Safe-pass: Διαβατήριο προς την ελευθερία ή ρωγμή στην απόλαυση των συνταγματικών δικαιωμάτων;

Άρθρο του υποψηφίου βουλευτή Αμμοχώστου με το Κίνημα "Αλληλεγγύη", Δρ Αλέξιου Κωνσταντίνου

Αλέξιος Κωνσταντίνου φώτο 1536x1032 1 Αλέξιος Κωνσταντίνου, Αρθρογραφία Βουλευτικών, Βουλευτικές Εκλογές 2021

Του Δρ Αλέξου Κωνσταντίνου*

Αποτελεί κοινό τόπο ότι η πανδημία του covid-19 έχει σημάνει στη ζωή μας τρομακτικές αλλαγές που κατά κύριο λόγο συντείνουν στην περιστολή των ατομικών και κοινωνικών μας δικαιωμάτων.

Πράγματι, η κοινωνία έχει χωριστεί σε πολλά στρατόπεδα και ειδικότερα αυτούς που αρνούνται την ύπαρξη του κορωνοϊού, τους αρνητές της μάσκας, των μέτρων προφύλαξης, του εμβολιασμού αλλά και αυτούς που τάσσονται με θέρμη υπέρ του συνόλου ή μέρους των παραπάνω.

Ως εκ τούτου το βασικό ερώτημα που αναφύεται σε κάθε δημοκρατικό πολίτευμα είναι που ξεκινά και που τελειώνει η ελευθερία ενός εκάστου από εμάς. Την απάντηση δίδουν ήδη από μακρού χρόνου η αρχή της μη βλάβης (John Stuart Mill), η συνταγματική θεωρία για την – άμεση ή έμμεση – τριτενέργεια των ατομικών δικαιωμάτων αλλά και η θεωρία της θεσμικής κατοχύρωσης των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων.

Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή όταν ένα δικαίωμα συγκρούεται με έναν θεσμό, τότε υπερτερεί ο θεσμός και επί παραδείγματι όταν συγκρούεται το δικαίωμα μου περί το επιχειρείν (άρθρο 25 του Συντάγματος) με το υπέρτερο δημόσιο συμφέρον προάσπισης της δημόσια υγείας, τότε το δικαίωμα μου ως καταστηματάρχη να λειτουργήσω το κατάστημα εστίασης μου κάμπτεται παραδεκτά και νόμιμα, ακριβώς για να προστατευθεί ο θεσμός της δημόσιας υγείας.

Πρέπει όμως να αναφερθεί ότι το ζήτημα ποιος από τους δυο συγκρουόμενους παράγοντες υπερισχύει κάθε φορά είναι θέμα στάθμισης, κρίνεται κατά περίπτωση (ad hoc) από τα Δικαστήρια και επομένως γίνεται για παράδειγμα δεκτό ότι η επίδοση εξώδικου προστίμου για παράβαση του περί λοιμοκάθαρσεως νόμου σε μεμονωμένο άτομο που κάνει ηλιοθεραπεία, τη στιγμή μάλιστα που αυτός δεν ευρίσκεται με κάποιο άλλο πρόσωπο και δεν τίθεται σε κίνδυνο η δημόσια υγεία είναι πρόδηλα απαράδεκτη και παράνομη.

Αντίθετα, όταν συγχρωτίζεται ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων σε μια κοινωνική εκδήλωση στην οικία του ανωτέρω προσώπου, τότε αυξάνεται ο κίνδυνος μετάδοσης της πανδημίας και επομένως παραδεκτά και νόμιμα κάμπτεται το δικαίωμά του για την ειρηνική απόλαυση του δικαιώματος ιδιοκτησίας (άρθρο 23 του Συντάγματος και άρθρο 1 του πρόσθετου πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.) και της συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή, ενώ επικρέμονται σε βάρος του μέτρα διοικητικού και ποινικού καταναγκασμού (πρόστιμο, ποινική καταδίκη κλπ.), τα οποία διατηρεί το παραδοσιακό έθνος – κράτος μονοπωλιακά ως συστατικό στοιχείο ύπαρξής του και κατά τούτο διακρίνεται η έκνομη βία που ασκείται από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.

Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το πρόβλημα επί της ουσίας άρχεται από την άκρως περιορισμένη εφαρμογή στην Κυπριακή έννομη τάξη των παραπάνω συνταγματικών θεωριών (ίδετε και την απόφαση 1997 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην υπόθεση Νικολάου κατά Γιάλλουρου), οξύνεται με τη χρήση της αόριστης αξιολογικής «αρχής της αναλογικότητας» και των επίσης αόριστων αξιολογικών εννοιών της «καταλληλότητας», «αναγκαιότητας» και «αποτελεσματικότητας» υπό το πρίσμα των οποίων επιχειρείται, κυρίως νομολογιακά, η εξειδίκευση της παραπάνω αρχής και τέλος επιτείνεται από το ζήτημα του τρόπου θεσμοθέτησης των μέτρων μέσω διαταγμάτων.

Είναι αληθές ότι ο Κυπριακός λαός έχει επιδείξει στη συντριπτική του πλειοψηφία, καθ’ όλο το διάστημα της πανδημίας, σύνεση και προσήλωση στα επιβαλλόμενα μέτρα και δεν έχει προβεί σε ακρότητες, όπως συνέβη σε άλλες χώρες, κυρίως της Ευρώπης.
Παρ’ όλα αυτά ο τρόπος της θεσμοθέτησης των μέτρων μέσω διαταγμάτων για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους, κάποιες φορές μάλιστα χωρίς τη σύμφωνη ή και με αντίθετη γνώμη της επιδημιολογικής ομάδας, όπως για παράδειγμα ο τελευταίος εγκλεισμός (lock-down) που μάλιστα ο Πρόεδρος «τον πήρε απάνω του», δημιουργεί εύλογα την απορία, εάν υπάρχει ίχνος συλλογικότητας στη λήψη αποφάσεων σε τούτο το Κράτος ή ισχύει το Λουδοβίκειον απόφθεγμα το «Κράτος είμαι εγώ» (L’ État, c’ est moi).

Η κατάσταση αυτή τυγχάνει εξόχως προβληματική τόσο από συνταγματικής όσο και πρακτικής απόψεως, γιατί μέριμνα του κράτους είναι η προστασία της δημόσιας υγείας, την οποία οφείλει να προστατεύσει, χωρίς όμως να πλήξει τον πυρήνα των ατομικών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων των πολιτών, ιδίως εφόσον δεν έχει κηρύξει το σύνολο της χώρας ή μιας επαρχίας σε κατάσταση πληγείσας περιοχής, όπως για παράδειγμα την επαρχία Αμμοχώστου που το αίτημα ήταν πάνδημο και η κυβέρνηση κώφευσε επιδεικτικά, γεγονός που ενδεχόμενα θα αποτελούσε δικαιολογητική βάση επιπρόσθετης περιστολής των συνταγματικών ελευθεριών αλλά παράλληλα θα καθιστούσε κραυγαλέα την ανάγκη της οικονομικής ενίσχυσης των δυσπραγούντων συμπολιτών μας.

Παρ’ όλα αυτά η κυβέρνηση ούτε το ένα έπραξε ούτε το άλλο, απεκδυόμενη ακόμη και το «φύλλο συκής» της συνταγματικότητας των ρυθμίσεων!!!

Περαιτέρω, μπορεί ο τύπος του διατάγματος να προτιμάται, αφού αποτελεί ταχύτερο, ευέλικτο, λεπτομερή και τεχνικού χαρακτήρα τρόπο αντιμετώπισης σε έκτακτες καταστάσεις, πλην όμως αυτό που πρέπει να ελεγχθεί είναι εάν συντρέχουν πράγματι οι ως άνω περιστάσεις.

Ειδικότερα, ο – αποικιοκρατικός – περί λοιμοκάθαρσεως νόμος (ΚΕΦ.260) χορηγεί τη δυνατότητα στο Υπουργικό Συμβούλιο να θεσπίσει κανονισμούς για την αντιμετώπιση της κατάστασης.

Σύμφωνα άλλωστε με νόμο (1962) το Υπουργικό Συμβούλιο έχει εξουσία εν δυνάμει νομοθεσίας και ως εκ τούτου να αναθέσει τις εξουσίες του για να τις εκτελέσει ένας αρμόδιος Υπουργός.

Έτσι στην περίπτωση της ανάθεσης σε Υπουργό της εκπόνησης κανονισμών, αυτοί, σύμφωνα με μεταγενέστερο νόμο του 1988, πρέπει να τίθενται ενώπιον της Βουλής των Αντιπροσώπων προς ψήφιση για μια περίοδο και εάν δεν καταψηφιστούν θεωρείται ότι έχουν υπερψηφιστεί ως νόμος του Κράτους.

Δυστυχώς, ποτέ δεν ακολουθήθηκε η συγκεκριμένη διαδικασία στην εν λόγω περίπτωση έκδοσης διαταγμάτων του Υπουργού Υγείας, καθώς τα διατάγματα αυτά ουδέποτε ετέθησαν υπό τη μορφή του κανονισμού στην κρίση της Βουλής των Αντιπροσώπων, δυνάμει του μεταγενέστερου νόμου του 1988 και ως εκ τούτου πάσχουν νομικώς και τυγχάνουν αμφίβολης συνταγματικότητας.

Εάν επομένως ήθελε η κυβέρνηση να αποσείσει την όποια κριτική περί αυθαιρεσίας, υπέρβασης των εξουσιών, έλλειψης νόμιμης βάσεως, έλλειψης ενημέρωσης, διαβούλευσης και περιφρόνησης του κοινού περί δικαίου αισθήματος θα έπρεπε απαρέγκλιτα να φέρει το σύνολο των μέτρων ενώπιον της αρμόδιας Κοινοβουλευτικής Επιτροπής και της Ολομέλειας της Βουλής και όχι να λειτουργεί η εκτελεστική εξουσία καθ’ υπέρβαση συνταγματικής της αρμοδιότητας, επικαλούμενη αυθαίρετα τον ταχύτερο και ευέλικτο τρόπο αντιμετώπισης της κατάστασης.

Περαιτέρω, τίθεται εύλογα το ερώτημα, εάν υπήρχε στη διάθεση της κυβέρνησης ο απαιτούμενος χρόνος για τη θέσπιση των μέτρων (safe-pass), δεδομένου ότι δεν ετίθετο θέμα ευελιξίας, τεχνικής φύσεως, λεπτομερούς ανάπτυξης ή ειδικότερης επεξεργασίας των προσφάτως εξαγγελθέντων μέτρων, δοθέντος του γεγονότος ότι αυτά αποτελούν κατ’ ουσίαν αντιγραφή του κανονισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το «πράσινο πιστοποιητικό» και νοουμένου ότι το θέμα αυτό ευρίσκεται στην επικαιρότητα ήδη από τον Μάρτιο 2021 η κυβέρνηση είχε πλεονάζοντα χρόνο να εισαγάγει, δια της κοινοβουλευτικής της ομάδας, τα μέτρα στη Βουλή προς ψήφιση.

Το μόνον που απαιτείτο να αποφασιστεί ήταν εάν αυτά συνάδουν με τις παραπάνω συνταγματικές θεωρίες και εάν σε τελική ανάλυση ήταν σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, την καταλληλότητα, αναγκαιότητα και αποτελεσματικότητα που αυτή επιτάσσει.

Λογικό δε και επόμενο εν προκειμένω τυγχάνει ότι υφίσταται εξόφθαλμη υπέρβαση της αρχής της αναλογικότητας, καθώς δε δύναται να εξισωθεί η προστατευτική εφαρμογή της εν λόγω νομοθεσίας στην εξαιρετική περίπτωση της μετάβασης ενός πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) σε μια άλλη χώρα της Ευρώπης με αυτήν της καθημερινότητας ενός ευρωπαίου πολίτη στην ίδια του χώρα.

Τούτο άλλωστε εισάγει και απαράδεκτη διάκριση, καθ’ όσον η υποχρέωση του ταξιδιώτη εξαντλείται στη βάσανο του ελέγχου κατά την είσοδο ή έστω την παραμονή και την έξοδο από τη χώρα μετάβασης και με χρονικό ορίζοντα το ένα (1) έτος κατά τον κανονισμό, ενώ η υποχρέωση του πολίτη της χώρας υφίσταται εις το διηνεκές και ειδικότερα στην ανά τριήμερο υποβολή του είτε σε τεστ ταχείας ανίχνευσης (rapid test) είτε μοριακού τύπου τεστ ανίχνευσης (PCR), γεγονότα που συντείνουν στην υπερκόπωση και την οικονομική εξουθένωση του, ιδίως εάν επιλέγει τον μοριακό τύπο ανίχνευσης και ούτω στην έμμεση και κατά τρόπο υποχρεωτικό κατεύθυνση του στον εμβολιασμό, ο οποίος έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη θεμελιώδη αρχή της αυτοκτησίας (self-ownership) και τυγχάνει αντισυνταγματικός, εάν δεν μεσολαβήσει ενημερωμένη συναίνεση (informed consensus) για τη διενέργεια ιατρικής επεμβατικής πράξεως.

Συνεπώς, με τη μεθόδευση αυτή ουσιαστικά επιχειρείται ανεπίτρεπτα η επιβολή της ενημέρωσης και η απόσπαση της συναίνεσης για τον εμβολιασμό, γεγονός που οδηγεί στην υποχρεωτικότητα τα άτομα που δεν επιθυμούν να επιλέξουν ως τρόπο προστασίας τον εμβολιασμό και έτσι εγείρεται έντονο ζήτημα συνταγματικής τάξης.

Αυτό άλλωστε ενδυναμώνεται και από τον χρόνο εξαγγελίας έκδοσης του εν λόγω διατάγματος που «κατά περίεργο τρόπο» συνέπεσε με την επόμενη της ημερομηνίας ολοκλήρωσης των εργασιών της Βουλής (23/3/2021), γεγονός που καταδεικνύει ότι μόνον τυχαίος δεν ήταν ο χρόνος εξαγγελίας.

Όλα τούτα δημιουργούν εύλογα ερωτηματικά αναφορικά με τη συνταγματικότητα των εν λόγω διατάξεων που σαφέστατα επιτείνεται και ευθέως διασυνδέεται με την πολιτική ατολμία, αναποτελεσματικότητα και ευθύνη της κυβέρνησης να θεσπίσει τη μεταρρύθμιση της Δικαιοσύνης και πιο συγκεκριμένα τη λειτουργία του Ανώτατου Δικαστηρίου ως Συνταγματικού, γεγονός που θα είχε ως απαρέγκλιτη συνέπεια τη πρόβλεψη των απαιτούμενων ένδικων μέσων και βοηθημάτων για την ταχεία διάγνωση της συνταγματικότητας των διαταγμάτων αυτών.

Τούτο σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η κυβέρνηση απέτυχε να θεσπίσει με νόμο (όχι με διάταγμα για ορισμένο χρόνο) το πλαίσιο για την παύση των εκποιήσεων, το πλαίσιο για την αφερεγγυότητα, την παύση των εξώσεων λόγω μη καταβολής μισθωμάτων, το πάγωμα των δόσεων προς τις τράπεζες, την παύση των ατομικών διώξεων εξαιτίας της πανδημίας, να εδραιώσει την επιδότηση των ενοικίων και κατέδειξε ότι απέτυχε στη νομική και πολιτική αποστολή της να προστατεύσει αποτελεσματικά τους πολίτες και τις παραγωγικές τάξεις της χώρας και πρέπει να λάβει εκκωφαντικά το μήνυμα της αποτυχίας της αυτής στις προσεχείς Βουλευτικές εκλογές του Μαΐου 2021.

*Δρ. Αλέξιος Χ. Κωνσταντίνου, Δικηγόρος / Ακαδημαϊκός, Υποψήφιος Βουλευτής Αμμοχώστου με το Κίνημα «Αλληλεγγύη»