Όσοι βρέθηκαν τέτοιες μέρες πριν από 196 χρόνια στο επιβλητικό θέατρο Karntnertor της Βιέννης είχαν την τύχη ν’ απολαύσουν για πρώτη φορά ένα από τα γνωστότερα μουσικά κομμάτια που γράφτηκαν ποτέ – ίσως ό,τι σπουδαιότερο έχει συνθέσει ποτέ ο άνθρωπος. Οι θεατές άκουγαν εκστασιασμένοι. Στα αυτιά τους έφθαναν υπό μορφή ηχητικών κυμάτων οι περίτεχνα συνδυασμένες νότες.
Ο μόνος που δεν μπορούσε να τις απολαύσει, ήταν ο ίδιος ο συνθέτης και μαέστρος εκείνης της βραδιάς, ο 54χρονος Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, για τον απλούστατο λόγο ότι… είχε χάσει ολοκληρωτικά την ακοή του. Αυτό που συνέβαινε ήταν κάτι το εκπληκτικό. Είχε γράψει την περίφημη «Ενάτη Συμφωνία» χωρίς να ακούει (!) και τώρα, Δευτέρα 7 Μαΐου του 1824, την παρέδιδε στο κοινό, καλώντας το να την κρίνει.
Εκείνη τη βραδιά «ο συνθέτης στεκόταν όρθιος στο πόντιουμ και γύριζε τις παρτιτούρες κουνώντας τα χέρια του. Οι μουσικοί, ειδοποιημένοι από πολύ νωρίς, δεν τον κοίταζαν. Τα μάτια τους ήταν καρφωμένα στον διευθυντή ορχήστρας και τον κύριο αρχιμουσικό, μιας και ο Μπετόβεν δεν άκουγε τον παραμικρό ήχο. Οι κινήσεις των χεριών του, δε χρησίμευαν σε τίποτε» γράφει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας – βιογράφος Γιώργος Δρόσος στο βιβλίο «Λ. Β. Μπετόβεν – Η ζωή, το έργο, η εποχή του» (εκδόσεις Ζαχαρόπουλος).
Μόλις τελείωσε, οι παρευρισκόμενη στην αίθουσα ξέσπασαν σε ατελείωτες επευφημίες και χειροκροτήματα. Ο μεγάλος δάσκαλος όμως συνέχιζε να έχει γυρισμένη την πλάτη στο ξέφρενο κοινό. Δεν αντιλαμβανόταν τίποτα. Η 20χρονη υψίφωνος, Καρλίν Ούνγκερ, πήγε προς το μέρος του και τον έστρεψε προς το κοινό, ώστε να δει τι συνέβαινε.
Σύμφωνα με έναν μάρτυρα, «ο κόσμος τον χειροκροτούσε επί πέντε λεπτά, ενώ στον αέρα πετούσαν καπέλα και μαντίλια. Σήκωναν τα χέρια τους, ώστε ο Μπετόβεν, που δεν μπορούσε να ακούσει, να δει τουλάχιστον την αποδοχή που είχε». Μάλιστα, δέχθηκε πέντε μπιζαρίσματα από το κοινό (εκ νέου καλέσματα στη σκηνή για χειροκρότημα δηλαδή), γεγονός που προκάλεσε σάλο, καθώς ανάλογες τιμές προβλέπονταν μονάχα για τον βασιλιά ο οποίος και πάλι στις δημόσιες εμφανίσεις του δεν λάμβανε πάνω από τρία.
Η σύνθεση της Ενάτης Συμφωνίας σε ρε ελάσσονα, άρχισε γράφεται το 1817, όμως ο κύριος όγκος της αποτυπώθηκε στο πεντάγραμμο από το φθινόπωρο του 1822 και μετά. Στα τρία πρώτα μέρη της («Allegro ma non tropo, un poco maestoso», «Molto Vivace» και «Adagio molto e cantabile») δεν αντιμετώπισε ιδιαίτερες δυσκολίες, αλλά το τέταρτο («Presto… Prestissimo») τον δυσκόλεψε αρκετά, αφού κανείς πριν απ’ αυτόν δεν είχε προβεί σε εισαγωγή χορωδιακών μερών εντός μιας συμφωνίας (στο τέταρτο και τελευταίο μέρος μπαίνει χορωδία που απαγγέλλει στίχους από το ποίημα «Ωδή στη Χαρά», του συμπατριώτη του Φρίντριχ Σίλερ).
Η ολοκλήρωση μιας τέτοιας σύνθεσης, δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί σε καθορισμένο χρόνο, αφού ο δάσκαλος αναγκαζόταν να διακόπτει την εργασία του για διάφορες αιτίες, ασχολούμενος με άλλες επείγουσες υποθέσεις ή ακόμη και με καινούργια έργα. Για εκείνον ήταν μια συνηθισμένη τακτική.
Πέραν αυτού όμως, σημαίνοντα ρόλο στην ολοκλήρωση ενός έργου έπαιζε και η υγεία του συνθέτη, που παρουσιάζει προβλήματα. Εκτός από τους χρόνιους πονοκεφάλους και κολικούς, αυτή τη φορά ένιωθε και μια γενική ατονία, ενώ ταυτόχρονα εξασθενούσε ανησυχητικά και η όρασή του. Οι γιατροί του είχαν συστήσει να αποφεύγει το φως των κεριών, δηλαδή να μην εργάζεται καθόλου τη νύχτα, αλλά μόνο υπό το άπλετο φυσικό φως. Ήταν κάτι που όσο ζούσε στη Βιέννη δεν μπορούσε να ακολουθεί αυστηρά, αφού τα βράδια του δινόταν η δυνατότητα να συγκεντρώνεται απερίσπαστος και να γράφει το αριστούργημά του. Όσοι φίλοι τον συναντούσαν το 1825 έκαναν λόγο για ένα γερασμένο και απογοητευμένο άνδρα, έτοιμο να καταρρεύσει.
Κι όμως, τότε ήταν που ο Μπετόβεν, σε κατάσταση αληθινής μεταρσίωσης μελοποιούσε το φινάλε της Ενάτης Συμφωνίας, την Ωδή στη Χαρά. Οι στίχοι της περίφημης ωδής, που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1786, τον έκαναν να νιώσει την ανάγκη εξύμνησης του πανέμορφου αυτού συναισθήματος. Επιθυμούσε εξαρχής η εκτέλεσή της να γίνεται από ορχήστρα με κουαρτέτο φωνών και μεικτή χορωδία.
Αποκλείεται να μην την έχετε ακούσει έστω και μια φορά στη ζωή σας. Το μουσικό τμήμα της αποτέλεσε στις αρχές της δεκαετίας του 1970 τον ύμνο του Συμβουλίου της Ευρώπης και ακολούθως το 1985, οι ηγέτες της γηραιάς ηπείρου αποφάσισαν ότι αυτό θα πρέπει να αποτελέσει τον ύμνο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπερ και εγέννετο.
Κυκλοφορεί μάλιστα ως αστικός μύθος, ότι η χωρητικότητα των CD προσδιορίστηκε στα 74 λεπτά κατόπιν προτάσεως του μαέστρου Χέρμπερτ Φον Κάραγιαν προς τον πρόεδρο της SONY Ακίο Μορίτα, για να μπορεί έτσι να ακούγεται ολόκληρη η Ενάτη Συμφωνία που έχει ανάλογη διάρκεια, χωρίς διακοπή. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει. Τη σφραγίδα στην Ενάτη Συμφωνία έχουν βάλει κατά καιρούς μεγάλοι μαέστροι όπως ο Βίλχελμ Φουρτβέγκλερ, ο Αρτούρο Τοσκανίνι, ο Όττο Κλέμπερερ, ο Μπέρναρντ Χάιτνικ, ο Καρλ Μπεμ, ο Ραφαέλ Κούμπελικ, ο Λέοναρντ Μπερνστάιν, ο Τζον Ελιοτ Γκάρντινερ και ο Σάιμον Ρατλ, οι οποίοι διηύθυναν σπουδαίες ορχήστρες όπως είναι η Φιλαρμονική Βερολίνου, η Φιλαρμονική της Βιέννης, η Συμφωνική Ορχήστρα του NBC, η Συμφωνική της Νέας Υόρκης, η Συμφωνική της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας, η Συμφωνική του Κλίβελαντ και η Φιλαρμόνια του Λονδίνου.
Μπορείτε να ακούσετε μια από τις χιλιάδες εκτελέσεις της «Ωδής στη Χαρά» εδώ:
Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρη την 9η Συμφωνία, διάρκειας μιας ώρας και πέντε λεπτών, εδώ:
* Ο Γεώργιος Σαρρής είναι δημοσιογράφος – μέλος της ΕΣΗΕΑ, τιμηθείς από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με το Βραβείο Αθ. Μπότση για την αντικειμενική και με πληρότητα παρουσίαση ιστορικών πολιτικών θεμάτων.