Ο γάλλος γιατρός Marcel Petiot μπορεί να είχε πολύ κακή φήμη στη Γαλλία όμως η ιστορία και οι φρικτές πράξεις του δεν είναι πολύ γνωστές στον υπόλοιπο κόσμο. Με κίνητρο την απληστία υποσχόταν ασφαλή καταφύγια σε όσους ήθελαν να γλυτώσουν από τους Γερμανούς στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τους έκλεβε και τους δολοφονούσε.
Τον έλεγαν «Δόκτωρ Σατανά» και «Σφαγέα του Παρισιού» και όχι άδικα. Πιστεύεται ότι σκότωσε 63 άτομα, καταδικάστηκε όμως για τη δολοφονία των 27 και εκτελέστηκε στην γκιλοτίνα.
Ο άνθρωπος που δολοφονούσε τα θύματά του και τα ασβέστωνε κατάφερε να διαφεύγει για πολύ καιρό από την Αστυνομία. Το μυαλό του ήταν δε τόσο δαιμόνιο που είχε καταφέρει να μπει στην ομάδα που τον αναζητούσε να τον συλλάβει!
Ο Marcel Petiot γεννήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 1897 στην Οσέρ της Γαλλίας. Ο σκληρός και περίεργος χαρακτήρας του δεν άργησε πολύ να ξεδιπλωθεί. Στην ηλικία των 11 ετών πήρε το όπλο του πατέρα του στο σχολείο και πυροβόλησε, ενώ αρκετές ήταν και οι φορές που έκλεβε και κατέστρεφε δημόσια περιουσία.
Μετά από πολλές αποβολές από το σχολείο αποφοίτησε και εντάχθηκε στον στρατό. Ακόμα και εκεί όμως έβγαινε συχνά εκτός υπηρεσίας καθώς είχε διαπιστωθεί ότι έκλεβε. Τελικά οι αξιωματικοί τον απάλλαξαν από τα καθήκοντά του μετά από σύσταση ψυχιάτρου να εισαχθεί σε ψυχιατρικό άσυλο. Ο Petiot όμως κατάφερε να μην μπει ως τρόφιμος αλλά ως ειδικευόμενος γιατρός αφού αποφοίτησε από την ιατρική σχολή.
Πολλοί ήταν αυτοί που είπαν ότι το πρώτο θύμα του γάλλου γιατρού ήταν η Louise Delaveau, ερωμένη του και κόρη ενός ασθενή του στο νοσοκομείο της Villeneuve-sur-Yonn όπου εργαζόταν. H γυναίκα εξαφανίστηκε το 1926, λίγο μετά τη γνωριμία τους και την αρχή της σχέσης τους.
Όταν η Αστυνομία άρχισε να ερευνά την εξαφάνισή της πολλοί γείτονες παραδέχτηκαν ότι είχαν δει τον γιατρό να βάζει στο αμάξι του ένα μεγάλο μπαούλο, πιθανόν με το πτώμα της κοπέλας. Όμως οι Αρχές δεν κατάφεραν να βρουν κανένα στοιχείο που να συνδέει την εξαφάνισή της με τον γιατρό.
Λίγο μετά την εξαφάνιση της Delaveau ο Petiot αποφάσισε να ακολουθήσει πολιτική καριέρα και να βάλει υποψηφιότητα ως δήμαρχος της πόλης Villeneuve-sur-Yonn, μια θέση που τελικά την κέρδισε. Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να καταχρηστεί τα χρήματα της πόλης και να κλείνει τη μία επαγγελματική συμφωνία μετά την άλλη, προς ίδιον όφελος φυσικά.
Μετά από μια σύντομη καριέρα στην πολιτική και κάποιες μέρες που πέρασε στη φυλακή εξαιτίας της κλεπτομανίας του, το έσκασε με τη γυναίκα και τον γιο του στο Παρίσι όπου άνοιξε το ιατρείο του. Τίποτα βέβαια δεν τον εμπόδισε ούτε εκεί να συνεχίσει τις παρανομίες του.
Για τον Petiot η κατεχόμενη από τους Ναζί Γαλλία διέθετε το τέλειο σκηνικό στο οποίο θα μπορούσε να διαπράξει τα εγκλήματά του. Πράγματι η χώρα ήταν χωρισμένη σε αυτούς που αγαπούσαν τους Ναζί και σε αυτούς που προσπαθούσαν ενεργά να ανατρέψουν την Γκεστάπο. Ο γιατρός επένδυσε στον φόβο που πλανιόταν στον αέρα για να κάνει πράξη όλα τα φοβερά που σκεφτόταν.
Βασική σκέψη του Petiot ήταν να μην καταλάβει κανείς τη δράση του. Έτσι έγινε μέλος της Γαλλικής Αντίστασης με στόχο να συγκεντρώσει την εμπιστοσύνη και τον θαυμασμό των Γάλλων στο πρόσωπό του και να θάψει τις παράνομες πράξεις του, περιλαμβανομένης και της παράνομης πώλησης φαρμάκων.
Έφτασε μάλιστα σε τέτοιο σημείο το σχέδιό του ώστε να κρύβει Εβραίους στο σπίτι του, υποσχόμενος μάλιστα μία ασφαλή απόδραση από τη ναζιστική Γαλλία. Φυσικά όλα αυτά με το ανάλογο χρηματικό τίμημα που έφτανε και τις 25.000 φράγκα.
Στο σπίτι του βρήκαν επίσης καταφύγιο αγωνιστές της Αντίστασης, κλέφτες και σκληροί εγκληματίες που προσπαθούσαν να γλιτώσουν τη σύλληψη. Αυτό που φαινόταν σαν ένας ευγενής σκοπός αποδείχθηκε η αρχή μιας δολοφονικής δράσης, που τον κατέταξε στη λίστα με τους πιο σατανικούς serial killers.
Ο Petiot , που δρούσε με το όνομα «Dr. Eugene», είχε δύο συνεργούς που έβρισκαν τα θύματά του. Ο γιατρός τους έλεγε ότι για να μπορέσουν να βγουν από τη Γαλλία έπρεπε πρώτα να εμβολιαστούν. Εκείνοι, μπροστά στην απελπισία τους, τον πίστευαν. Μόνο που το εμβόλιο δεν ήταν εμβόλιο αλλά ένεση με κυάνιο που έκοβε το νήμα της ζωής τους. Στη συνέχεια έκλεβε τα υπάρχοντά τους και πέταγε τα πτώματα στον ποταμό Σηκουάνα.
Μόνο η Γκεστάπο θα ανάγκαζε τον Petiot να αλλάξει τις πρακτικές του. Η διαρκής παρουσία της γερμανικής κρατικής μυστικής αστυνομίας στους δρόμους της Γαλλίας έθετε εμπόδια στη δολοφονική δράση του καθώς δεν μπορούσε να σκοτώνει τα θύματά του και να τα βγάζει από το σπίτι για να τα ξεφορτωθεί. Έτσι σκέφτηκε κάτι άλλο το οποίο και τελικά εφάρμοσε: έβαζε τα πτώματα μέσα σε ασβέστη!
Η Γκεστάπο τελικά βρήκε τους συνεργούς του και μετά από βασανιστήρια αποκάλυψαν το πραγματικό όνομα του γιατρού. Εκείνος όμως είχε προλάβει να πάει σε άλλο μέρος του Παρισιού και να συνεχίσει τη δράση του.
Τον Μάρτιο του 1944 και ενώ ο Petiot είχε φύγει οι γείτονες άρχισαν να παραπονιούνται για τη δυσωδία που έβγαινε από το σπίτι του και τον ιδιαίτερα τοξικό καπνό που έβγαινε από την καμινάδα. Όταν έφτασε η Αστυνομία, που πίστεψε ότι κάπου είχε ξεσπάσει φωτιά, βρήκε ένα σημείωμα του γιατρού που έλεγε ότι θα επιστρέψει σε λίγες μέρες. Του τηλεφώνησαν και εκείνος τους είπε να μην μπουν στο σπίτι μέχρι να φτάσει.
Μετά από μία ώρα αναμονής η αστυνομία μπούκαρε στην οικία και αυτό που αντίκρισαν τους σόκαρε: διαμελισμένα πτώματα βρίσκονταν διασκορπισμένα σε διάφορα μέρη του σπιτιού, κάποια σε σάκους, κάποια σε βαλίτσες, ενώ στο γκαράζ υπήρχαν δεξαμενές με ασβέστη και ένα αποτεφρωτήριο που είχε μέσα χέρια, πόδια και οστά.
Ο Petiot κατάφερε να τους πείσει ότι ήταν αντιστασιακός, ότι τα πτώματα ανήκαν είτε σε Γερμανούς είτε σε προδότες και έτσι δεν συνελήφθη. Ο επικεφαλής όμως της Αστυνομίας πίστευε ότι είχαν να κάνουν με έναν παρανοϊκό. Συνέλαβε τη γυναίκα, τον γιο του και τους συνεργούς του. Ο Petiot για ακόμα μια φορά είχε καταφέρει να το σκάσει.
Η Απόβαση στη Νορμανδία το 1944 φρέναρε τις έρευνες για τον εντοπισμό του. Ο Petiot βρήκε καταφύγιο σε σπίτια γνωστών του και διέδιδε ότι τον κυνηγούσαν επειδή βοηθούσε τους αντιστασιακούς. Άλλαξε πολλές φορές το όνομά του και την εμφάνισή του και για έναν περίπου μήνα κατάφερε να ζει ελεύθερος.
Κατάφερε να γίνει ακόμα και μέλος της προσωρινής κυβέρνησης και να συμμετάσχει στην ομάδα που τον έψαχνε! Όμως για κακή του τύχη κάποιος τον αναγνώρισε σε έναν σταθμό τρένου και έτσι συνελήφθη.
Στη διάρκεια της δίκης του υποστήριξε ότι σκότωσε μόνο Γερμανούς και χαφιέδες. Τα ονόματα των αντιστασιακών που ανέφερε ως φίλους του δεν υπήρχαν καν. Πιστεύεται ότι είχε σκοτώσει 60 άτομα, όμως τελικά καταδικάστηκε για 27 φόνους. Από τα υπάρχοντα που είχε κλέψει το κέρδος του είχε ξεπεράσει τα 200 εκατομμύρια φράγκα!
Στις 25 Μαΐου 1946, σε ηλικία 49 ετών, καταδικάστηκε για τις δολοφονίες και οδηγήθηκε στην γκιλοτίνα.
Discussion about this post