωριό φαίνεται να είναι απλώς και μόνον ένα καταφύγιο για τους βοσκούς και τα κοπάδια τους που βόσκουν στις γύρω πεδινές περιοχές… (Α. Παυλίδης, Η Κύπρος Ανά τους Αιώνες…, τόμος Β’, 1994, σσ.862-863). Έχουμε λοιπόν τη μαρτυρία του Τζιοβάννι Μαρίτι ότι, γύρω στα 1760, η Τράπεζα ήταν σχεδόν πλήρως ερειπωμένη και περιστασιακά και μόνον εχρησιμοποιείτο από βοσκούς. Εξάλλου ο Γερμανός αρχαιολόγος δόκτωρ Λούτβικ Ρος, που επισκέφθηκε την Κύπρο το 1848, αναφέρει τον οικισμό ως πλήρως διαλυμένο και κάνει λόγο και για ύπαρξη δύο ερειπωμένων εκκλησιών. Σήμερα σώζεται η μια από αυτές. Ο Νέαρχος Κληρίδης, άγνωστο από πού αντλεί, γράφει ότι η Τράπεζα ήταν γνωστή για τις 72 συνολικά ταβέρνες της, κι ότι διαλύθηκε οριστικά το 1707.

Ο G. Jeffery (Historic Monuments of Cyprus, 1918, p. 200), αναφέρει, και αυτός, την ύπαρξη ερειπίων του οικισμού, και δυο ερειπωμένες εκκλησίες. Η μια απ’ αυτές είναι αφιερωμένη στην Παναγία που φέρει εδώ το επίθετο Τραπεζιώτισσα, κι είναι γνωστή ως εκκλησία της Παναγίας της Τράπεζας. Η δεύτερη ήταν αφιερωμένη στην αγία Παρασκευή. Η περιοχή ήταν αργότερα τσιφλίκι, σήμερα δε είναι τοπωνύμιο του κατεχόμενου από το 1974 από τους Τούρκους χωριού Αχερίτου. Η Τράπεζα πήρε, πιθανώς, την ονομασία αυτή από τη μορφολογία του εδάφους της, όπου χαμηλό οροπέδιο θυμίζει τραπέζι. Παρόμοια τοπωνύμια υφίστανται κι άλλα σε διάφορα μέρη της Κύπρου (κοντά στην Κερύνεια, στις Κιβίδες, στο Πισσούρι, στον Δαυλό, στα Λιμνιά κ.α.) Είναι επίσης πιθανό η ονομασία να υφίστατο από τα αρχαία χρόνια. Αρχαίοι ελληνικοί οικισμοί με την αυτή ονομασία υφίσταντο στην Πελοπόννησο, στη Μικρά Ασία κι αλλού.

Famagusta.News / Με πληροφορίες από Πολυγνώση