Συνάντηση στην προσφυγιά: H ιστορία δύο προσφυγόπουλων που ξεκίνησε από ένα μπουκάλι νερό στην Άχνα

Ο Μιχαλάκης Τσαππαρίλας γράφει Ανθρώπινες Ιστορίες και αυτή τη φορά πρωταγωνίστριες της Ιστορίας, η Μαρία και η Γιώτα, φίλες από την προσφυγιά.

271656116 10216421039397950 2131190021609251858 n 1 exclusive, Άχνα, ΛΥΣΗ, προσφυγιά

Η δυνατή φιλία 2 κοριτσιών, από τις χιλιάδες των προσφύγων, που ξεκίνησε στις σκοτεινές μέρες της εισβολής.

Όλη η ιστορία στην ΑΛΗΘΕΙΑ, σελιδα 17

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ

Σάββατο 6 του Γεννάρη 1962, τα Επιφάνεια, τα Φώτα.

Στη κλινική Παρασκευαίδη στη Λευκωσία γεννιέται το τρίτο παιδί του Τοφή Εγγλέζου και της Πατούς από τη Λύση. Είναι το πρώτο κορίτσι τους μετά από δύο αγόρια. Τη βάπτισαν Μαρία, από τη μητέρα της μητέρας τη Μαριτσού.

Ο αδελφός της Μαριτσούς ήταν ο Γιάγκος Σουρουλλάς, μουχτάρης της Λύσης. Μια οικογένεια που αγαπούσε τα γράμματα. Ο θείος της είχε πολύ καλή κυβερνητική θέση. Ο Τοφής κατάγεται από αγροτική οικογένεια. Είχε εργοτάξιο στη Λύση και έκανε τσιμεντένιες πλάκες για την Ηλεκτρική. Διατηρούσε και κατάστημα οικιακών συσκευών και μικρών μοτόρων. Δούλευε αρκετά καλά. Τα παιδιά του Πανίκος, Γρηγόρης, Μαρία και Μαργαρίτα είχαν ότι χρειαζόταν.

Τα παιδικά της χρόνια ήταν ξέγνοιαστα. Η οικογένεια ήταν πολύ αγαπημένη. Έπαιζε με την αδελφούλα της και τις συμμαθήτριες της. Άριστη μαθήτρια στο Δημοτικό. Φρόνιμη και υπάκουη. Ήταν η αδυναμία του πατέρα και η περηφάνια της μητέρας. Βοηθούσε στο σπίτι. Τα καλοκαίρια μαζί με την οικογένεια του θείου πήγαιναν διακοπές στις κυβερνητικές κατοικίες στο Τρόοδος. Άλλοτε γύριζαν όλη τη Κύπρο με το αυτοκίνητο του πατέρα.

Τον Ιούνη του 1974 τελείωσε τη πρώτη τάξη του Γυμνασίου Λύσης. Προγραμμάτισαν να πάνε στο Τρόοδος με τα ξαδέλφια και τη θεία της στις 17 του Ιούλη. Η μητέρα τής αγόρασε τα παπούτσια – πλατφόρμες που της άρεσαν στη Λήδρας. Θα τα έπαιρνε μαζί της στις διακοπές. Ανυπομονούσε πολύ.

Τη Δευτέρα 15 του Ιούλη ο αδελφός της ο Γρηγόρης πήγαινε κατασκήνωση με το κατηχητικό στα βουνά.

Στη Λευκωσία γύρω από την αρχιεπισκοπή υπήρχαν ένοπλοί στρατιώτες. Τους είπαν πως έγινε πραξικόπημα και οι δρόμοι είναι κλειστοί. Τους ανάγκασαν να γυρίσουν πίσω. Δεν μπορούσαν να γυρίσουν στη Λύση. Έτσι αναγκάστηκαν να μείνουν σε κάποιο ξενοδοχείο μέχρι να ανοίξουν οι δρόμοι.

Στο σπίτι, όπως και σε όλη τη Κύπρο άκουσαν ότι έγινε πραξικόπημα. Όλη η οικογένεια ανησυχούσε πολύ. Ευτυχώς την επομένη γύρισε στην Λύση.

Ο φόβος και η αγωνία για το τι θα ακολουθήσει ήταν μεγάλος. Η 12χρονη Μαρία δεν μπορούσε να καταλάβει και πολλά πράγματα από τη πολιτική. Δεν ήταν δικό της πρόβλημα. Όμως δεν της άρεσε που συναντούσε στους δρόμους του χωριού ένοπλους.

Σάββατο 6 του Γεννάρη 1962.

Στο Νοσοκομείο Αμμοχώστου γεννιέται το δεύτερο παιδί της Γιαννούλας και Αντρέα Πελοπίδα. Είναι κορίτσι, το ονόμασαν Παναγιώτα από τη γιαγιά τη Πατού. Έχουν και τον πρωτότοκο γιό, τον Πάμπο τους που είναι πέντε χρονών. Οι γονείς είναι ευτυχισμένοι με τα δύο παιδιά τους. Μαζί τους ζούσαν ο παππούς και η γιαγιά, οι γονείς του Αντρέα. Λίγο πριν πάει στο Δημοτικό γεννιέται και η αδελφούλα της η Γιούλα. Πήρε το όνομα του παππού Γιώρκου. Η οικογένεια είναι πλήρης. Δουλεύουν και οι δύο γονείς. Τα παιδιά τους μεγαλώνουν με πολλή αγάπη και φροντίδα. Η Γιώτα είναι πολύ καλή μαθήτρια. Το όνειρο της ήταν να σπουδάσει στη Γαλλία. Να γίνει καθηγήτρια γαλλικής γλώσσας.

Όταν τα παιδιά ήταν μικρά κάθε Κυριακή απόγευμα η Γιαννούλα τα έπαιρνε περπατητά στο γραφείο ταξί του πατέρα τους, στην αρχή της λεωφόρου Ευαγόρου, κοντά στην Ηλεκτρική. Ήταν ο μακρινός και ευχάριστος περίπατος τους. Από εκεί πήγαιναν στο Bιέννα για τυρόπιτα και παιγνίδι στα αλογάκια του Λυτρίδη. Κάποτε πήγαιναν στο ξενοδοχείο Golden Marianna για τσάι ή μιλκ σσιέηκ ή στο Ακταίο να παίξουν στην άμμο και να φάνε παγωτό. Στη γιορτή του πορτοκαλιού και στα ανθεστήρια περνούσαν όλο το απόγευμα στο Δημοτικό κήπο. Η Γιώτα τρελαινόταν να… ψαρεύει δωράκια από τη μικρή λιμνούλα. Τα χρόνια περνούσαν ξέγνοιαστα, χαρούμενα.

Το καλοκαίρι του 1974 η Γιώτα είναι 12χρονών. Τελειώνει με άριστα τη Α΄τάξη του Γυμνασίου Θηλέων. Ο αδελφός της γίνεται 17 χρονών. Η μικρή αδελφούλα τους η Γιούλα είναι 6 χρονών.

Στις 15 του Ιούλη γίνεται το προδοτικό πραξικόπημα.

Στο σπίτι της Γιώτας τρομοκρατήθηκαν όταν άκουσαν πως ο Μακάριος είναι νεκρός. Με το παιδικό μυαλό της νόμισε πως θα ήταν το τέλος του κόσμου. Περισσότερο ανησυχούσε για τον αδελφό της τον Πάμπο, που ήταν νεοσύλλεκτος. Ευτυχώς επικοινωνούσε συχνά και ερχόταν σπίτι έστω και λίγη ώρα. Τώρα όμως δεν τού επέτρεπαν. Έπρεπε να υπερασπίσει τη Πατρίδα. Στις 17 του Ιούλη το βράδυ πήγε με τη μητέρα της στη Δημοκρατίας να πάρουν σουβλάκια στον αδελφό της και τους φίλους του. Τους είχαν στο δρόμο για να προσέχουν τη Λέσχη Αξιωματικών. Από ποιούς κινδύνευε αυτή η Λέσχη, το παιδικό αθώο μυαλουδάκι της δεν μπορούσε να εξηγήσει. Δεν ήταν πρόβλημα δικό της. Χάρηκε που είδε τον αδελφό της. Τον φίλησε και του είπε να γυρίσει γρήγορα σπίτι…

Η ζωή της Μαρίας άλλαξε δραματικά όταν τα τούρκικα αεροπλάνα βομβάρδισαν τη Λύση.

Μια βόμβα έπεσε κοντά στο σπίτι της γιαγιάς και τη σκέπασαν τα συντρίμμια. Έτρεξε ο πατέρας με τα παιδιά και τα αδέλφια του και την απεγκλώβισαν. Ευτυχώς δεν τραυματίστηκε σοβαρά. Φοβήθηκαν πάρα πολύ.

Αυτό το περιστατικό έχει στιγματίσει τη ζωή της. Για πολύ καιρό φοβόταν το θόρυβο των αεροπλάνων. Κάθε φορά που περνούσαν τα αεροπλάνα όλοι κρύβονταν κάτω από τα τραπέζια για να γλυτώσουν. Η νυκτερινή συσκότιση τους τρόμαζε ακόμα περισσότερο.

Όμως ο φόβος και ο τρόμος τους μεγάλωσαν όταν στις 14 του Αυγούστου τα τούρκικα άρματα πλησίαζαν στη Λύση και όλη η οικογένεια (οκτώ άτομα), μπήκε βιαστικά στο αυτοκίνητο τους για να γλυτώσει.

Γυρνούσαν μέσα στα χωράφια μέχρι που κάποιος τους είπε να πάνε στις αγγλικές βάσεις ή στο Δασάκι. Έφτασαν στην Άχνα το απόγευμα και δεν ήξεραν από πού πάνε στο Δασάκι. Εκείνη την στιγμή βγήκε ένας καλός άνθρωπος έξω από το σπίτι του και τους είπε: «Ελάτε να μείνετε σπίτι μου απόψε και αύριο βλέπουμε».

Ήταν οδηγός λεωφορείου και επειδή στα δωμάτια του σπιτιού του φιλοξενούσε άλλες δύο οικογένειες από το Λευκόνοικο τούς παραχώρησε το λεωφορείο που ήταν σταθμευμένο στην άυλη. (Θεοδόσης Γιαννάκη, άλλως Χοσής του Τσουρή, η γυναίκα του Πηνελόπη. Είχαν πέντε παιδιά. Αργότερα τον σκότωσαν οι Τούρκοι γιατί πήγαινε τις νύχτες μέσα στην Άχνα. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει.)

Κοιμούνται μέσα στο λεωφορείο δεκαπέντε μέρες. Ο καθένας είχε από ένα κάθισμα (μαξιλάρα) του λεωφορείου.
Το σπίτι του Θεοδόση ήταν στον κύριο δρόμο που βγαίνεις από Άχνα προς Δασάκι.

Κάποια στιγμή σταμάτησε μπροστά τους ένα ταξί. Ήταν δύο ηλικιωμένοι, ένα ζευγάρι και τρία παιδιά. Το ένα κορίτσι συνομήλικο με τη Μαρία. Βγήκαν όλοι έξω για να ξεμουδιάσουν και ζήτησαν λίγο νερό. Η Μαρία μπήκε στο σπίτι και τους έφερε μια μπουκάλα. Το έδωσε στη συνομήλικη της και αυτή της χαμογέλασε θλιμμένα. Κάθισαν στο ταξί και έφυγαν. Η Μαρία το παρακολουθούσε με το βλέμμα σαν βγήκε στο δρόμο και περίμενε σειρά για να συνεχίσει το ταξίδι του. Πρόσεξε την επιγραφή στο πίσω τζάμι του αυτοκινήτου. Γραφείο ταξί «ΡΗΓΑΙΝΑ».

Αργότερα καθισμένη στη θέση της μέσα στο λεωφορείο παρακολουθούσε τα αμέτρητα αυτοκίνητα που περνούσαν όλη την νύχτα. Και έβλεπε μπροστά της το θλιμμένο και φοβισμένο βλέμμα του κοριτσιού. Κάποια στιγμή σκέφτηκε.

«Μήπως και το δικό μου βλέμμα είναι τόσο λυπημένο, φοβισμένο;»

Στο σπίτι της Γιώτας ήταν έντονη η ανησυχία. Από τις μέρες του πραξικοπήματος ήξεραν πως ο Πάμπος ο στρατιώτης τους, ήταν στη πόλη.

Όμως από τις 20 του Ιούλη, που μπήκαν οι Τούρκοι στο νησί και άρχισαν να ρίχνουν βόμβες και όλμους αγωνιούσαν πάρα πολύ. Ένας όλμος έσκασε στο διπλανό σπίτι και ένας άλλος στο απέναντι προκαλώντας τρομερές ζημιές, θόρυβο και τρόμο. Κάθε φορά που πετούσαν τα αεροπλάνα όλοι μαζί, κάπου 15 άτομα, στριμώχνονται μέσα στο μπάνιο. Εκεί ένοιωθαν κάποια ασφάλεια. Η μητέρα της καθόταν συνεχώς κοντά στο τηλέφωνο. Δεν έφευγε από το σπίτι. Μήπως τηλεφωνήσει ο γιός της. Ο πατέρας και αυτός ανήσυχος πήγαινε στη δουλειά του. Όμως τώρα ήταν σιωπηλός και δεν είχε καμμιά διάθεση. Η γιαγιά Πατού έκλαιγε στο σπιτάκι της. Όμως όταν ερχόταν στο δικό τους, προσπαθούσε να τους δώσει θάρρος.

Τελικά στις 29 του Ιούλη τους τηλεφώνησαν ότι βρίσκεται στο Νοσοκομείο Λευκωσίας ζωντανός. Πήγαν οι γονείς της και όταν γύρισαν της είπαν τα νέα του. Ήταν τραυματισμένος και σε αφασία για 8 μέρες. Την επομένη την πήραν μαζί τους να δει τον αδελφό της. Ποτέ δεν θα ξεχάσει τι είδε. Το κεφάλι του ήταν σαν μια μπάλα του μπάσκετ ολόμαυρη τυλιγμένη σε γάζες. Δεν ξεχώριζε μάτια, στόμα ή μύτη. Έκλαψαν και οι δυό μόλις αντικρίστηκαν. Ευτυχώς σιγά- σιγά όλα πέρασαν.

Στις 2 του Αυγούστου ο αγαπημένος της αδελφός ήταν στο σπίτι τους. Η Γιώτα βοηθούσε τη μητέρα της να περιποιηθεί τα τραύματα του. Καθόταν πολλές ώρες μαζί του. Έγινε ο φύλακας-άγγελος του.

Στις 14 του Αυγούστου, όταν οι Τούρκοι μπήκαν στην Αμμόχωστο η Γιώτα με τους γονείς, τον παππού, τη γιαγιά και τα αδέλφια της στοιβάζονται στο ταξί τους και φεύγουν βιαστικά μέχρι να περάσει το κακό. Ακολουθούν και αυτοί τη ατέλειωτη αυτοκινητοπομπή.

Πάνε προς τις βρετανικές βάσεις. Εκεί δεν υπήρχε χώρος για άλλο κόσμο. Έπρεπε να συνεχίσουν. Θυμήθηκαν το νονό της Γιώτας στη Ξυλοτύμπου. Πήραν το δρόμο προς τα εκεί. Φτάνουν στην Άχνα. Η μικρή αδελφή κλαίει. Δίψασε και δεν είχαν άλλο νερό μαζί τους. Τα πόδια τους πονούσαν, μούδιασαν. Σταμάτησαν στην αυλή κάποιου σπιτιού με ένα λεωφορείο σταθευμένο.

Βγήκαν όλοι έξω. Ζήτησαν λίγο νερό. Ένα κοριτσάκι, που βγήκε από το λεωφορείο, μπήκε στο σπίτι και τους έφερε ένα μπουκάλι γεμάτο. Το έδωσε στο κορίτσι, που είχε την ίδια ηλικία μαζί της. Αυτή το πήρε και της χάρισε ένα θλιμμένο χαμόγελο. Ο φόβος ήταν ζωγραφισμένος στο πρόσωπο της. Το έδωσε πρώτα στον αδελφό της, που έδειχνε να είναι άρρωστος. Αφού ήπιαν όλοι, μπήκαν στο ταξί και συνέχισαν το δρόμο τους. Η Γιώτα ένοιωσε κάπως καλύτερα.

Η σύντομη παρουσία του άγνωστου κοριτσιού την ηρέμησε…

Μιχαλάκης Τσαππαρίλας

Παραλίμνι 05.01.22

271656116 10216421039397950 2131190021609251858 n exclusive, Άχνα, ΛΥΣΗ, προσφυγιά