Τρία ολόκληρα 24ωρα μετά την τραγική μετωπική σύγκρουση των δύο τρένων στα Τέμπη. Παρότι γνωρίζουμε με βεβαιότητα πως πρόκειται για το φονικότερο σιδηροδρομικό δυστύχημα στη σύγχρονη ιστορία της χώρας, ο αριθμός των νεκρών παραμένει αδιευκρίνιστος.
Η πιο πρόσφατη ανακοίνωση της αστυνομίας κάνει λόγο για 57 θύματα, ενώ η διαδικασία της ταυτοποίησης των νεκρών, είτε με φυσικό τρόπο είτε μέσω ανάλυσης DNA, συνεχίζεται και αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί μέχρι το βράδυ της Παρασκευής. Σύμφωνα με τις Αρχές, από το σύνολο των 57 ανθρώπινων σορών, οι 23 είναι πλήρως απανθρακωμένες, και από αυτές μόλις 12 παραμένουν αναγνωρίσιμες.
Ταυτόχρονα, έχουν συγκεντρωθεί 10 σακούλες με ανθρώπινα μέλη που συλλέχθηκαν στο σημείο της φονικής σύγκρουσης, προκειμένου να γίνουν ξεχωριστές εξετάσεις DNA και να διαπιστωθεί αν αυτά είναι συμβατά με τις σορούς που έχουν εντοπιστεί ήδη.
Δεν αποκλείεται, επίσης, να υπάρξουν και θύματα των οποίων ο θάνατος δεν θα επιβεβαιωθεί ποτέ. Οι θερμοκρασίες που αναπτύχθηκαν στα πρώτα βαγόνια κατά την πρόσκρουση, άλλωστε, ξεπέρασαν τους 1.300 βαθμούς Κελσίου, ενώ, όπως επιβεβαίωσε λίγες ώρες μετά το συμβάν ο περιφερειάρχης Θεσσαλίας, «κυριολεκτικά δεν έμεινε τίποτα όρθιο στα δύο πρώτα βαγόνια».
Δεν αποκλείεται η διαδικασία της ταυτοποίησης των μελών να οδηγήσει σε αύξηση του απολογισμού της καταστροφής, με τον αριθμό των νεκρών να ξεπερνά αυτό των αγνοουμένων που έχουν δηλωθεί ήδη από συγγενείς και φίλους των επιβατών. «Ίσως τελικά ξεπεράσουμε τους 60 νεκρούς», ανέφερε συντετριμμένη στους δημοσιογράφους η Ρουμπίνη Λεονταρή, προϊσταμένη της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Λάρισας.
Δεν αποκλείεται, επίσης, να υπάρξουν και θύματα των οποίων ο θάνατος δεν θα επιβεβαιωθεί ποτέ. Οι θερμοκρασίες που αναπτύχθηκαν στα πρώτα βαγόνια κατά την πρόσκρουση, άλλωστε, ξεπέρασαν τους 1.300 βαθμούς Κελσίου, ενώ, όπως επιβεβαίωσε λίγες ώρες μετά το συμβάν ο περιφερειάρχης Θεσσαλίας, «κυριολεκτικά δεν έμεινε τίποτα όρθιο στα δύο πρώτα βαγόνια». Λόγω της σφοδρότητας της σύγκρουσης αλλά και των υψηλών θερμοκρασιών, λοιπόν, κάποιες οικογένειες ενδέχεται να μη μάθουν ποτέ, με την επιβεβαίωση ιατροδικαστή, αν οι συγγενείς τους χάθηκαν ανάμεσα στα συντρίμμια της φονικής σύγκρουσης.
Υπάρχουν πάρα πολλοί λόγοι που εξηγούν την τρομερή σύγχυση η οποία εξακολουθεί να επικρατεί όσον αφορά την επιβεβαίωση των θυμάτων και των αγνοουμένων. Σε αυτούς, φυσικά, συνυπολογίζεται και η ίδια η φύση του δυστυχήματος, που δυσχεραίνει σημαντικά τις προσπάθειες των εγκληματολογικών εργαστηρίων της ΕΛ.ΑΣ. και της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας της Λάρισας, καθώς η διαδικασία της ταυτοποίησης είναι εξαιρετικά επώδυνη και δύσκολη.
Σε αυτό το σημείο, βέβαια, αξίζει να αναφερθεί πως όσο μακάβρια και αν είναι η εικόνα των διαμελισμένων θυμάτων, επ’ ουδενί δεν δικαιολογείται η δήλωση της αναπληρώτριας υπουργού Υγείας, Μίνας Γκάγκα, πως «δεν θα δουν οι συγγενείς ανθρώπους τους που δεν ζουν πια, ώστε να τους θυμούνται γερούς». Η διαχείριση της απώλειας είναι ζήτημα προσωπικό, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το δικαίωμα των συγγενών να έχουν πρόσβαση στο σώμα του νεκρού είναι νομικά κατοχυρωμένο ως αναφαίρετη πτυχή του δικαιώματος σεβασμού της οικογενειακής ζωής. Πήγες του υπουργείου Υγείας ξεκαθάρισαν σήμερα στη LiFO πως οι δηλώσεις της υφυπουργού κατά πάσα πιθανότητα παρερμηνεύτηκαν, καθώς πρόκειται για σύσταση «ώστε η επόμενη μέρα να είναι λιγότερο ψυχοφθόρα για τους συγγενείς», και όχι για οδηγία.
Δεύτερη αιτία της νεφελώδους εικόνας που επικρατεί αναφορικά με τους νεκρούς και τους αγνοουμένους είναι το γεγονός πως μέχρι και σήμερα κανένας δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει με βεβαιότητα πόσοι επιβάτες βρίσκονταν στο τρένο το μοιραίο βράδυ της σύγκρουσης.
Στην πρώτη και εξοργιστικά λιτή ανακοίνωσή της, που μάλιστα δεν περιείχε την παραμικρή αναφορά σε νεκρούς ή τραυματίες, η Hellenic Train έκανε λόγο για «περίπου 350 επιβάτες» που συνέχισαν το ταξίδι τους μετά τη στάση της Λάρισα. Ο ακριβής αριθμός τους κατά πάσα πιθανότητα δεν θα αποσαφηνιστεί ποτέ, καθώς το μόνο που είναι σε θέση να επιβεβαιώσει η εταιρεία είναι ο αριθμός εισιτηρίων που εκδόθηκαν πριν από την έναρξη του ταξιδιού ‒ ούτε τα ονόματα των επιβατών, καθότι δεν υπάρχει κάποια διαδικασία ταυτοποίησης κατά την επιβίβαση, ούτε και τον αριθμό των εισιτηρίων που αγοράστηκαν απευθείας από τον εισπράκτορα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.
Εξίσου χαοτική και ανοργάνωτη φαίνεται πως ήταν και η απομάκρυνση όσων επέζησαν από το σημείο της πρόσκρουσης, καθώς, σύμφωνα με πληροφορίες, κατά τη διάρκεια της αποχώρησής τους ούτε καταμετρήθηκαν ούτε προσδιορίστηκαν τα ονόματα όσων επιβιβάστηκαν στα δύο πρώτα λεωφορεία που αναχώρησαν προς Θεσσαλονίκη. Οι δηλώσεις για «250 άτομα που απομακρύνθηκαν με ασφάλεια από το συμβάν» αποδεικνύεται πως ήταν πρόχειρες εκτιμήσεις, βασισμένες στη χωρητικότητα των οχημάτων και όχι σε κάποια επίσημη αναφορά. Ένα πιο οργανωμένο σχέδιο απομάκρυνσης και καταμέτρησης των επιζησάντων σαφώς θα βοηθούσε στη σημερινή διαλεύκανση του τραγικού απολογισμού.
Έτσι, καταλήγουμε στην τρίτη αιτία της σύγχυσης σχετικά με τον αριθμό των νεκρών και αγνοουμένων, που έχει πλέον να κάνει με την έλλειψη κάποιου επίσημου φορέα ή εκπροσώπου Τύπου που να ανακοινώνει, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, τους επιβεβαιωμένους αριθμούς μέσω συνεντεύξεων ή και δελτίων Τύπου. Οι αριθμοί που κατά καιρούς δημοσιεύονταν ήταν αποτέλεσμα σποραδικών δηλώσεων που αποσπούσαν οι δημοσιογράφοι οι οποίοι βρίσκονταν στο πεδίο, όπως αυτές της ιατροδικαστή από τη Λάρισα ή οι περιστασιακές ανακοινώσεις από εκπροσώπους της Ελληνικής Αστυνομίας. Η υιοθέτηση μιας κοινής και κεντρικής γραμμής ενημέρωσης, μια παγιωμένη διεθνής πρακτική σε ανάλογα τραγικά συμβάντα, θα είχε σίγουρα συμβάλει στην αποφυγή αυτής της συγκεχυμένης και αποσπασματικής εικόνας.
Τέλος, αξίζει να αναφερθεί πως στη λίστα των αγνοουμένων αρχικά δεν βρισκόταν ένας υπήκοος του Μπαγκλαντές, ο οποίος ταυτοποιήθηκε ως νεκρός έπειτα από ιατροδικαστικές εξετάσεις. Δεν είναι καθόλου απίθανο να μην είναι το μοναδικό θύμα της τραγωδίας που δεν βρισκόταν στην αρχική λίστα, καθώς δεκάδες μετανάστες χρησιμοποιούν καθημερινά την εν λόγω σιδηροδρομική γραμμή. Ιδού, λοιπόν, η τραγική λεπτομέρεια: σε πρόσφατη έρευνα του Μεσογειακού Ινστιτούτου Ερευνητικής Δημοσιογραφίας, όπου παρουσιάστηκαν τα διαχρονικά προβλήματα του ελληνικού σιδηροδρομικού δικτύου, που το μετατρέπουν στο φονικότερο σε ολόκληρη την Ευρώπη, η ανησυχητική αύξηση των θανάτων και τραυματισμών αποδόθηκε από τη Ρυθμιστική Αρχή Σιδηροδρόμων στους μετανάστες, οι οποίοι, σύμφωνα με την ετήσια έκθεσή της, «αποτελούν το κύριο πρόβλημα των ελληνικών σιδηροδρόμων», καθώς «δεν γνωρίζουν τη γλώσσα και δεν μπορούν να καταλάβουν ή να διαβάσουν τα προειδοποιητικά σημάδια και δεν ακολουθούν τους κανόνες ασφάλειας».
Εκείνοι που παρουσιάζονταν ως αποδιοπομπαίοι τράγοι, λοιπόν, για να δικαιολογηθούν τα διαχρονικά προβλήματα του ελληνικού σιδηροδρομικού δικτύου δεν αποκλείεται σήμερα να αποτελούν μερικά από τα αόρατα θύματα της φονικής μετωπικής σύγκρουσης, που ίσως δεν θα ταυτοποιηθούν ποτέ.
Πηγή: LIFO