Πριν από 90 χρόνια, ο οικονομικός αρχιτέκτονας του νέου κόσμου Τζον Μέιναρντ Κέινς τόλμησε μια πρόβλεψη.
Οι κοινωνίες στον 21ο αιώνα θα έχουν συσσωρεύσει τόσο πλούτο στα χέρια τους, υπέθετε, που οι άνθρωποι δεν θα χρειάζεται πια παρά να δουλεύουν μόλις 15 ώρες τη βδομάδα.
Ο κορυφαίος βρετανός οικονομολόγος, η σκέψη του οποίου καθόρισε το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, αναρωτιόταν μάλιστα στο σύγγραμμά του «Οικονομικές πιθανότητες για τα εγγόνια μας» το 1930 τι στο καλό θα κάναμε όλη τη μέρα αν εργαζόμασταν μόλις 3 ώρες!
Η οικονομία θα γίνει τόσο παραγωγική και οι άνθρωποι τόσο αποδοτικοί στα επαγγελματικά καθήκοντά τους τον επόμενο αιώνα, έγραφε χαρακτηριστικά, που μόλις και μετά βίας θα χρειάζεται να δουλεύουν.
Και για λίγο έμοιαζε να έχει δίκιο: το 1930 η μέση εργασιακή εβδομάδα ήταν στις 47 ώρες, ενώ το 1970 είχε πέσει στις 39 ώρες. Δίκιο είχε όμως και για την οικονομική ευημερία, καθώς ως Δύση πλουτίσαμε πράγματι και μάλιστα περισσότερο απ’ όσο υπέθετε ο Κέινς. Μόνο που δεν δουλεύουμε 15 ώρες τη βδομάδα. Δουλεύουμε 40 και περισσότερες. Και κάποιοι πολύ περισσότερες, όσες και στις μέρες του Βρετανού δηλαδή.
Η λεγόμενη «Εποχή Κέινς» (η χρυσή τριακονταετία 1945-1975) ήρθε και παρήλθε και ο κορυφαίος οικονομολόγος διαψεύστηκε σε όλα. Ακόμα και οι πλούσιοι, που έγιναν πλουσιότεροι απ’ όσο μπορούσε ποτέ να φανταστεί η θεωρητική του ματιά, δουλεύουν άπειρες ώρες. Τι συνέβη;
Έκανε λάθος ο άνθρωπος που διαμόρφωσε την οικονομική και πολιτική πραγματικότητα των μεταπολεμικών δεκαετιών, παίρνοντας από το χέρι τον δυτικό κόσμο και οδηγώντας τον ως και τη δεκαετία του 1980; Ή μήπως κάναμε εμείς;
Δεν θα ήταν ακριβώς μυστήριο αν ο Κέινς είχε κάνει λάθος στην αυξημένη παραγωγικότητα των κοινωνιών που έβλεπε σε 100 χρόνια. Η οποία θα ανέβαζε το βιοτικό επίπεδο «μεταξύ 4-8 φορές απ’ ό,τι είναι σήμερα». Δεν είχε όμως άδικο, είχε απόλυτο δίκιο. Σύμφωνα με τον καθηγητή οικονομικής επιστήμης του Χάρβαρντ, Benjamin M. Friedman, η αμερικανική τουλάχιστον οικονομία «είναι καθ’ οδόν για να αγγίξει την οχταπλάσια πρόβλεψη του Κέινς» μέχρι το 2029.
Σε άρθρο του το 2017, ο καθηγητής προσπαθεί να καταλάβει γιατί η αυξημένη παραγωγικότητα δεν οδήγησε σε περισσότερο ελεύθερο χρόνο. Γιατί αναδύθηκε ο καταναλωτισμός, μας λέει, και οι άνθρωποι δεν είμαστε ποτέ ικανοποιημένοι με το επίπεδο του υλικού πολιτισμού που απολαμβάνουμε.
Θέλουμε συνεχώς περισσότερα λεφτά για να κατέχουμε περισσότερα πράγματα. Αν και αυτό δύσκολα εξηγεί την αποτυχία του κεϊνσιανού μοντέλου: «Αυτό το επιχείρημα είναι στην καλύτερη ανεπαρκές. Αν αυτός ήταν ο λόγος, γιατί τότε μειώθηκε αρχικά η διάρκεια της εργασιακής εβδομάδας;».
Μήπως είναι οι αβυσσαλέες κοινωνικο-οικονομικές ανισότητες, αναρωτιέται ο Friedman, που δεν αφήνουν τους καρπούς της αυξημένης παραγωγικότητας να μοιραστούν σε όλους; Μήπως οι περισσότεροι παραείναι με δυο λόγια φτωχοί ώστε να δουλεύουν λιγότερο;
Αυτό είναι πιο πιθανό, μας λέει, καθώς εδώ ταιριάζουν και οι χρονολογίες: η ανισότητα μειώθηκε στις δυτικές κοινωνίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο, όπως έκαναν και οι εβδομαδιαίες ώρες εργασίας. Μετά τη δεκαετία του 1970 όμως αυξήθηκε και πάλι και «μάλιστα δραματικά», όπως εξηγεί χαρακτηριστικά.
Η υπόθεση του Κέινς βασιζόταν στην πεποίθηση πως το βιοτικό επίπεδο θα συνέχιζε να αυξάνεται για όλους. Μόνο που αυτό δεν συνέβη, διατείνεται ο Friedman. «Για τους περισσότερους ανθρώπους, η μαγεία της αυξημένης παραγωγικότητας σταμάτησε να δουλεύει γύρω στο 1973 και έπρεπε τώρα να δουλεύουν τόσο όσο και πριν για να διατηρήσουν το βιοτικό τους επίπεδο».
Το ίδιο ακριβώς διερωτάται και ο Robert Skidelsky, ο βασικός βιογράφος του Κέινς, στο βιβλίο του «How Much Is Enough? Money and the Good Life». Και μας λέει πως ο οικονομολόγος έκανε λάθος πιστεύοντας ότι τα ανθρώπινα θέλω έχουν τέλος.
«Ο Κέινς απέτυχε να διακρίνει τις επιθυμίες από τις ανάγκες. Στην πραγματικότητα, χρησιμοποιεί αδιάκριτα τους δύο όρους σε όλη την πραγματεία του … Ο Κέινς σκέφτηκε πως όσο γινόμαστε πλουσιότεροι, κάθε επιπρόσθετη μονάδα χρημάτων θα είχε όλο και λιγότερη αξία για μας, μέχρι το σημείο που δεν θα είχε πια νόημα για μας να επιδιώκουμε περισσότερα».
Αυτό ήταν το λάθος του, θεωρεί ο Skidelsky, πως «μια μέρα θα ήμασταν πλήρως ικανοποιημένοι, κάτι που θα μας άφηνε ελεύθερους για ‘‘ανώτερα πράγματα’’. Τώρα ξέρουμε καλύτερα. Η εμπειρία μάς έχει διδάξει πως οι υλικές επιθυμίες μας δεν γνωρίζουν όρια, πως επεκτείνονται χωρίς τέλος, εκτός κι αν τις περιορίσουμε συνειδητά».
Ίσως είναι αυτό, πως τα σύγχρονα υπερκαταναλωτικά ήθη εδράζονται ακριβώς στην απεριόριστη αυτή αύξηση των θέλω. Ο καπιταλισμός μας έχει δώσει πλούτο πέρα από κάθε φαντασία, μπορεί όμως να μας στέρησε το μεγάλο πλεονέκτημα του χρήματος: να ξέρεις πότε έχεις αρκετά και να σταματάς. Ο Skidelsky διερωτάται αν αυτό είναι κάτι εγγενές στον καπιταλισμό ή αν είναι αντιθέτως παράπλευρη απώλεια των καταναλωτικών ηθών της σύγχρονης εποχής και του θριάμβου της διαφήμισης και του μάρκετινγκ.
Είναι όμως και κάτι ακόμα που πιθανότατα δεν έβαλε στην εξίσωση ο μεγάλος οικονομολόγος: την ανάγκη για κύρος και κοινωνικό πρεστίζ. Όταν ικανοποιηθούν οι βασικές μας ανάγκες (και κάποιες φορές ακόμα και πριν από αυτό), τα χρήματά μας πηγαίνουν στη διόγκωση του εγώ μας.
Αυτό υποστηρίζει ο Skidelsky, πως είναι ο καταναλωτισμός που συνδέεται με το κοινωνικό στάτους αυτός που δεν υπολόγισε ο Κέινς και του χάλασε τη συνταγή. Από ένα οικονομικό επίπεδο και πάνω, όταν εξασφαλίσεις δηλαδή τα προς το ζην, η πλειονότητα των χρημάτων κατευθύνεται σε αντικείμενα που δεν χρειαζόμαστε πραγματικά, λειτουργούν απλώς ως σύμβολα οικονομικής ευημερίας και κοινωνικής καταξίωσης.
«Εμφανή κατανάλωση» χαρακτηρίζει η ψυχολογία της οικονομίας αυτού του τύπου το ξόδεμα των χρημάτων, ένας όρος που υπάρχει στην κοινωνιολογία και τα οικονομικά ήδη από το 1899 και τη θεωρητική δουλειά του Θορστάιν Βέμπλεν περί καταναλωτικής συμπεριφοράς.
Κι ενώ δεν είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς πώς ο κοινωνικός αυτός διαγωνισμός πυροδοτεί οικονομικές σπατάλες, μπορεί να μην είναι ολότελα ξεκάθαρο γιατί καταλήγει σε μια ατέλειωτη αύξηση των επιθυμιών μας. Η σηματοδότηση του στάτους από την κατανάλωση, αυτό το «κατέχω, άρα είμαι», είναι κι αυτή ένα αγαθό που εξελίσσεται και αλλάζει μορφές.
Δεν έχει προφανώς σημασία ότι είμαστε πλουσιότεροι από τη δεκαετία του 1930. Αυτό που μετράει είναι το πού βρισκόμαστε στην εισοδηματική ιεραρχία και το πόσα πρέπει να ξοδέψουμε για να παραμείνουμε εκεί. Χαρακτηριστική -και ξεκαρδιστική- είναι εδώ η απορία του θρύλου της διαφήμισης Rory Sutherland για τα τυριά των δεξιώσεων.
«Δεν ξέρω αν το έχετε παρατηρήσει», έγραφε τον Ιούλιο του 2016 στο «The Spectator», «αλλά οι νόμοι της μεσαίας τάξης απαιτούν πια πως ο δίσκος με τα τυριά σε κάθε δεξίωση πρέπει να περιέχει υποχρεωτικά δύο τυριά που δεν είναι και πολύ νόστιμα». Κι ενώ προβληματιζόταν για καιρό για την ύπαρξή τους, βρήκε τελικά την απάντηση: «Μέχρι που συνειδητοποίησα πως αυτά τα τυριά δεν αγοράζονταν για να φαγωθούν, αλλά για να πιστοποιήσουν την εκλέπτυνση της περίστασης».
Σύμβολα κύρους τα τυριά που δεν έτρωγε κανείς δηλαδή και τα παραδείγματα είναι εδώ ανεξάντλητα, έχοντας δομήσει πάνω τους τις ζωές μας.
Ο Skidelsky υποδεικνύει όμως άλλον έναν παράγοντα: τις πολιτισμικές διαφορές. Οι Αμερικανοί, μας λέει, δουλεύουν κατά μέσο όρο 400 ώρες περισσότερο τον χρόνο από τους Γερμανούς. Γιατί;
«Σε μια κοινωνία μεταναστών όπως η Αμερική, το να βγάζεις λεφτά θεωρήθηκε ο βασιλικός δρόμος προς την επιτυχία. Στην Ευρώπη, η κληρονομιά της ιεραρχικής κουλτούρας που περιόριζε τις ευκαιρίες πλουτισμού τόσο στην κορυφή όσο και τη βάση οδήγησε στην υιοθέτηση τρόπων ζωής που υποβάθμιζαν την παραγωγή χρημάτων ως στόχο»…
Ήταν όμως πραγματικά λάθος η πρόβλεψη του Κέινς ή μήπως αποδείχτηκε υπερβολικά αισιόδοξος το 1930 για το οικονομικό μέλλον της ανθρωπότητας (της Δύσης, εν προκειμένω); Αν το οικονομικό σύστημα έχει γίνει σήμερα τοξικό, σημαίνει αυτό πως δεν υπάρχουν πράγματι οι δυνατότητες για μας και τα εγγόνια μας να ζήσουμε με ευημερία;
Ο Friedman λέει εδώ πως η πραγματικότητα αποδείχτηκε πολύ πιο σκοτεινή από το όραμα του μεγάλου θεωρητικού της οικονομίας. Εκείνος πίστευε πως οι αγορές μπορούν να εξημερωθούν, να δαμαστούν, η σημερινή καθημερινότητα σκιαγραφεί όμως μια εικόνα τελείως διαφορετική.
Όπως λέει ο καθηγητής, η ελαστική αγορά εργασίας σημαίνει πως εκατομμύρια άνθρωποι «αποζητούν απεγνωσμένα κάθε χαμηλό μεροκάματο που μπορούν να βρουν». Την εκτίμησή του επιβεβαίωσε πρόσφατα μελέτη της Marketplace που βρήκε πως οι μισοί σχεδόν εργάτες των ΗΠΑ που πληρώνονται με την ώρα δεν ανησυχούν πως δουλεύουν πολύ, αλλά αντιθέτως πολύ λίγο. Γιατί προφανώς χρειάζονται κάθε δολάριο που θα πέσει στο χέρι τους.
Η ερώτηση που θα πρέπει λοιπόν να ρωτήσουμε ως άτομα και ως κοινωνίες είναι η εξής: αν οι πλούσιοι, αυτοί που καρπώθηκαν τελικά τα οφέλη της αυξημένης κεϊνσιανής παραγωγικότητας, μπορούν να δουλεύουν λιγότερο, γιατί δεν το κάνουν; Για τη συλλογιστική του Friedman, είναι γιατί αγαπούν απλώς αυτό που κάνουν και επενδύουν χρόνο και ενέργεια. Δεν είναι βάρος για τις ζωές τους, είναι ευχαρίστηση και αυτοπραγμάτωση.
Η ευημερία που ευαγγελίστηκε ο Κέινς είναι πιθανότατα εδώ. Η οικονομία, ως ολότητα, έχει αναπτυχθεί ακόμα περισσότερο και από τις πιο ελπιδοφόρες προβλέψεις του. Απλώς δεν αφορά στους περισσότερους, που πρέπει να δουλεύουν τόσο κι άλλο τόσο για να διατηρήσουν ένα αξιοπρεπές επίπεδο ζωής.
Το πέτυχε αυτό το περιβόητο 1%, το αναζητεί ακόμα το υπόλοιπο 99%…
Discussion about this post