CFA Society Cyprus: Επιπτώσεις αλλά και ευκαιρίες από το Brexit

144877 Brexit

Οριακή αρνητική αλλά διαχειρίσιμη αναμένεται να είναι η επίδραση της εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ (Brexit) στην κυπριακή οικονομία, εκτιμά ο Θεόδωρος Αλέπης, Αντιπρόεδρος του Κυπριακού Συνδέσμου Χρηματοοικονομικών Αναλυτών (CFA Society Cyprus) και μέλος του της καθοδηγητικής επιτροπής για το Brexit του Συνδέσμου Τραπεζών Κύπρου.

Σε δηλώσεις του ο κ. Αλέπης σημειώνει πως αυτό το συμπέρασμα προκύπτει τόσο από την ευελιξία που παρουσίασε ο τουριστικός τομέας με την πάροδο των ετών και την σταδιακή μείωση της εξάρτησής του από την αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου, όσο και από την μερική αντιστάθμιση του αντίκτυπου από τη μείωση των εξαγωγών υπηρεσιών προς το Ηνωμένο Βασίλειο και τη μείωση του κόστους των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών.

Επισημαίνει μάλιστα πως το Brexit θα μπορούσε επίσης να παρουσιάσει ευκαιρίες για την Κύπρο, δεδομένου ότι η πλήρης συμμετοχή της χώρας μας στην ΕΕ και στην ευρωζώνη, το κυπριακό νομικό σύστημα που βασίζεται στο αγγλικό δίκαιο, το χαμηλό φορολογικό περιβάλλον, η γεωγραφική θέση της Κύπρου και η υψηλή ποιότητα του ανθρώπινου κεφαλαίου μπορούν να προσελκύσουν εταιρείες που επιθυμούν να διατηρήσουν την πρόσβαση στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο.

Λέγοντας ότι μέσα στους επόμενους μήνες αναμένεται να διαμορφωθεί ένα πλαίσιο για την περαιτέρω εξέλιξη των διαπραγματεύσεων, ο κ. Αλέπης συμπληρώνει πως «είναι αναγκαίο σε αυτό το διάστημα η Κύπρος να αξιοποιήσει τους στενούς δεσμούς και τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα που παρατέθηκαν πιο πάνω, προκειμένου να επιτύχει μια επωφελή διακρατική συμφωνία με το Ηνωμένο Βασίλειο, στην εποχή που ανοίγεται μετά το Brexit».

Πάντως, ο κ. Αλέπης σημειώνει ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το αποτέλεσμα του Brexit αναμένεται να δημιουργήσει περαιτέρω μεταβλητότητα στις αγορές.
Από τη μία πλευρά, εξηγεί ο κ. Αλέπης, παρατηρούμε την επιβράδυνση της αύξησης του ΑΕΠ του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο σε μέσο όρο εκτιμάται ότι θα είναι 1,6% για τα επόμενα έτη (εκτιμήσεις της Bank of England), ενώ από την άλλη, παρατηρούμε την ανάπτυξη πολλών χωρών της ΕΕ που επωφελούνται από την αυξημένη ρευστότητα που τους παρέχεται από την ΕΚΤ καθώς επίσης και από την μετεγκατάσταση κάποιων υπηρεσιών από το ΗΒ προς χώρες μέλη της ΕΕ λόγω του Brexit.

«Ωστόσο», προσθέτει, «οι μακροπρόθεσμες οικονομικές συνέπειες για το σύνολο των κρατών μελών της ΕΕ θα εξαρτηθούν από το μελλοντικό πλαίσιο των εμπορικών σχέσεων».

Σύμφωνα με τον ίδιο, όλα τα πιθανά μοντέλα διαπραγμάτευσης μεταξύ του ΗΒ και της ΕΕ (διμερείς συμφωνίες, εμπορική συμφωνία τύπου Νορβηγίας, συμφωνία στα πρότυπα ΕΕ – Καναδά, ενδιάμεση συμφωνία κτλ) θα καταστήσουν το εμπόριο μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της ΕΕ πιο δαπανηρό, πράγμα που είναι επιζήμιο για τη δυνητική οικονομική ανάπτυξη και των δύο εταίρων.

Ωστόσο,  εκτιμά ο Αντιπρόεδρος του CFA Society Cyprus, η δομή των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα οικονομικά τους μεγέθη θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό την περαιτέρω εξέλιξη των συνομιλιών. Εκτιμάται ότι μόλις το 2.6% του ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατευθύνονται υπό μορφή εξαγωγών προς το Ηνωμένο Βασίλειο (στοιχεία ΕΚΤ Ιούνιος 2016).

Ειδικά εάν η ΕΕ διατηρεί σε μεγάλο βαθμό το ελεύθερο εμπόριο αγαθών με το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου έχει πλεόνασμα και παράλληλα περιορίσει τα εμπόδια στον χρηματοπιστωτικό τομέα, όπου υπάρχει έλλειμμα (όπου οι πιο πολλές επιχειρήσεις του χρηματοοικονομικού κλάδου έχουν έδρα τους το Λονδίνο), εκτιμάται ότι η ΕΕ θα έχει πολύ χαμηλότερο οικονομικό αντίκτυπο από ότι το Ηνωμένο Βασίλειο.