Υπάρχει «σημείο βρασμού» για τον άνθρωπο; Προφανέστατα και υπάρχει. Είναι το κομβικό σημείο όπου όταν κάποιος νιώσει ότι αδικείται είναι ικανός να πυροδοτήσει οποιαδήποτε βόμβα βρεθεί στα χέρια του, μόνο και μόνο για να εκδικηθεί.
Μια τέτοια ιστορία είναι και αυτή του Μαρκ Φελτ. Μπορεί το όνομα να μη σας λέει και πολλά πράγματα, ωστόσο, το «παρατσούκλι» με το οποίο έμεινε στην ιστορία σίγουρα θα σας θυμίζει ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα στην ιστορία των ΗΠΑ. Είναι ο κύριος «βαθύ λαρύγγι». Είναι εκείνος που άνοιξε όσες πόρτες χρειάζονταν οι δημοσιογράφοι της «Washington Post», ώστε, να αποκαλύψουν τις μηχανορραφίες του Ριτσαρντ Νίξον.
Ο Φελτ δεν ήταν ένας τυχαίος άνθρωπος. Ήταν αυτός που βρισκόταν πίσω από τον «σκοτεινό» και αμφιλεγόμενο διευθυντή του FBI Έντγκαρ Χούβερ. Αυτός που υπηρετούσε με πάθος τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες. Που όταν ένιωσε ότι αδικήθηκε αποφάσισε να κηρύξει τον πόλεμο…
Το σκάνδαλο του Watergate
Εδώ τα πράγματα είναι λίγο πολύ γνωστά. Ξημερώματα της 17ης Ιουνίου του 1972, πέντε άνδρες, κάνουν διάρρηξη στα κεντρικά γραφεία του Δημοκρατικού Κόμματος που βρίσκονται εντός του συγκροτήματος Watergate στην Ουάσιγκτον. Μια σειρά από άτυχα για τους ίδιους (και όχι μόνο, όπως απέδειξε η ιστορία) περιστατικά, τους οδηγούν στην σχεδόν επ’ αυτοφώρω σύλληψή τους.
Και από εκεί και πέρα αρχίσουν τα παράδοξα. Αρχικά οι διαρρήκτες δεν μπήκαν για να πάρουν, αλλά για να… αφήσουν. Τοποθέτησαν κοριούς κάτι που αμέσως έκανε τους αστυνομικούς να «ψυλλιαστούν» πως κάτι δεν πήγαινε καλά.
Παράλληλα, οι διαρρήκτες, δεν έμοιαζαν με διαρρήκτες. Ήταν καλοντυμένοι, είχαν πάνω τους πολλά χρήματα, φορούσαν χειρουργικά γάντια και είχαν στην κατοχή τους ακριβές κάμερες, ασυρμάτους κλπ
Οι συλληφθέντες οδηγούνται μέσα σε λίγες ώρες στο αυτόφωρο και εκεί «σκάει» η πρώτη βόμβα. Ένας από τους κατηγορούμενος δηλώνει, δίχως να το πολυσκεφτεί, μπροστά στον εμβρόντητο δικαστή, πως ονομάζεται Τζέιμς Μακ Κορντ, και το επάγγελμά του είναι «σύμβουλος της CIA για θέματα Ασφαλείας»!
Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα όλα ήταν στον αέρα και η κατάσταση μύριζε μπαρούτι καθώς ήδη πολλοί… κοίταζαν προς την κατεύθυνση του Λευκού Οίκου για να βρουν τον εντολέα των διαρρηκτών.
Ένας ανελέητος υπόγειος πόλεμος εξουσίας
Στις 2 Μαΐου του 1972 ο «σκοτεινός» διευθυντής του FBI Έντγκαρ Χούβερ, ο άνθρωπος που είχε ειδικό φάκελο για τους… πάντες στις ΗΠΑ, πεθαίνει στον ύπνο του. Με το που γίνεται γνωστή η είδηση του θανάτου του, ο επί πολλές δεκαετίες συνεργάτης του και στην ουσία νούμερο 2 στην ιεραρχία των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, Μαρκ Φελτ, ενεργοποιεί το σχέδιο που προέβλεπε πως από τη στιγμή που ο Χουβερ πέθανε πρέπει να γίνει μια σχετική «καθαριότητα» ενόψει της επόμενης ημέρας στην υπηρεσία.
Εκατοντάδες φάκελοι καταστρέφονται και άλλοι τόσοι «μυστηριωδώς εξαφανίζονται». Ο Φελτ όντας για πολλές δεκαετίες ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές στο FBI νιώθει πως επιτέλους είχε έρθει η σειρά του. Νομοτελειακά αυτός έπρεπε να πάρει τη θέση του Χουβερ. Και την υπηρεσία ξέρει απ’ έξω και ανακατωτά και τα προσόντα έχει και υπηρέτησε με πάθος και αυταπάρνηση την πατρίδα του.
Αυτό που δεν είχε υπολογίσει, ωστόσο, ο Φελτ ήταν η περίεργη ψυχοσύνθεση του προέδρου των ΗΠΑ, Ρίτσαρντ Νίξον ο οποίος διαρκώς ένιωθε πως οι πάντες συνωμοτούν εναντίον του.
Έτσι ο θάνατος του «ανεξέλεγκτου» Χούβερ δίνει στον Νίξον την ευκαιρία να ελέγξει σε απόλυτο βαθμό το FBI. Και κάπως έτσι, αγνοεί επιδεικτικά τον Φελτ και τοποθετεί στη θέση του διευθυντή τον «ουρανοκατέβατο» Πάτρικ Γκρέι ο οποίος ήταν ένας άνθρωπος απόλυτα χειραγωγημένος από το Νίξον.
Ο Μαρκ Φελτ ένιωσε τη γη να φεύγει κάτω από τα πόδια του. Ένιωσε προδομένος. Αδικημένος και αυτό ήταν κάτι που θα πλήρωνε ο Νίξον με την ίδια του την καρέκλα.
Το «βαθύ λαρύγγι» και οι πραγματικοί λόγοι της αποκάλυψης ενός σκανδάλου
Το κακό για το Νίξον είναι πως ο Φελτ ήταν πολλές δεκαετίες (σχεδόν πέντε) μέσα στο FBI και ήξερε τους πάντες και τα πάντα. Ακόμα και με διευθυντή τον Πάτρικ Γκρέι ουσιαστικά τα πάντα περνούσαν από τα χέρια του. Ακόμα και οι πληροφορίες για το «Watergate».
Ο θολωμένος Μαρκ Φελτ αρχίζει να διαρρέει στοιχεία της υπόθεσης στους δημοσιογράφους. Κάθε στοιχείο που έδινε και μια ακόμα σπρωξιά προς την έξοδο του Λευκού Οίκου στο Νίξον.
Στο FBI επικρατεί πανικός. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ ζητάει να βρεθεί ο πληροφοριοδότης και να τιμωρηθεί παραδειγματικά. Ο πανικόβλητος Γκρέι, στηρίζεται πάνω στον υπεράνω κάθε υποψίας Φελτ για να εντοπίσει τον ένοχο. Οι πληροφορίες, ωστόσο, συνεχίζουν να διαρρέονται και αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο. Και δεν αφορούσαν μόνο το συγκεκριμένο σκάνδαλο αλλά και πολλές ακόμα υποθέσεις που αποκάλυπταν υπόγειες διασυνδέσεις στελεχών του Λευκού Οίκου με άτομα του υποκόσμου αλλά και των μυστικών υπηρεσιών που εξυπηρετούσαν τα σκοτεινά σχέδια του Νίξον.
Από τα δημοσιεύματα φαινόταν ξεκάθαρα πως ο πληροφοριοδότης είχε επιλέξει δυο δημοσιογράφους, τον Μπομπ Γούντγουορντ και τον Καρλ Μπέρνστιν της «Washington Post», για να δίνει τις πληροφορίες του.
Υπάρχουν δυο απαντήσεις στο «γιατί, ένας άνθρωπος σαν τον Φελτ με υψηλό αίσθημα ευθύνης και αγάπης προς την υπηρεσία του» κάνει κάτι τέτοιο. Μια ιδεολογική (που εκφραζόταν πάντα από τον ίδιο τον Φελτ αλλά και τον περίγυρό του) και μια πιο… ρηχή που εκφραζόταν απ’ όλους τους άλλους.
Σύμφωνα με την πρώτη ο Φελτ ανακάλυψε πολλούς μυστικούς φακέλους του Χούβερ που έδειχναν πως ο Λευκός Οίκος ήταν βουτηγμένος στη διαπλοκή και με τον τρόπο αυτό προστάτευε την ίδια την χώρα του.
Σύμφωνα με την δεύτερη, παρακινούμενος από ένα αίσθημα εκδίκησης, ο Φελτ συναντούσε σε υπόγεια πάρκινγκ και μυστικές τοποθεσίες τον Γούντγουορντ και του έδινε τα στοιχεία προκειμένου να «πριονίσει» την καρέκλα του Γκρέι, να τον κάνει να δείχνει ανίκανος και ν΄ αναγκάσει το Λευκό Οίκο να αναγνωρίσει το λάθος και να κάνει εκείνον διευθυντή του FBI.
Η παραίτηση του Νίξον και η αποκάλυψη του ποιος είναι το «βαθύ λαρύγγι»
Όλες οι προσπάθειες να αποκαλυφθεί ο πληροφοριοδότης και να σταματήσουν οι διαρροές απέβησαν άκαρπες. Η αντίστροφη μέτρηση για το Νίξον ξεκίνησε στις 6 Φεβρουαρίου του 1974 όταν το Κογκρέσο ενέκρινε την έρευνα για τις κατηγορίες εναντίον του Προέδρου των ΗΠΑ. Στη συνέχεια και με τις αποκαλύψεις πλέον να παίρνουν τη μορφή χιονοστιβάδας ο Νίξον κατηγορείται για παρακώλυση της δικαιοσύνης, λίγο αργότερα για κατάχρηση εξουσίας και τέλος για ασέβεια προς το Κογκρέσο. Τελικά στις 8 Αυγούστου του 1974 ο Νίξον μέσω τηλεοπτικού διαγγέλματος παραιτείται.
Ο Φελτ παραιτήθηκε από το FBI τον Ιούνιο του 1973. Οι δυο δημοσιογράφοι είχαν προστατέψει την πηγή τους και ουδέποτε είπαν το όνομά του. Το έκανε, ωστόσο, ο ίδιος περίπου 30 χρόνια αργότερα, το 2005 (μόλις τρία χρόνια πριν πεθάνει) με άρθρο του στο Vanity Fair, λέγοντας πως «εγώ είμαι το “βαθύ λαρύγγι”»!
Για την ιστορία και μόνο, αξίζει να αναφερθεί, πως οι δυο δημοσιογράφοι της «Washington Post», αρχικά στα κείμενά τους, ανέφεραν τον Φελτ ως «φιλικό πρόσωπο» και «γνωστή ενημερωμένη πηγή». Ο Χάρι Ρόζενφελντ, ωστόσο, διευθυντής τότε του εσωτερικού ρεπορτάζ στην εφημερίδα, είχε πει πως αυτές οι ονομασίες είναι πολύ κοινές και δεν ταιριάζουν σε αποκαλύψεις τέτοιου μεγέθους και πρότεινε (και σχεδόν επέβαλε) να δοθεί στον πληροφοριοδότη το όνομα του τίτλου της ταινίας του σκληρού πορνό της Λίντα Λάβλεϊς (The deep throat) που τότε «έσπαγε» ταμεία σε όλη την Αμερική.
Discussion about this post