Αποτελεί το εντυπωσιακότερο πλήγμα που κατάφερε ο αριστερός Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδος, στην ηγετική δομή των αντιπάλων του κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, και δη στο κέντρο της Αθήνας.
Είναι Μεγάλο Σάββατο, 1η Μαΐου του 1948. Η ώρα είναι περίπου 08:30 το πρωί όταν ο 57χρονος υπουργός Δικαιοσύνης Χρήστος Λαδάς, έμπειρος νομικός και στέλεχος του Κόμματος των Φιλελευθέρων, βγαίνει από το διώροφο σπίτι του επί της οδού Αγίου Γεωργίου Καρύτση 4, μαζί με τη σύζυγό του Αλεξάνδρα και την 10χρονη κόρη τους, Ηλέκτρα. Ο σοφέρ του υπηρεσιακού οχήματος που τον περιμένει, ανοίγει την πόρτα.
«Δεν θα μπω ακόμη. Πάω ν’ ανάψω ένα κερί στον Άγιο Γιώργη. Περίμενέ με εις την εξώθυραν της εκκλησίας» θα του πει. Εισέρχονται οικογενειακώς στον ιερό ναό και μετά από περίπου ένα τέταρτο η σύζυγός του με την μικρή Ηλέκτρα γυρίζουν στο σπίτι που ήταν λίγα μέτρα πιο πέρα και ο Λαδάς επιβιβάζεται στο αυτοκίνητο, μια μαύρη απαστράπτουσα Buick προκειμένου να μεταβεί στο υπουργείο. Κάθεται στο πίσω κάθισμα. Στο τιμόνι βρίσκεται ο οδηγός του, Σταύρος Μενουδάκης και στη θέση του συνοδηγού ο αστυφύλακας της προσωπικής του ασφάλειας, Σπυρίδων Αγγέλου.
Η λιμουζίνα κινείται με χαμηλή ταχύτητα λόγω του πλήθους των πιστών που βρίσκονται περιμετρικά της εκκλησίας.
Στις 08:55 π.μ. το βαρύ όχημα είναι ακόμη μπροστά από το μέγαρο του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός», απέναντι δηλαδή από τον ιερό ναό, και επιχειρεί να κατευθυνθεί προς την οδό Εδουάρδου Λω. Εκείνη τη στιγμή πλησιάζει το αυτοκίνητο ένας νεαρός μετρίου αναστήματος, φορώντας στολή σμηνία. Στο χέρι κρατάει μια χειροβομβίδα.
Την απασφαλίζει, και τη ρίχνει με δύναμη στο πίσω τζάμι το οποίο σπάσει, με αποτέλεσμα ο ωοειδής εκρηκτικός μηχανισμός να πέσει μέσα στη λιμουζίνα. Ο άγνωστος μέχρι εκείνη τη στιγμή άνδρας, σκύβει για να προφυλαχθεί από τα θραύσματα.
Μέχρι να εκραγεί να περάσουν μερικά δευτερόλεπτα μέσα στα οποία ο οδηγός φρενάρει πιστεύοντας ότι κάποιος πέταξε πέτρα στο αμάξι και μαζί με τον αστυνομικό φρουρό ανοίγουν τις πόρτες πετάγονται έξω για να πιάσουν τον δράστη. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή γίνεται η έκρηξη. Ο Χρήστος Λαδάς τραυματίζεται πολύ σοβαρά στη δεξιά και την αριστερή οσφυϊκή χώρα ενώ θραύσματα έχουν εισχωρήσει στο κρανίο.
Το πίσω μέρος της λιμουζίνας πιάνει φωτιά. Ο οδηγός τρέχει να βοηθήσει τον αιμοραγούντα υπουργό που κινδυνεύει να καεί και ο σωματοφύλακάς του με το περίστροφο στο χέρι αρχίζει να καταδιώκει τον δράστη.
Παράλληλα αστυφύλακες που βρίσκονταν εντός και εκτός του ναού αρχίζουν επίσης να κυνηγάνε τον τρομοκράτη. Φοβούμενοι ότι μπορεί να διαφύγει τον πυροβολούν. Εκείνος σκύβει, βγάζει μια δεύτερη χειροβομβίδα και την εκσφενδονίζει με αποτέλεσμα να τραυματίσει σοβαρά τους αστυφύλακες Παναγιώτη Λιακόπουλο, Ευστάθιο Καράτζαλη και Αθανάσιο Πινακούλια, ο οποίος και θα εκπνεύσει λίγα λεπτά αργότερα κατά τη μεταφορά του στο νοσοκομείο.
Ο δολοφόνος σηκώνεται και αρχίζει πάλι να τρέχει, αλλά ένας στρατιώτης ονόματι Γεώργιος Παναγιέρης που αντιλαμβάνεται τι έχει συμβεί, του βάζει τρικλοποδιά και τον ρίχνει κάτω.
Ο θύτης θα βγάλει και τρίτη χειροβομβίδα αλλά αυτή τη φορά δεν θα προλάβει να εκραγεί. Πέφτουν πάνω του αστυνομικοί και τον συλλαμβάνουν, την ίδια ώρα που ασθενοφόρα έχουν σπεύσει να παραλάβουν το τραυματισμένο μέλος της κυβέρνησης συνασπισμού του φιλελεύθερου πρωθυπουργού Θεμιστοκλή Σοφούλη και τους υπόλοιπους τραυματίες αστυνομικούς, καθώς επίσης και έναν 17χρονο μαθητή, τον Βασιλειο Καρρά (ή Καφά) που χτυπήθηκε από θραύσμα χειροβομβίδας.
Όλοι τους μεταφέρονται εσπευσμένα στον Ερυθρό Σταυρό, ενώ ο δράστης διακομίζεται στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο με πολλαπλά τραύματα, το ένα εκ των οποίων στον θώρακα. Ο Λαδάς μπαίνει σε κωματώδη κατάσταση στο χειρουργείο, από το οποίο θα βγει στις 11:30 π.μ.
Ο υπουργός Υγιεινής, γιατρός Απόστολος Ορφανίδης θα ανακοινώσει στον Τύπο ότι «ο κ. Λαδάς φέρει τραύμα της αριστερής βρεγματικής χώρας, βάθους 5 – 6 εκατοστομέτρων και κάταγμα του κρανίου με τρώσιν (σ.σ. τραυματισμό) της εγκεφαλικής ουσίας, ευτυχώς μικράς εκτάσεως. Εγένετο ανάτρησις (σ.σ. διάνοιξη της οστικής κοιλότητας) του κρανίου και αφηρέθησαν παρασχίδες (σ.σ. μικρά θραύσματα) του οστού του κρανίου.
Μια εξ αυτών είχε τρώσει τον εγκέφαλον. Εκ των ανασκοπήσεων διεπιστώθη ότι δεν υπάρχουν θραύσματα χειροβομβίδος εντός του εγκεφάλου. Εις την οσφυϊκήν χώραν υπάρχει έτερον τραύμα. Εκ των διαπιστωθέντων πάντως τραυμάτων, δεν δικαιολογείται μέχρι στιγμής η κατάστασις την οποίαν παρουσιάζει ο κ. Λαδάς. Είναι βέβαια εις κρίσιμον θέσιν, αλλά όχι και απελπιστικήν».
Στο νοσοκομείο αρχίζουν να φθάνουν αρχικά υπουργοί, προκειμένου να έχουν ιδίαν αντίληψη για την κατάσταση του συναδέλφου τους, και ακολούθως ο πρωθυπουργός Θεμιστοκλής Σοφούλης με τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Κωνσταντίνο Τσαλδάρη, αλλά και ο βασιλεύς Παύλος Α’.
Η ιατρική ομάδα αναθαρρεί όταν βλέπει τον τραυματία να αντιδρά στα ερεθίσματα των κάτω άκρων και των οφθαλμών του. Μάλιστα όπως αναφέρει ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Κάρολος Μωραΐτης στο βιβλίο του «Σκοτώστε τον Χρήστο Λαδά» (εκδόσεις Λεξίτυπον), στις 12:15 το μεσημέρι η πίεσή του είχε πέσει από το 15,5 στο 14 και οι σφυγμοί του ήταν κανονικοί.
Το απόγευμα θα τον επισκεφθεί και ο ιατροδικαστής Δημήτριος Καψάσκης που θα εκφράσει τη γνώμη πως εάν η κατάσταση εξακολουθεί να βελτιώνεται, ή τουλάχιστον να μην επιδεινώνεται, και τις επόμενες 10 – 15 ώρες τότε οι ελπίδες να σωθεί ο υπουργός Δικαιοσύνης αυξάνονται κατά πολύ. Στις 19:00 εκδίδεται νέο ιατρικό ανακοινωθέν βάσει του οποίου:
«Η κατάστασις της υγείας του υπουργού κ. Λαδά εξακολουθεί να είναι βαρεία. Σφυγμός καλός, πυρετός 40. Η μέχρις ώρας μη επιδείνωσις της καταστάσεώς του είναι παρήγορος. Η αποψινή νύκτα θα κρίνει την όλην κατάστασιν. Οι ιατροί, Ορφανίδης, Κούριας».
Δυστυχώς όμως ο τραυματίας δεν θα ξυπνήσει ποτέ από τον λήθαργο. Τα αντανακλαστικά των άκρων και των οφθαλμών που προς στιγμή αντιδρούσαν, γρήγορα παρήλθαν βυθίζοντας ακόμη περισσότερο στο κώμα τον Λαδά. Ο πυρετός του τις επόμενες ώρες θα ανέβει στους 41 βαθμούς Κελσίου. Στις 22:20 το βράδυ, η καρδιά του θα σταματήσει να χτυπά. Δίπλα του βρίσκονται μέχρι τέλους η γυναίκα του, η κορούλα τους, τα δύο αδέλφια του και ο υπουργός Υγιεινής, Ορφανίδης, μαζί με τον καθηγητή ιατρικής, Κούρια. Από την νεκροτομή θα προκύψει ότι ο θάνατος προήλθεν «εκ του πλήθους των μικρών εστιών αιμορραγίας αι οποίαι είχον δημιουργηθή εκ της πιέσεως των αερίων της εντός του αυτοκινήτου ριφθήσεις υπό του δράστου κομμουνιστού και εκραγείσης χειροβομβίδος».
Το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα η σωρός καλύφθηκε με την ελληνική σημαία και μεταφέρθηκε στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης Αθηνών και στις 11 το πρωί της Δευτέρας έγινε η κηδεία του δημοσία δαπάνη με τιμές αντιστρατήγου εν ενεργεία. Την ώρα που η πομπή του εκλιπόντος έφθανε στο α’ Νεκροταφείο Αθηνών, εκηδεύετο και ο άτυχος αστυφύλακας Αθανάσιος Πινακούλιας που σύμφωνα με το πόρισμα ο θάνατός του προήλθε «εκ θραυσμάτων χειροβομβίδος, τα οποία εισήλθον διά του κανθού (σ.σ. της κόγχης) του δεξιού οφθαλμού εις τον εγκέφαλον».
Από το φθινόπωρο του 1947 ο Εμφύλιος Πόλεμος έχει αρχίσει να κλιμακώνεται, περνώντας σε νέα φάση. Επί της ουσίας έχει ξεκινήσει πριν ακόμα αποχωρήσουν οι Γερμανοί κατακτητές από τη χώρα και συνεχίζεται με αυξομειώσεις συγκρούσεως όλο αυτό το διάστημα. Στην παρούσα χρονική συγκυρία τα στρατόπεδα είναι ξεκαθαρισμένα. Από τη μια πλευρά βρίσκεται ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδος (Δ.Σ.Ε.) που πρόσκειται στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος και από την άλλη ο εθνικός στρατός της χώρας που τελεί υπό την κυβέρνηση, εν προκειμένω απ’ αυτή του Θεμιστοκλή Σοφούλη που έχει συνασπίσει τόσο τις δυνάμεις του Κεντρώου χώρου όσο και της Δεξιάς.
Προκειμένου να αντιμετωπίσει τους κομμουνιστές, συρρικνώνει τη «νομιμότητα» στο ελάχιστο μέσα από μια σειρά νομοθετικών και διοικητικών πράξεων που μεταξύ άλλων θέτουν εκτός νόμου μια σειρά από αριστερές οργανώσεις και απαγορεύουν την κυκλοφορία της εφημερίδας «Ριζοσπάστης» και «Ελεύθερη Ελλάδα».
Στην αντίπερα όχθη η αμφιταλάντευση του Κ.Κ.Ε. για το εάν θα δραστηριοποιηθεί νόμιμα ή παράνομα έχει ξεκαθαρίσει. Με την απόφαση της 3ης Ολομέλειας του κόμματος, στις 11 και 12 Σεπτεμβρίου 1947, επιλέγεται η πολιτική της συνολικής ένοπλης ρήξης με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις του καθεστώτος των αστικών κομμάτων. Άλλωστε οι προθέσεις είχαν διαφανεί από την επιλογή του Κ.Κ.Ε. να απέχει από τις βουλευτικές εκλογές του 1946, γεγονός που είχε βοηθήσει στην εξασφάλιση ευρείας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας στον συνασπισμό των φιλοβασιλικών παρατάξεων.
Τέλη του 1947 είναι πλέον πασιφανές ότι έχουν παραγκωνιστεί όλες οι εναλλακτικές δυνατότητες εξεύρεσης λύσης που θα αποφόρτιζε την τεταμένη κατάσταση και οι δύο πλευρές επιδιώκουν πλέον μονάχα την στρατιωτική επικράτηση. Το υποδηλώνουν δύο σημαντικά γεγονότα:
- Πρώτον, η ανακήρυξη εκ μέρους του Κ.Κ.Ε. της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης (γνωστής και ως «Κυβέρνησης του Βουνού») στις 3 Δεκεμβρίου 1947 με πρόεδρο τον στρατηγό Μάρκο Βαφειάδη, η οποία εγκαταστάθηκε στους ορεινούς όγκους της βόρειας Πίνδου με στόχο την απελευθέρωση της χώρας από την ξενοκίνητη κυβέρνηση των Αθηνών, όπως τη θεωρούσαν, και τη διακυβέρνηση του τόπου υπό μια δημοκρατική και λαϊκή βάση. Στο πλαίσιο αυτό, παραμονή Χριστουγέννων του 1947 ο Δ.Σ.Ε. εξαπολύει επίθεση για την κατάληψη της Κόνιτσας ώστε να καταστεί η πόλη έδρα της υπό σύστασης αριστερής κυβέρνησης.
- Δεύτερον, η άμεση αντίδραση της κυβέρνησης Σοφούλη που στις 27 Δεκεμβρίου 1947 εκδίδει τον Αναγκαστικό Νόμο 509 «Περί μέτρων ασφαλείας του Κράτους, του Πολιτεύματος, του Κοινωνικού Καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών», που θέτει εκτός νόμου το Κ.Κ.Ε., το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (που ήταν το μεγαλύτερο αντιστασιακό μέτωπο στον πόλεμο κατά των ξένων κατακτητών) και την Εθνική Αλληλεγγύη (που ήταν η πρώτη πανεθνική αντιστασιακή οργάνωση που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα μετά την Κατοχή). Τον νόμο εισηγήθηκε ο υπουργός Δικαιοσύνης Χρήστος Λαδάς, που επισημαίνει ότι τόσο το Κ.Κ.Ε. όσο και οι οργανώσεις αυτές «ενεργούν κατά της ακεραιότητας της χώρας». Εδώ έρχεται και η στοχοποίησή του.
Οι διατάξεις είναι πολύ αυστηρές καθώς επισείουν βαριές ποινές για όσους προσπαθούν «διά βίαιων μέσων την ανατροπή του πολιτεύματος ή την απόσπασιν μέρους εκ του όλου της επικράτειας», που φθάνουν μέχρι την θανατική ποινή. Παράλληλα απαγορεύονται οι συγκεντρώσεις όσων προπαγανδίζουν τέτοιες ιδέες καθώς επίσης και η δημοσιοποίηση τέτοιων εκδηλώσεων από τον Τύπο. Όσοι δημόσιοι υπάλληλοι, στρατιωτικοί ή άνδρες των λοιπών σωμάτων ασφαλείας «προπαγανδίζουν κομμουνιστικάς αρχάς» απολύονται με συνοπτικές διαδικασίες. Άξιο μνείας είναι το γεγονός ότι οι ποινές επιβάλλονται από τα Στρατοδικεία.
Ως υπουργός Δικαιοσύνης ο Χρήστος Λαδάς θα υπογράψει τις εκτελέσεις χιλιάδων κομμουνιστών. Κι όμως είναι ο ίδιος άνθρωπος που ως δικηγόρος το 1925 – 1926 ήταν συνήγορος υπεράσπισης 25 διωκόμενων ηγετικών στελεχών του Κ.Κ.Ε. που είχαν παραπεμφθεί σε δίκη για εσχάτη προδοσία (μεταξύ των οποίων και ο γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής Παντελής Πουλιόπουλος) εξαιτίας της τότε θέσης του κόμματός τους περί δημιουργίας ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας, καθ’ υπόδειξη της Σοσιαλιστικής Διεθνούς. Μετά από 22 χρόνια όμως θα μετατραπεί στον βασικότερο διώκτη τους, και αφού στο μεσοδιάστημα έχει εκλεγεί επανειλημμένα βουλευτής με το Κόμμα των Φιλελευθέρων (το 1926, το 1928, το 1932, το 1936 και μεταπολεμικά το 1946).
Είχε συνυπογράψει επίσης το ΛΖ’ Ψήφισμα βάσει του οποίου προβλεπόταν η μαζική στέρηση της ελληνικής ιθαγένειας «προσώπων αντεθνικών δρώντων». Όλοι οι παραπάνω λόγοι θα «οπλίσουν» το χέρι του 22χρονου Ευστράτιου Μουτσογιάννη την Πρωτομαγιά του 1948 που δεν θα διστάσει να πετάξει τη χειροβομβίδα εναντίον του.
Ο δολοφόνος από την πρώτη στιγμή θα παραδεχθεί ότι τον έβαλε το Κ.Κ.Ε. να χτυπήσει τον υπουργό. Η πρώτη κατάθεση θα αποσπαστεί στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο που βρισκόταν φρουρούμενος καθώς έφερε «πολλαπλά τραύματα εκ θραυσμάτων χειροβομβίδων, εις τα κοιλιακά τοιχώματα».
- «Ώστε το Κόμμα σε διέταξε να κάμης αυτό που έκαμες;» θα τον ρωτήσει ο ανακριτής.
- «Θέλει και ρώτημα; Αυτό το είπα από την πρώτη στιγμή που με πιάσανε. Είμαι κομμουνιστής, επήρα εντολή από το Κόμμα μου, έπρεπε να την εκτελέσω» θα απαντήσει, εξηγώντας ότι έλαβε τις σχετικές οδηγίες αλλά τις λεπτομέρειες για την εκτέλεση τις σχεδίασε μόνος του.
Αρχικά θα αρνηθεί ότι είχε συνεργάτες. «Δεν γνωρίζω κανέναν. Άλλωστε είνε γνωστόν ότι ο παράνομος μηχανισμός του Κόμματος δεν επιτρέπει στον καθένα να ζητάη τέτοιες πληροφορίες. Όλοι κινούνται με ψευδώνυμα. Συνεπώς κι εγώ δεν ηξεύρω ονόματα. Αλλά και εάν ήξευρα, πάλι δεν θα ήτο ποτέ δυνατόν να τους προδώσω». Όσον αφορά τις χειροβομβίδες, τις παρέλαβε κατά δήλωσή του από τρία άγνωστα άτομα, μέσα σε γερμανικό χαρτοφύλακα. Εκείνοι που του έδωσαν την εντολή του είπαν ότι δεν θα τιμωρούνταν έστω και εάν τον έπιαναν «γιατί μέχρι τις 10 Μαΐου ο Δημοκρατικός Στρατός θα έχει μπη στην Αθήνα και θα έχη θριαμβεύσει η ιδεολογία μας».
Ο ανακριτής θα τον ρωτήσει εάν λυπήθηκε να σκοτώσει τον Λαδά. Εκείνος ψύχραιμος θα απαντήσει: «Να τον λυπηθώ; Αυτός ο υπουργός της Δικαιοσύνης είναι υπεύθυνος για τις εκτελέσεις των συναγωνιστών και των συντρόφων μου που έγιναν στην Αίγινα, στην Κέρκυρα, στη Σπάρτη, στην Καλαμάτα και εδώ στην Αθήνα».
Από τον φάκελο που διατηρούσε η Γενική Ασφάλεια Αθηνών για το πρόσωπό του, θα προκύψει ότι «επρόκειτο περί κομμουνιστού με δράση» που καταγόταν από το Κουτσοπόδι Αργολίδος. Είχε υπηρετήσει στον εφεδρικό ΕΛΑΣ (τον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό που αποτελούσε το στρατιωτικό σκέλος του ΕΑΜ) και πως υπηρετούσε στην Ο.Π.Λ.Α. Καλλιθέας. Η Ο.Π.Λ.Α. (Οργάνωση Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών) ήταν μια ένοπλη οργάνωση προσκείμενο στη Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, με καθήκοντα συλλογής πληροφοριών και εκτέλεσης ειδικών αποστολών που έδρασε από το 1943 μέχρι το 1947.
Έχει δεχθεί έντονη κριτική ακόμη και μέσα στους κόλπους της Αριστεράς αφού θεωρείται υπεύθυνη για την εκτέλεση ακόμη και κομμουνιστών συντρόφων που ήταν ή απλώς θεωρούνταν ύποπτοι για προδοτική δράση, δωσιλογισμό, συνεργασία με τους Γερμανούς κατακτητές ή ένθερμοι υποστηρικτές του αστικού καθεστώτος. Σκοτεινό σημείο της θεωρείται η «αρχής της οικογενειακής ευθύνης» την οποία επίσης εφάρμοσε κατά καιρούς, σκοτώνοντας αθώους.
Την Παρασκευή 18 Ιουνίου 1948 θα αρχίσει η δίκη του Μουτσογιάννη και άλλων 8 συνολικά συλληφθέντων για τη δολοφονία Λαδά και του αστυνομικού Πινακούλια, στην αίθουσα του Α’ Κακουργιοδικείου Αθηνών, ενώπιον του Εκτάκτου Στρατοδικείου της πρωτεύουσας.
Πρόεδρος ήταν ο αντισυνταγματάρχης Πεζικού Σπυρίδων Ταβουλάρης. Ο νεαρός φυσικός αυτουργός απολογούνταν για επί 1 ώρα και 45 λεπτά. Αφηγήθηκε πώς μυήθηκε στο ΕΑΜ από έναν Μηνά που δεν ζούσε πια και του έλεγε ότι είναι σαν τη Φιλική Εταιρεία που αγωνιζόταν για την απελευθέρωση της Ελλάδας, παραδέχθηκε ότι παρασύρθηκε ως νέος, μίλησε για τον εκτοπισμό του στην Ικαρία μαζί με άλλα στελέχη του Κ.Κ.Ε. και υποστήριξε με μεταμέλεια ότι «ο αγώνας του Κομμουνιστικού Κόμματος είναι μια απάτη» και πως «μεταξύ αυτών που λένε στη διαφώτιση και της πραγματικότητας, υπάρχει πελώρια διαφορά. Πάντως εγώ θεωρώ τον εαυτόν μου ένοχον, ότι συνετέλεσα εις την καταστροφήν του Ελληνικού Λαού».
Μάλιστα στην προσπάθειά του να συγκινήσει την έδρα θα φωνάξει χειρονομώντας: «Κύριοι Στρατοδίκαι, δεν γνωρίζω ποία τύχη με περιμένει. Δεν αξίζω να ζήσω μ’ αυτά που έκαμα. Αλλά δώστε μου το δικαίωμα να ζήσω για λίγο καιρό. Για να μπορέσω να φωνάξω από τα ραδιόφωνα, από τις εφημερίδες, στις πλατείες, τί απάτη είνε ο Κομμουνισμός, πόσο χαλάει τις ψυχές των ανθρώπων».
Στις 21 Ιουνίου εκδίδεται η απόφαση, σύμφωνα με την οποία καταδικάζονται σε θάνατο 8 από τους κατηγορούμενους, μεταξύ των οποίων και ο Μουτσογιάννης (τρις εις θάνατον παμψηφεί).
Για την ιστορία, οι υπόλοιποι καταδικασθέντες ήταν οι: Δ. Καμπανίδης (τρις εις θάνατον), Β. Ζάννος (δις εις θάνατον παμψηφεί), Κ. Χατζηκίδης (δις εις θάνατον παμψηφεί), Κ. Πολλατίδης (άπαξ εις θάνατον), Χ. Ψωμιάδης (άπαξ εις θάνατον παμψηφεί), Μαρία Καμπανίδου (έξι έτών ειρκτήν λόγω μετρίας συγχύσεως επί συνεργία), Ορ. Μακρίδης (δις εις θάνατον ως ηθικός αυτουργός) και Εμμ. Σαρανταρίδης (δις εις θάνατον). Τους καταδικασθέντες ενθάρρυνε μονάχα η τελική φράση του στρατοδίκη: Ημπορείτε να υποβάλετε αίτησιν χάριτος». Ο Μουτσογιάννης θα ζητήσει να μην τον βάλουν στο ίδιο κελί με τους συντρόφους του, φοβούμενος για τη σωματική του ακεραιότητα.
Την Παρασκευή 25 Ιουνίου, λίγο πριν τις 6 το πρωί, οι έξι από τους οκτώ καταδικασθέντες εις θάνατον θα εκτελεστούν στην περιοχή του Γουδή, πίσω από το νοσοκομείο «Σωτηρία». Μονάχα ο φυσικός αυτουργός Μουτσογιάννης και ο συνεργός του Καμπανίδης δεν τουφεκίστηκαν, λόγω υποβολής αίτησης χάριτος. Λίγο καιρό αργότερα η ποινή τους θα μετατραπεί σε ισόβια δεσμά, ως ανταπόδοση για τη στάση που κράτησαν κατά την ανάκριση και τη δίκη τους. Οι αρχές τον χρησιμοποιούσαν την περίπτωσή του ώστε να μαρτυρήσει όποιος κομμουνιστής συλλαμβάνονταν, προκειμένου «να σωθεί, όπως σώθηκε ο Μοτσογιάννης», που τελικά αποφυλακίστηκε το 1964.
Γενικότερα όμως υπήρξαν σκληρά αντίποινα κατά του Κ.Κ.Ε. Το υπουργείο Δικαιοσύνης στη θέση του θανόντος Χρήστου Λαδά ανέλαβε ο υπουργός Δημοσίας Τάξεως Κωνσταντίνος Ρέντης και μόνο την Τρίτη μέρα του Πάσχα εκτελέστηκαν από τα κακουργιοδικεία 154 καταδικασμένοι.
Οι 24 στην Αθήνα και οι υπόλοιποι σε Αίγινα, Χαλκίδα, Σπάρτη, Τρίπολη, Καλαμάτα και Θεσσαλονίκη. Μέχρι τις 10 Μαΐου είχαν εκτελεστεί 311 άτομα, προκαλώντας τη διεθνή κατακραυγή ακόμη και στον ξένο Τύπο. Ο πρωθυπουργός Θεμιστοκλής Σοφούλης θα δηλώσει στο ειδησεογραφικό πρακτορείο Reuters ότι «η απόφαση για εκκαθάρισιν των δικογραφιών των καταδικασθέντων σε θάνατο ελήφθη υπό της κυβερνήσεως πολύ πριν από τη δολοφονία Λαδά».
* Ο Γεώργιος Σαρρής είναι δημοσιογράφος-μέλος της ΕΣΗΕΑ, τιμηθείς με το Βραβείο Αθ. Μπότση για την αντικειμενική και με πληρότητα παρουσίαση ιστορικών πολιτικών θεμάτων