Παραδοχή πρώτη: Το ότι ο πατέρας ανήκει σε ένα συγκεκριμένο ιδεολογικό στρατόπεδο, δεν σημαίνει αυτόματα πως το παιδί του θα ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο. Ίσα ίσα υπάρχουν πλείστα όσα παραδείγματα που δείχνουν ακριβώς το αντίθετο.
Παραδοχή δεύτερη: Το ότι μια γυναίκα είναι όμορφη και γλυκομίλητη δεν σημαίνει πως δεν μπορεί να είναι και ακραία επικίνδυνη. Και εδώ τα παραδείγματα που δείχνουν ακριβώς το αντίθετο είναι πολλά.
Και αυτές οι δυο παραδοχές βρίσκουν την απόλυτη εφαρμογή τους στο αγγελικό πρόσωπο της Μόνικα Ερτλ. Μπορεί το ονοματεπώνυμό της στους περισσότερους να μη λέει και πολλά, ωστόσο, είναι η πρωταγωνίστρια σε μια ιστορία που αν κάποιος την έβλεπε στον κινηματογράφο θα έλεγε πως «αυτά δεν γίνονται ούτε στο Χόλιγουντ».
Κι όμως. Η γυναίκα αυτή ήταν εκείνη που σήκωσε το όπλο και εκδικήθηκε για μια από τις διασημότερες εκτελέσεις της παγκόσμιας ιστορίας. Αυτής του αργεντινού επαναστάτη και θρύλου της Κούβας, Ερνέστο «Τσε» Γκεβάρα!
Γεννήθηκε το 1937 στο Μόναχο. Ο πατέρας της, Χανς Ερτλ, ήταν ένας από τους βασικούς κινηματογραφιστές του Αδόλφου Χίτλερ. Ήταν ο επικεφαλής κάμεραμαν του κινηματογραφικού συνεργείου της Λένι Ρίφενσταλ, της εμβληματικότερης ναζίστριας σκηνοθέτριας. Όπως είναι απόλυτα φυσιολογικό το σπίτι μέσα στο οποίο μεγάλωσε η Μόνικα, η ναζιστική ιδεολογία ήταν κάτι σαν θρησκεία.
Εκεί μέσα μπαινόβγαιναν διάφορα μεγαλοστελέχη του ναζιστικού κόμματος. Ανάμεσα σε αυτά και ο Κλάους Μπάρμπι. Ο ναζί αξιωματούχος που ήταν υπεύθυνος σειράς εγκλημάτων πολέμου στη Γαλλία κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εξαιτίας των οποίων καταγράφηκε στη συλλογική μνήμη ως «ο χασάπης της Λυών». Για τη Μόνικα ήταν ο «θείος Κλάους»!
Ο πατέρας της ήθελε αγόρι. Μεγάλωσε την Μόνικα σαν αγοροκόριτσο. Της μάθαινε ακόμα και να πυροβολεί. Υπερηφανευόταν πως είχε και πολύ καλό σημάδι…
Όσο μεγάλωνε η Μόνικα, ωστόσο, τόσο πιο ξεκάθαρο γινόταν πως απεχθανόταν τα όσα έβλεπε και μάθαινε. Η αντιστροφή μέτρηση ξεκίνησε όταν η οικογένειά της έφυγε από την Ευρώπη και μετακόμισε στη Λατινική Αμερική.
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και συγκεκριμένα το 1954 ο Χανς Ερτλ απογοητευμένος επειδή η Γερμανία δεν του έδωσε το εθνικό βραβείο κινηματογράφου για το ντοκιμαντέρ του «Camp 5 (6.900 m) στο Nanga Parbat», (μια ταινία του 1953 για την πρώτη ανάβαση του μεγάλου Γερμανού αλπινιστή, Χέρμαν Μπουλ, που μόνος του και χωρίς οξυγόνο, ανέβηκε στο Nanga Parbat του Ιμαλαΐων, στα 8.000 μέτρα υψόμετρο), φεύγει από τη χώρα του και μετακομίζει με την οικογένειά του στη Βολιβία.
Εκεί, ωστόσο, η 17χρονη Μόνικα ήρθε σε επαφή με έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο. Στο πάντα γόνιμο για επαναστάσεις έδαφος της Λατινικής Αμερικής η Μόνικα Έρτλ πήρε έναν εντελώς διαφορετικό δρόμο από αυτόν που ήλπιζε, ο πατέρας της, να πάρει.
Ως έφηβη η Μόνικα είχε πλήρη επίγνωση του οικογενειακού της περιβάλλοντος και το τι αυτό πρέσβευε. Στη Λατινική Αμερική, άλλωστε, είχαν καταφύγει πολλά στελέχη των ναζί για να αποφύγουν τις δίκες στην Ευρώπη, και εκεί ο πατέρας της είχε ενεργό συμμετοχή στις ναζιστικές ομάδες που μάχονταν τον κομμουνισμό.
Με προσεκτικά βήματα στην αρχή και εντονότερα στη συνέχεια ο Μόνικα ξεκαθάρισε πως δεν είναι το κοριτσάκι του μπαμπά.
Αρχικά ήρθε σε επαφή με περιφερειακά μέλη του Εθνικού Απελευθερωτικού Στρατού της Βολιβίας (Ejército de Liberación Nacional), που δημιούργησε ο ίδιος ο Τσε το 1966 . Σύντομα εγκατέλειψε το πατρικό της σπίτι για να βγει στην παρανομία. Εκεί, μάλιστα, απέκτησε και το ψευδώνυμο «Ιμίλα η Ινδιάνα»! Σύντομα αποκτά φήμη και οι σύντροφοί της λένε για αυτή «πως δεν γνωρίζει φόβο».
Γνωρίζει, όμως, και ερωτεύεται τον Γκίντο Αλβάρο Περέδο Λέιτε, γνωστό με το ψευδώνυμο «Ίντι», στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Βολιβίας που συμμετείχε στην ομάδα που προετοίμασε την έλευση του Γκεβάρα στην χώρα.
Λέγεται πως την περίοδο της παρανομίας της η Μόνικα επισκεπτόταν τον πατέρα της για να βλέπει αν είναι καλά. Όλες αυτές οι επισκέψεις, όμως, κατέληγαν σε ομηρικούς καβγάδες. «Τι κάνετε στην ζούγκλα; ετοιμάζεστε να μετατρέψετε τους πιθήκους σε μαοϊκούς»; της έλεγε ο αμετανόητος ναζί με ειρωνική διάθεση και εκείνη εξαγριωνόταν ακόμα περισσότερο.
Η δημιουργία ενός αντάρτικου, στα πρότυπα της Κούβας, στα δάση της Βολιβίας δεν καρποφόρησε. Ο Τσε, ο Ίντι και όλοι οι άνδρες του ELN βρέθηκαν με την πλάτη στον τοίχο. Ο εθνικός στρατός της χώρας μαζί με πράκτορες της CIA τους καταδιώκουν δίχως κανένα έλεος.
Στις 9 Οκτωβρίου 1967 ο Τσε που έχει συλληφθεί, εκτελείται στο χωριό Λα Ιγκέρα.
Η είδηση του θανάτου του πέφτει σαν κεραυνός. Η Μόνικα συγκλονισμένη ορκίζεται να εκδικηθεί το θάνατο του Αργεντίνου επαναστάτη.
Δυο χρόνια αργότερα, έρχεται και το δεύτερο χτύπημα. Ο αγαπημένος της Γκίντο Αλβάρο Περέδο Λέιτε, εγκλωβίζεται σε ένα σπίτι από τους διώκτες του και μετά από μια άνιση μάχη συλλαμβάνεται. Βασανίζεται και τελικά εκτελείται.
Την επόμενη ημέρα οι βολιβιανές εφημερίδες «καμαρώνουν» για τη νέα επιτυχία της κυβέρνησης με φωτογραφίες του νεκρού και από πάνω του διάφορους χαμογελαστούς αξιωματούχους.
Η Μόνικα θρηνεί αλλά εστιάζει σε ένα πρόσωπο. Σε αυτόν που χαμογελάει και κρατάει στο χέρι του ένα τσιγάρο για να… γιορτάσει το γεγονός. Πρόκειται για τον Ρομπέρτο Κιντανίλια Περέιρα. Ο άνθρωπος αυτός είναι ο βασικός πρωταγωνιστής και στην εκτέλεση του Τσε και σε εκείνη του αγαπημένου της Ίντι. Πλέον ο πόθος για εκδίκηση γίνεται εμμονή.
Το βολιβιανό καθεστώς για να προστατεύσει τον Κιντανίλια από τους αντάρτες, τον τοποθέτησε γενικό πρόξενο της Βολιβίας στο Αμβούργο της Γερμανίας.
Αυτό το μαθαίνει η Μόνικα και είναι σίγουρη πως είναι η ευκαιρία που έψαχνε. Σχεδιάζει την εκτέλεση του, δυο ολόκληρα χρόνια.
Επιστρέφει στη Γερμανία και την πρωταπριλιά του 1971, φοράει τα καλά της ρούχα, ψηλοτάκουνες γόβες, χτενίζεται, βάφεται και πηγαίνει στο προξενικό γραφείο. Χτυπάει την πόρτα και μπαίνει στο γραφείο του Κιντανίλια.
«Ονομάζομαι Μόνικα Ερτλ. Ενδιαφέρομαι να επισκεφτώ τη Βολιβία για ένα ντοκιμαντέρ. Ξέρετε, είχα μείνει εκεί με τον πατέρα μου μετά τον πόλεμο. Μεταναστεύσαμε εκεί για κάποια χρόνια μέχρι να ηρεμήσει η κατάσταση. Δικαστήρια πολέμου, Αμερικάνοι, Ρώσοι, Αντιλαμβάνεστε».
Ο πρόξενος εντυπωσιασμένος από την ομορφιά της, υπόσχεται πως θα την βοηθήσει και της προτείνει να τον συνοδεύσει για ένα ποτό. Της δίνει και την κάρτα του. Πλέον, η Μόνικα δεν έχει την παραμικρή αμφιβολία πως είναι αυτός.
Χαμογελάει και ψύχραιμα βγάζει από την τσάντα της ένα πιστόλι τύπου colt cobra 38 special.
Μερικές στιγμές αργότερα ο γενικός πρόξενος της Βολιβίας έπεφτε νεκρός μέσα στο γραφείο του, καθώς είχε δεχθεί τρεις σφαίρες στο στήθος. Η Μόνικα εξαφανίζεται και δίπλα του αφήνει την «υπογραφή» της. Το όπλο, μια ξανθιά γυναικεία περούκα κι ένα σημείωμα που έγραφε «Victoria o muerte» (νίκη ή θάνατος).
Μετά από διάφορες περιπέτειες η Μόνικα καταφέρνει και επιστρέφει στη Βολιβία όπου έχει μάθει πως έχει βρει καταφύγιο ο ναζί Κλάους Μπάρμπι. Είναι όμως επικηρυγμένη (με 20.000 δολάρια, ποσό μεγαλύτερο και από την αντίστοιχη επικήρυξη του Γκεβάρα) και κάθε της κίνηση ενέχει τον κίνδυνο της σύλληψης.
Παρ’ όλα αυτά είναι αποφασισμένη εκτελέσει τον «θείο Κλάους». Ο «χασάπης της Λυών» όμως, μόνο εύκολο θύμα, δεν είναι.
Το επόμενο διάστημα η Μόνικα Ερτλ, μαζί με τον Ρεζίς Ντεμπρέ, στενό συνεργάτη και φίλο του Ερνέστο «Τσε» Γκεβάρα, παρακολουθούσαν μέρα νύχτα τον Κλάους Μπάρμπι, με τη βοήθεια άλλων «συντρόφων» τους. Όταν θα έβρισκαν την κατάλληλη ευκαιρία ήθελαν να τον απαγάγουν.
Κάποιος από την ομάδα τους, ωστόσο, τους πρόδωσε. Ο «θείος Κλάους» είχε ανθρώπους παντού. Για τις υπηρεσίες του στην εξόντωση του αντάρτικου, άλλωστε, είχε τιμηθεί από το καθεστώς με το βαθμό του λοχαγού των μυστικών υπηρεσιών και ήταν ο έμπιστος σύμβουλος του δικτάτορα της Βολιβίας.
Στις 12 Μάη του 1973, η Μόνικα, όπως ο Τσε, όπως ο λατρεμένος της Ιντι, πέφτει σε ενέδρα και εκτελείται. Η σορός της, όπως του Τσε, όπως και του Ίντι, φωτογραφήθηκε ως λάφυρο για τις βολιβιανές Αρχές και θάφτηκε σε άγνωστο μέρος, προκειμένου ο τάφος της να μην μετατραπεί σε τόπο προσκυνήματος.