Με σπάσιμο πιάτων και τραγούδια το τελευταίο αντίο στον Κύπριο του Elysee(vid)

Το τελευταίο αντίο στον Κύπριο Γιώργο Καραγιώργη ειπώθηκε με τον τρόπο που ο ίδιος θα ήθελε: Με τραγούδι και σπάσιμο πιάτων

4450407a154d16b03c4acc66c865ff05 1 Θάνατος, Κηδεία, πιατα, ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

Το τελευταίο αντίο στον Κύπριο  Γιώργο Καραγιώργη ειπώθηκε με τον τρόπο που ο ίδιος θα ήθελε: Με τραγούδι και σπάσιμο πιάτων.

Το βίντεο ανάρτησε η Παροικιακή:

Υπενθυμίζεται ότι ο Γιώργος Καραγιώργης, Κύπριος από το Λευκόνοικο, ο μεγαλύτερος από τα αδέρφια Καραγιώργη, που είναι οι ιδιοκτήτες του γνωστού εστιατορίου Elysee στο Λονδίνο, έφυγε από τη ζωή στα 92 του χρόνια. Ο Τζιώρτζης, ο «Ζορμπάς» του Λευκονοίκου, άφησε την τελευταία του πνοή ανήμερα τα Χριστούγεννα.

Ο ακαταπόνητος δημιουργός και φλογερή «ψυχή» του θρυλικού «Elysee». Του «ναού» της ελληνικής ποιοτικής γαστρονομίας και κυρίως της ξεφαντωτικής ζωντανής ψυχαγωγίας. Του απόλυτου συμβόλου ξεδώματος και γλεντιού, που επί 60 και πλέον χρόνια συνεχίζει να γράφει συναρπαστικές σελίδες αυθεντικής διασκέδασης στο κέντρο του Λονδίνου. Επί δεκαετίες παραμένει το πιο φημισμένο, ίσως, μαγαζί της ελληνικής και κυπριακής παροικίας του Λονδίνου. Σε ένα κλασικό τριώροφο βρετανικό κτίριο με ταράτσα στην οδό Πέρσυ 13 στη Φιτζρόβια, το ελληνικό εστιατόριο έχει αφήσει εποχή ως η πλέον ανατρεπτική και λατρεμένη νυχτερινή πίστα με μπουζούκια στη συνήθως μουντή αγγλική πρωτεύουσα.

Δεν πέρασε βραδιά που ο Γιώργος Καραγιώργης να μη χόρευε ισορροπώντας ποτήρια στο κεφάλι του, ξεσηκώνοντας με τα περίτεχνα ακροβατικά του κόλπα τους πελάτες του.

Στο «Elysee» στη Φιτζρόβια ο χαμός επιτρεπόταν μέχρι τελικής πτώσης. Υπήρχαν βραδιές που η φίρμα του μαγαζιού, ο τραγουδιστής Χάρης Γαλανός με το παρατσούκλι «Μαρκήσιος Ντε Σαντ της νύχτας», πατούσε με το ζόρι πάνω στα σπασμένα κομμάτια, στηριζόμενος με το ένα χέρι στο ταβάνι για ισορροπία. Κι από κάτω παραληρούσαν στο ποτ πουρί των σουξέ που τραγουδούσε, φοιτητές που φορούσαν φόρμες, ανταποκριτές του ελληνικού Τύπου με φτηνά πρετ α πορτέ σακάκια, μακιγιαρισμένες μοντέλες με σινιέ εξώπλατες τουαλέτες και καλοντυμένα νεαρότερα μέλη από τις οικογένειες των καραβοκύρηδων. Χιώτες, Ανδριώτες, Οινουσσιώτες, Κύπριοι, Γουλανδρήδες, Εμπειρίκοι, Τσάκοι, Πορφυράτοι, Πολέμηδες, Φαφαλιοί, Λαιμοί, Χατζηιωάννου και λοιποί εκπρόσωποι της ελληνικής ναυτιλιακής κοινότητας του City στο Λονδίνο, λες και το ’χαν τάμα, προσκυνούσαν κάθε τόσο, απελευθερωμένοι από υποχρεώσεις, το ηφαιστειώδες πάλκο. Θεότρελες βραδιές γνώρισε το μαγαζί με τσιφτετελοζεϊμπέκικα, αναλόγως της πορείας της υγείας του Ανδρέα Παπανδρέου την εποχή που ο τότε πρωθυπουργός νοσηλευόταν στο Χέρφιλντ.

Το σλόγκαν του μαγαζιού ήταν «σπάστε ό,τι θέλετε, αρκεί να το πληρώσετε». Ενα βράδυ, στο τσακίρ κέφι οι καλομαθημένοι και εύποροι θαμώνες είχαν σπάσει και τον μεγάλο καθρέφτη πίσω από την ορχήστρα. Μετά από αυτό, το μαγαζί πρόσθεσε και ειδική ταρίφα στον κατάλογο: «Σπάσιμο καθρέφτη: τόσες λίρες», «Σπάσιμο πολυελαίου: τόσες λίρες», «Κατεδάφιση τοίχων: τόσες λίρες». Οταν το χρήμα προηγείται, όλες οι πόρτες ανοίγουν, έγραφε και ο εγχώριος δραματουργός Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Εν προκειμένω, έναντι καταβολής του κατάλληλου αντιτίμου από ξιπασμένους νεόπλουτους που άναβαν τα κουβανέζικα πούρα τους καίγοντας εικοσάλιρα, μέχρι και οι πόρτες γίνονται αποκαΐδια. «Σπάστε ό,τι θέλετε», έλεγε στο μικρόφωνο ο τραγουδιστής, «μπορείτε να πετάξετε και τα παπούτσια, το ξέρω ότι είναι πολύ ακριβά».

Από την Κύπρο

Ο Γιώργος Καραγιώργης γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1929 στο Λευκόνοικο της επαρχίας Αμμοχώστου. Πατέρας του ήταν ο Κυριάκος, γεωργός και καρεκλοποιός, γνωστός ως μαστρο-Τζιατζιής, και μητέρα του η Μυροφόρα το γένος Καμιντζή. Ως πρωτότοκος αναγκάστηκε στην εφηβεία του να αφήσει το Γυμνάσιο για να δουλέψει στα κτήματα και να βοηθήσει την οικογένεια που είχε να θρέψει και τα τέσσερα μικρότερα αδέλφια του, τον Μιχάλη, τον Οδυσσέα, τη Λήδα και τη Νίκη. Έφυγε στα 22 του το 1951 από την υπό αποικιοκρατική αγγλοκρατία Κύπρο για να ταξιδέψει στην Αμερική μέσω Αγγλίας ύστερα από πρόσκληση του θείου του Πιερή Καραγιώργη που ζούσε στο Κολοράντο, αλλά οι Άγγλοι δεν του έδωσαν βίζα και τον Αύγουστο του 1954 γύρισε στη Μεγαλόνησο.

Στην πατρίδα ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε τον επόμενο Ιούλιο τη Μαρία το γένος Μπακαλούρη από το χωριό Οίκο της Μαραθούσας. Με περιορισμένες επαγγελματικές προοπτικές στην Κύπρο, ως νιόπαντρος επέστρεψε στην Αγγλία μαζί με τη σύζυγό του. Το ζευγάρι βολεύτηκε στο Κέντις Τάουν στο βορειοδυτικό Λονδίνο, λίγο έξω από το Κάμντεν και ο ίδιος έπιασε δουλειά στο αεροδρόμιο του Λονδίνου. Το εξαντλητικό ωράριο της χαμαλοδουλειάς, η μακρινή απόσταση από το σπίτι του και η επιθυμία του να φτιάξει κάτι δικό του επίσπευσαν την υλοποίηση του επαγγελματικού ονείρου του.

Δραστήριος, έξυπνος και γοητευτικός στην προσέγγιση με τους άλλους, αφού ανίχνευσε εξονυχιστικά την πιάτσα, στράφηκε για βοήθεια -πού αλλού;- στους μετανάστες συμπατριώτες του της παροικίας. Διαπραγματεύτηκε και συμφώνησε με την «Κυπριακή αδελφότητα» να νοικιάσει ένα τμήμα του υπογείου στο κτίριό της, ιδιοκτησίας της Αρχιεπισκοπής Κύπρου, στο βόρειο Λονδίνο. Αμέσως έτρεξε στο τυπογραφείο «Πυγμαλίων» των αδελφών Σπυρόπουλου και τύπωσε 10.000 φυλλάδια στα οποία κάτω από τον τίτλο «Cyprus club» συμπεριέλαβε το μενού -μεζέδες, μπίρες και ουίσκι- σε ανταγωνιστικές τιμές. Τα έστειλε σε όλους τους Έλληνες και Κύπριους, καθώς και σε όλους τους ελληνορθόδοξους ναούς του Λονδίνου. Ήταν μια πρωτοπόρα κίνηση για την εποχή, καθώς συνέδεε την εμπορική δραστηριότητα με τη στοχευμένη διαφήμιση.

Με πληροφορίες από Πρώτο Θέμα