«Ο πόλεμος και… ένας γιατρός άφησαν στο σώμα και στη ψυχή μου απίστευτες πληγές…»

ImageHandler 6 20 Ιουλίου

Η ιστορία αυτού του ανθρώπου δεν μοιάζει με καμία άλλη. Ήταν το 1974 και ήταν μόλις 19 μηνών…

Είναι ένας ευαίσθητος άνθρωπος, υπομονετικός, με ζεστή ψυχή. Δεν κρύβει τον πόνο του παρελθόντος και τα συναισθήματα του. Ξέρει την αίσθηση που αφήνει η απώλεια, ο πόνος, η μοναξιά, η απόγνωση και δεν θα ήθελε ποτέ να γίνει αιτία για κάτι από αυτά. Η ιστορία αυτού του ανθρώπου δεν μοιάζει με καμία άλλη. Ήταν το 1974 και ήταν μόλις 19 μηνών…

O κύριος Κώστας Κωνσταντίνου αναφέρει στο ant1ıwo:

«Γεννήθηκα στις 16/4/1973 στον Τράχωνα (προάστιο της Λευκωσίας στο κατεχόμενο σήμερα τμήμα της) και έχω 2 αδέλφια. Αν δεν γινόταν η εισβολή το 1974, σίγουρα η ζωή μου θα ήταν πολύ διαφορετική. Θα μεγάλωνα κανονικά, δίπλα στους γονείς μου με αγάπη και ηρεμία. Δυστυχώς, ο πόλεμος και ένας γιατρός, άφησαν στο σώμα και στη ψυχή μου απίστευτες πληγές…  

20 Ιουλίου

20 Ιουλίου 1974: Αρχίζει η εισβολή…

Με την οικογένεια μου φύγαμε από τον Τράχωνα για να σωθούμε. Στην αρχή πήγαμε στο σπίτι μιας θείας μου στο Τσέρι και μετά στην Καρπασία. Οι συγγενείς του πατέρα μου μας έψαχναν και όταν κατάφεραν να επικοινωνήσουν μαζί μας, μας είπαν να πάμε στην Αμμόχωστο γιατί εκεί δεν θα κινδυνεύαμε. Εμείς όμως πήγαμε στην Καρπασία επειδή εκεί έμεναν οι γονείς και η αδελφή του πατέρα μου. Η αδελφή του ήταν 20 χρονών και δεν ήταν παντρεμένη.  

Όταν στις 23 Ιουλίου κηρύχθηκε εκεχειρία…

Κάποιοι συγγενείς είπαν στους γονείς μου να πάνε στην Λευκωσία. Τους είπαν πως εκεί θα μπορούσαν να βγάλουν και Προσφυγική Ταυτότητα. Οι γονείς μου αποφάσισαν να πάνε. Επειδή όμως θα έμεναν λίγες μόνο μέρες και επειδή ήμουν πολύ μικρός – μόλις 19 μηνών- για να μην με ταλαιπωρούν, με άφησαν με τους παππούδες και τη θεία μου. 
Οι γονείς μου όταν ξεκίνησε η δεύτερη φάση της εισβολής, ήταν στην Λευκωσία και δεν κατάφεραν να γυρίσουν πίσω στην Καρπασία. Εντωμεταξύ, είχα αρρωστήσει βαριά. Είχα υψηλό πυρετό και η θεία μου με πήρε στον γιατρό. 
Ο γιατρός που με εξέτασε, μου έβαλε μια υποδόρια ένεση που αντί να με κάνει καλά, μου προκάλεσε πολύ περισσότερα προβλήματα.

Οι παππούδες και η θεία μου φοβήθηκαν πάρα πολύ. Αντιδρούσα περίεργα και δεν έπεφτε με τίποτα ο πυρετός. Μερικά χρόνια αργότερα, οι γιατροί που με χειρούργησαν στην Αγγλία, μου είπαν ότι ήμουν πολύ τυχερός που έζησα. Ο παππούς μου αναγκάστηκε να ζητήσει την βοήθεια των Ηνωμένων Εθνών και με έφεραν σε νοσοκομείο στις ελεύθερες περιοχές. Νοσηλεύτηκα 3 ολόκληρους μήνες γιατί είχα σοβαρή μόλυνση. Η θεία και οι παππούδες μου ήταν διαρκώς δίπλα μου. 

  Οι καημένοι οι γονείς μου μας έψαχναν αλλά δεν μπορούσαν να μας βρουν. Δεν ήξεραν αν ήμασταν ζωντανοί. Μας βρήκαν λίγο πριν πάρω εξιτήριο από το νοσοκομείο. Μου είπαν ότι δεν ήθελα να πάω μαζί τους, έκλαιγα και ήθελα τη θεία μου γιατί νόμιζα ότι εκείνη ήταν η μητέρα μου, τίποτα δεν θυμόμουν. 

Μέχρι 6 ετών, δεν μπορούσα να περπατήσω κανονικά…

Οι γονείς μου με δικά τους έξοδα με πήγαν στην Αγγλία. Μετά το χειρουργείο και αρκετή φυσικοθεραπεία, κατάφερα να περπατώ μέχρι και 100 μέτρα. Επίσης, μπορούσα να σταθώ για λίγο. Όταν ήρθαμε πίσω στην Κύπρο, με πήγαν στο Παιδικό Αναρρωτήριο Κυπριακού Ερυθρού Σταυρού. Εκεί έκανα καθημερινά φυσικοθεραπεία και πήγαινα σχολείο αλλά ήμουν ξανά μακριά από τους γονείς μου…

Με την οικογένεια μου έζησα μόνο 10 χρόνια. Τα απογεύματα μετά το σχολείο, πάντα δούλευα και πάντα είχα τα δικά μου χρήματα. Όταν έγινα 22 ετών, αγόρασα δικό μου σπίτι και από τότε ζω μόνος μου. Όλα αυτά τα χρόνια, έκανα αρκετές χειρουργικές επεμβάσεις που δυστυχώς δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Τα προβλήματα μεγάλωναν και από τα 16 μου μέχρι σήμερα, χρησιμοποιώ πατερίτσες. Οι γιατροί που με χειρούργησαν στην Αγγλία, πιστεύουν ότι αυτό συνέβη εξαιτίας εκείνης της ένεσης.   
 
Δυστυχώς, δεν έχω να θυμάμαι τίποτα όμορφο από τα παιδικά μου χρόνια.  Μόνο εφιάλτες…

Θυμάμαι πόσο πολύ φοβόμουν τους Τούρκους στρατιώτες και πάντα είχα εφιάλτες τα βράδια.  Έρχονταν να με πάρουν… πεταγόμουν στον ύπνο μου με 200 σφυγμούς το λεπτό. Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το ξύλινο πιστόλι που έφτιαξα μόνος μου και με αυτό ήθελα να σκοτώσω όλους τους Τούρκους που έκαναν κακό στην οικογένεια μου, που πήραν το σπίτι μου και που έκαναν συχνά εφόδους για να τρομάζουν τους εγκλωβισμένους ώστε να φύγουν από τα σπίτια τους. 

 Πάλεψα πάρα πολύ όλα αυτά τα χρόνια να διώξω τους εφιάλτες και όλες εκείνες τις ατέλειωτες ώρες μοναξιάς που πονούσαν, μακριά από τους γονείς και τα αδέλφια μου. 

Στην εισβολή αν και 19 μηνών, έζησα, γεύτηκα το ποτήρι του πολέμου. Οι Τούρκοι μαζί με όλα εκείνα τα κακά που έκαναν, σκότωσαν και τις μικρές ψυχές που ήθελαν να ζήσουν, τις μικρές καρδιές που δεν ήθελαν να πολεμήσουν…».      

 

Πηγή: ant1iwo.com