«Σαγιονάρες, παντόφλες, σανδάλια, ο παπουτσάς». «Εφημερίδες, εφημερίδες…». «Μπακίρια γανώνω». Αυτές και άλλες φράσεις αποτελούν αναπόσπαστα κομμάτια των παιδικών αναμνήσεων. Όχι πάρα πολλά χρόνια πίσω, αλλά σίγουρα μια εποχή που έφταναν προς το τέλος τους επαγγέλματα του τότε που σήμερα έχουν σχεδόν εξαφανισθεί. Και κάποια από αυτά στην εποχή των πολυεθνικών, των golden boys, των σύγχρονων επαγγελμάτων, ακούγονται ξένα, παράξενα και λέξεις άγνωστες, σαν τις κασέτες του ραδιοφώνου που μας μεγάλωσαν.
Επαγγελματίες που είτε δεν είχαν στέγη και το «μαγαζί» τους ήταν ο δρόμος, είτε είχαν, αλλά κάποιες ημέρες μέσα στην εβδομάδα έπαιρναν τα φορτηγάκια τους και πήγαιναν σε χωριά της επαρχίας και πωλούσαν την πραμάτειά τους.
Μεγάλωσα σε χωριό της επαρχίας και οι παιδικές μου αναμνήσεις ανακατεμένες με χρώματα, αρώματα, γέλια, και τις ντουντούκες των πλανόδιων επαγγελματιών που θυμάμαι να τους περιμένουμε πώς και πώς να έρθουν. Στο σήμερα είναι μια γλυκιά ανάμνηση με ανάμεικτα συναισθήματα: χαρά που πρόλαβα αυτή την εποχή, λύπη που η σκόνη ήρθε και κάλυψε αυτά τα επαγγέλματα που έχουν σχεδόν εξαφανισθεί, έχοντας πάρει τη θέση τους στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.
Ακούγεται ως αστείο, αλλά η μάνα μου τα προικιά και των τριών αδελφών τα έφτιαξε στο δρόμο. Μια φορά το 15νθημερο ερχόταν το φορτηγό με τον έμπορα που πωλούσε είδη προικός (σεμεδάκια, κεντήματα, κουβέρτες, τραπεζομάντηλα κ.α) και όλες οι γυναίκες της γειτονιάς μαζεύονταν για να δούνε τι ωραίο καινούργιο έφερε. Μάλιστα, η συναλλαγή δεν γινόταν με χρήματα, αλλά με λάδι.
Γενικά, το λάδι το προτιμούσαν οι περισσότεροι πλανόδιοι έμποροι, οπότε κάθε χρονιά, η μάνα μου έβαζε στην άκρη μία λίμπα για τις αγορές. Εκτός από την προίκα, υπήρχε ο έμπορος που ερχόταν από την Αθήνα κάθε Κυριακή και πωλούσε παπούτσια. Κάθε Παρασκευή είχαμε τον έμπορο με τα ρούχα, ενώ μέσα στην εβδομάδα έρχονταν ο ψαράς από το Κιάτο για να πουλήσει φρέσκο ψάρι, ο μανάβης, ο κοτοπουλάς, ο αλευράς και πάει λέγοντας.
Μία φιγούρα ιδιαίτερα συγκινητική. Κουβαλώντας στην πλάτη του τα εργαλεία της δουλειάς, καλούσε με τη στεντόρεια φωνή του τις γυναίκες της γειτονιάς να φέρουν τα μπακίρια τους για γάνωμα. Τα χάλκινα οικιακά σκεύη, όπως τα καζάνια, τα κουτάλια, τα πιρούνια χρειάζονταν, συχνά πυκνά, γαλβανισμό και στίλβωμα με κασσίτερο, ή αλλιώς γάνωμα.
Συνήθως, φιλοξενούνταν στην αυλή ενός σπιτιού, όπου έστηνε την γκαζιέρα του κι εκεί όλες οι νοικοκυρές έφερναν τα σκεύη τους για το «γάνωμα», το οποίο επιβαλλόταν για λόγους υγείας, κυρίως σε εκείνα που χρησιμοποιούσαν στο μαγείρεμα.
Αν και σήμερα ακόμα φτιάχνουν ξυλόφουρνους, τα χρόνια εκείνα υπήρχαν χτίστες ειδικοί στην κατασκευή τους μιας και τους έφτιαχναν με τρόπο παραδοσιακό. Συγκεκριμένα, έφτιαχναν τον ξυλόφουρνο με τσιμεντόλιθους με τους οποίους σχημάτιζαν τη βάση του φούρνου. Με κομμάτια από σπασμένα κεραμίδια, παλιά τούβλα και πέτρες για την κατασκευή του θόλου του (το γνωστό καλούπι). Με χώμα που ο χτίστης πρώτα το κοσκίνιζε και κατόπιν το έκανε λάσπη που λειτουργούσε ως πηλός και άχυρα που τα ανακάτευε με τον πηλό. Και μπορεί κάποιοι να πιστεύουν πως δεν ήταν και τόσο δα δύσκολη η κατασκευή, όμως, έπρεπε τα χέρια σου να πιάνουν και να είσαι καλός μάστορας για να έχει ο φούρνος και απόδοση στο ψήσιμο.
Χαρακτηριστική φιγούρα και αυτή, με κύριο χαρακτηριστικό πως ο τσαμπάσης (μεταπράτης ζωέμπορος της εποχής εκείνης) ήταν συνήθως ατσίδας στις αγοροπωλησίες. Συνήθως ερχόταν σε ζωοπανηγύρεις, όπου πριν την αγγελία της εκτίμησης, ζύγιζε το ζώο «με το μάτι», το ψηλάφιζε και με διάφορους τρόπους διαπίστωνε αν έκανε ή όχι και αν άξιζε πολλά.
Μέχρι και πριν λίγα χρόνια στην επαρχία υπήρχαν εισπράκτορες σε λεωφορεία στα εσωτερικά δρομολόγια. Και τώρα υπάρχουν, όχι όμως, με τον παραδοσιακό τρόπο, αλλά κυρίως με τη μορφή ελεγκτή που ανεβαίνει σε κάποια από τις στάσεις κι ελέγχει τα εισιτήρια. Πώς ήταν ο εισπράκτορας του τότε;
Καθισμένος συνήθως σε ειδικά διαμορφωμένη θέση στο πίσω μέρος του λεωφορείου, έκοβε κατά την είσοδο των επιβατών τα εισιτήρια, ανήγγειλε τις στάσεις των λεωφορείων, ή συνέβαλε στο ανεβοκατέβασμα των επιβατών, δίνοντας οδηγίες. Ήταν επίσης δέκτης των παραπόνων των επιβατών αφού θεωρούνταν υπαίτιος για τυχόν καθυστερήσεις ή προβλήματα που προέκυπταν.
«Καρέκλες διορθώνω. Ο καρεκλααάς!». Ακόμα αντηχεί στα αυτιά μου η δυνατή φωνή του καρεκλά που ερχόταν μία στο τόσο στο χωριό. Και ομολογώ πως ήταν από τις αγαπημένες μου διαδικασίες η επισκευή της ψάθινης καρέκλας (ναι, τότε δεν είχαμε τις σύγχρονες καρέκλες) και μου άρεσε να παρακολουθώ τον μάστορα να βρέχει το χόρτο που είχε φέρει μαζί του για να μαλακώσει και να είναι ευκολότερο το πλέξιμο της ψάθινης βάσης. Κι αφού τελείωνε το πλέξιμο, έκοβε με τον τσεκμέ τις άκρες του χόρτου που προεξείχαν κι έτοιμη η καρέκλα, την είχε κάνει σαν καινούργια.
Βέβαια και τα παραπάνω επαγγέλματα, αλλά και κάποια άλλα, υπήρχαν και στις πόλεις ή στα μεγάλα αστικά κέντρα. Ας δούμε, ποια συναντούσαμε παλιά στις πόλεις.
Τότε που η ΟΥΛΕΝ δεν υπήρχε ακόμα, ο γνωστός ολυμπιονίκης Σπύρος Λούης συνήθιζε να μεταφέρει νερό στα λίγα τότε σπίτια του Αμαρουσίου. Το επάγγελμά του ήταν νερουλάς και έπρεπε να προμηθεύει με νερό τη σταθερή του πελατεία.
Νερουλάδες σε πολλές πόλεις υπήρχαν μέχρι πρόσφατα, ενώ σε αυτή την περίπτωση δεν μπορούμε να πούμε ότι έχει εξαφανισθεί εντελώς ως επάγγελμα, μιας και υπάρχουν ακόμα περιοχές που το νερό δεν είναι πόσιμο. Και ο νερουλάς με το φορτηγό του φέρνει καλό και καθαρό νερό, με τους κατοίκους να βγαίνουν έξω με τα παγούρια τους, τα οποία γεμίζει.
Μία δουλειά που μόνο εύκολη δεν τη λες, αφού και πολλές ώρες είναι στο δρόμο, προκειμένου να εξυπηρετήσει την πελατεία, αλλά και βάρος και κόπο από το κουβάλημα έχει.
«Εφημερίδες , εφημερίδες, έκτακτο παράρτημα….». Κλασική φιγούρα, την οποία μας φέρνουν ξανά και ξανά στη θύμηση σκηνές από παλιές ελληνικές ταινίες. Ο λόγος, φυσικά, για τον πλανόδιο εφημεριδοπώλη, που περιφερόταν στους δρόμους διατυμπανίζοντας τα νέα της ημέρας.
Οι πλανόδιοι εφημεριδοπώλες παραλάμβαναν τις εφημερίδες από τα Πρακτορεία Διανομής Τύπου και προωθούσαν την καθημερινή κυκλοφορία του ελληνικού τύπου περπατώντας στους κεντρικούς δρόμους της πόλης το. Εκτός από τους περαστικούς έκανε και τη διανομή στα σπίτια, κάποιοι με τα ποδήλατά τους, που αποτελούσαν και τους μόνιμους πελάτες του.
Μέχρι και πριν κάποια χρόνια υπήρχε ως επάγγελμα ο πλανόδιος γαλατάς, που σήμερα έχει σχεδόν εκλείψει. Ο γαλατάς εργαζόταν στα μεγάλα αστικά κέντρα και όχι στα χωριά, καθώς εκεί υπήρχε η δυνατότητα, εξ ανάγκης, για άμεση πώληση φρέσκου γάλακτος.
Αναλάμβανε τη διάθεση του γάλακτος και άλλων γαλακτοκομικών προϊόντων (όπως γιαούρτι ή βούτυρο) στα σπίτια. Το μεταφορικό του μέσο αρχικά ήταν ένα μουλάρι και κατόπιν ένα ποδήλατο ή μηχανοκίνητο δίτροχο.
Στα παιδικά του χρόνια και συγκεκριμένα μόλις τελείωσε το δημοτικό, δούλεψε ως γαλατάς στο γαλατάδικο του πατέρα του στου Ψυρρή, ο Γιώργος Φούντας, ο οποίος γύριζε όλη την Αθήνα με το ποδήλατό του.
Λευκωσία Αγαπίου Ελένη Λεωφ. Αμμοχώστου 19 Αγλαντζιά 22314634 Κοντόπουλου Άννα Περικλέους 15Β Στρόβολος 22752927 Κυπριανού…
Λευκωσία Γεωργίου Σούλα Βασιλέως Παύλου Α' 12Α Λευκωσία 22672502 Παπαβαρνάβας Βαρνάβας Αρμενίας 67β Στρόβολος 22264999…
Της Αναστασίας της Φαρμακολύτριας και του Αγίου Ζωίλου είναι σήμερα, Κυριακή 22 Δεκεμβρίου.Τα ονόματα που…
Λευκωσία Παφίτης Γιώργος Λυκαβυτού 42 Β Έγκωμη 22658161 Βασιλείου Αγγελική Χάρη Γρούτα 8, Κατ. 5…
Λευκωσία Μήτση Μάγδα Πινδάρου 18 Λευκωσία 22750672 Τρακκούδη - Κυπριανού Μαρία Αντρέα Αβρααμίδη 88Β Στρόβολος…
Λευκωσία Κυριακούδης Μιχάλης Πινδάρου 8 Λευκωσία 22344877 Γοτουχίδης Γεώργιος Αχαιών 5 Έγκωμη 22420303 Κουράτου Γιώργος…