Υπάρχουν κάποιες φορές που βλέποντας έναν ηθοποιό στην τηλεόραση ή στο θέατρο τον συνδέουμε με τους ρόλους του και φανταζόμαστε πως η ζωή του θα είναι πάνω- κάτω η ίδια.
Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η Νίτσα Τσαγανέα. Πόσοι από εμάς δεν έχουμε φανταστεί πως η ζωή της ήταν ήρεμη και κύλησε άκρως… οικογενειακά με εκείνη στο «ρόλο» της γλυκιάς μητέρας που όλα περνάνε από το χέρι της και φροντίζει να κρατάει τους πάντες ικανοποιημένους;
Κι όμως, η πραγματικότητα απέχει πολύ από κάτι τέτοιο.
Η ζωή της Νίτσας Τσαγανεα μόνο ήρεμη και οικογενειακή δεν ήταν. Τουλάχιστον στο πρώτο μισό της.
Έντονα πολιτικοποιημένο άτομο σε καιρούς δύσκολους, η αγαπημένη ηθοποιός, δεν άργησε να διαλέξει στρατόπεδο και να αφοσιωθεί με όλες τις δυνάμεις της στον αγώνα κατά των ναζί αρχικά αλλά και κατά των «εθνικοφρόνων» στη συνέχεια.
Η ζωή της εύκολα θα μπορούσε να γίνει μια κινηματογραφική ταινία με μπόλικη περιπέτεια, έντονα πολιτικά μηνύματα και μεγάλες ερωτικές ιστορίες. Το θέμα είναι πως δύσκολα θα μπορούσε να βρεθεί κάποια ηθοποιός η οποία θα είχε τη δύναμη να ανταπεξέλθει σε έναν τόσο απαιτητικό ρόλο.
Στις 17 Φεβρουαρίου του 1902 γεννιέται στην Αθήνα η Ελένη Λάσκαρη. Η μικρή δείχνει από τα πρώτα της κιόλας χρόνια μια έφεση στην υποκριτική κι έτσι σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Ελληνικού Ωδείου. Εκεί ξεχώρισε για το ταλέντο της και σύντομα πήρε και τους πρώτους της ρόλους.
Στο θέατρο πρωτοεμφανίστηκε το 1924 με το «Θίασο Νέων», ερμηνεύοντας το ρόλο της «Φανής» στους «Φοιτητές» του Γρηγορίου Ξενόπουλου.
Το κινηματογραφικό της ντεμπούτο ήρθε το 1933 στην ελληνοτουρκική συμπαραγωγή «Ο κακός δρόμος» («Fena Yol»), που σκηνοθέτησε ο Ερτογρούλ Μουχσίν σε σενάριο Γρηγορίου Ξενόπουλου και στην οποία πρωταγωνιστούσαν η Μαρίκα Κοτοπούλη, η Κυβέλη, ο Γιώργος Παππάς και ο Βασίλης Λογοθετίδης.
Η επαγγελματική επιτυχία ήταν δεδομένη για τη Νίτσα Λάσκαρη η οποία στη συνέχεια φρόντισε να γεμίσει το βιογραφικό της με εμφανίσεις δίπλα σε σπουδαίους ηθοποιούς όπως η Μαρίκα Κοτοπούλη, η Κυβέλη, ο Αιμίλιος Βεάκης, η Βάσω Μανωλίδου, ο Βασίλης Λογοθετίδης, ο Μίμης Φωτόπουλος, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος και πολλοί άλλοι.
Μπορεί να μην είχε να επιδείξει πολλούς πρωταγωνιστικούς ρόλους αλλά όλες τις οι εμφανίσεις (κυρίως οι κινηματογραφικές) τραβούσαν πάνω τους τα βλέμματα. Ήξερε πώς να μετατρέπει έναν δεύτερο ρόλο σε… πρωταγωνιστικό. Ήξερε πως να κερδίσει αυτό που της αναλογούσε.
Ποιος, άλλωστε, μπορεί να ξεχάσει τον ρόλο της Ουρανίας Γκινοπούλου στο «Οι Γερμανοί ξανάρχονται»; Έκείνον της γυναίκας του δημάρχου στο «Η κυρά μας η μαμή»; Τον αντίστοιχο της Ειρήνης Δεκαβάλα στο «ένας ήρωας με παντούφλες»; Και βέβαια της Αγγελικής στο ο «Θόδωρος και το δίκαννο» που για πολλούς είναι η κορυφαία της στιγμή που χάρισε απλόχερα το γέλιο προκειμένου να μπορέσει να… συγκρατήσει τον Θόδωρο.
Την περίοδο που η Νίτσα Λάσκαρη έκανε την εμφάνισή της στο πλευρό της Μαρίκας Κοτοπούλη γνώρισε τον Γιώργο Βιτσώρη. Εκείνος, γιατρός με έντονη πολιτική δράση κερδίζει αμέσως την καρδιά της και αφήνει την επιστήμη του για να γίνει ηθοποιός και να βρίσκεται συνέχεια στο πλευρό της.
Ο Βιτσώρης πιστός Τροτσκιστής ήρθε σε σύγκρουση με τους αρχειομαρξιστές που στην Ελλάδα είχαν ως κύριο εκφραστή τους τον Μήτσο Γιωτόπουλο (πατέρα του Αλέξανδρου Γιωτόπουλου που έχει καταδικαστεί για συμμετοχή στη 17Ν), συνελήφθη από το Μεταξικό καθεστώς και πριν ξεσπάσει ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος εξορίστηκε στη Γαλλία. Εκεί ανέπτυξε σπουδαία αντιστασιακή δράση ως σαμποτέρ και μεταπολεμικά τιμήθηκε και παρασημοφορήθηκε από το γαλλικό κράτος.
Με την Νίτσα παντρεύτηκαν και απέκτησαν μια κόρη, την ηθοποιό και ποιήτρια Λιάνα Βιτσώρη.
Ο γάμος τους, ωστόσο, δεν μακροημέρευσε διότι η Νίτσα γνώρισε έναν νεαρό γιατρό, αριστοκρατικής καταγωγής με εντυπωσιακό παράστημα.
Ο νεαρός ήταν ο Χρήστος Τσαγανέας ο οποίος ερωτεύεται παράφορα τη Νίτσα Βιτσώρη. Τόσο παράφορα που παρατάει την ιατρική για να γίνει ηθοποιός στο πλευρό της γυναίκας που αγαπά και η οικογένεια του τον αποκληρώνει και παύει να τον στηρίζει οικονομικά.
Ο Χρήστος αναγκάζεται να ζει σε ένα πλοιάριο στο λιμάνι του Πειραιά και προκειμένου να εξασφαλίσει τα προς το ζειν, λαμβάνει μέρος σε παραστάσεις περιπλανώμενων θιάσων, τα μπουλούκια, που ήταν ιδιαίτερα υποτιμημένα εκείνη την εποχή.
Εκείνη, χωρίζει τον Γ. Βιτσώρη για να παντρευτεί τον άνδρα της ζωής της. Ο Τσαγανέας ήταν ο δεύτερος άνδρας στη ζωή της Νίτσας που εγκαταλείπει την ιατρική για να γίνει ηθοποιός!
Αλλάζει το επίθετό της σε Νίτσα Τσαγανέα και με αυτό χτίζει το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας της, ενώ ο Χρήστος γίνεται γνωστός ως τρόφιμος του τρελοκομείου στο «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» και γνωρίζει την αποθέωση στην ταινία «το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» με τον κλασικό πλέον ρόλο ως… «Βεβαίως βεβαίως»!
Οι δυο τους δεν απέκτησαν παιδί, ωστόσο, έμειναν μαζί μέχρι το θάνατο του Χρήστου Τσαγανέα το 1977.
Στα χρόνια που η Νίτσα ήταν στο πλευρό του Βιτσώρη φαίνεται πως επηρεάστηκε πάρα πολύ από την πολιτική του δράση. Έτσι, αν και χωρισμένοι ήδη πολλά χρόνια, στη διάρκεια της κατοχής η Νίτσα Τσαγανέα εντάσσεται στις γραμμές του ΕΑΜ και συμμετέχει ενεργά στην εποποιία της Εθνικής Αντίστασης.
Μέλος του ΕΑΜ ήταν και ο άλλοτε αριστοκράτης Χρήστος Τσαγανέας. Το 1944, κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, μάλιστα, το όνομα του συνδέθηκε με τη φρικτή δολοφονία της ηθοποιού Ελένης Παπαδάκη από την ΟΠΛΑ (υπόθεση με την οποία θα ασχοληθούμε εκτενέστερα σε επόμενο αφιέρωμα).
Στις 20 Αυγούστου του 1940, ο Ραμόν Μερκαντέρ, Ισπανός κομμουνιστής, βετεράνος του εμφυλίου πολέμου και γιος της Ισπανίδας πράκτορος της NKVD Καριντάντ ντελ Ρίο Χερνάντεζ δολοφονεί τον Λέοντα Τρότσκι στο Μεξικό. Ο Μερκαντέρ ήταν ο «εκλεκτός» του σταλινικού καθεστώτος για τη δολοφονία του μεγάλου αντιπάλου του Στάλιν. Ο Μερκαντέρ πίστευε, όπως όλοι οι τότε πιστοί στη Σοβιετική Ένωση κομμουνιστές, ότι ο Τρότσκι ήταν προδότης του σοσιαλισμού και της πατρίδας, «ένα σκουλήκι που έχει πουληθεί στους φασίστες».
Το σοκ για τους οπαδούς του Τρότσκι σε όλο τον κόσμο ήταν μεγάλο, ωστόσο, προσπάθησαν το σημαντικό αρχείο του να μην πέσει σε χέρια που δεν έπρεπε.
Σε ένα περίεργο παιχνίδι της μοίρας ο Βιτσώρης έρχεται σε επαφή με τη Νίτσα και τον Χρήστο Τσαγανέα και αν και γνωρίζει πως και οι δυο είναι μέλη του ΕΑΜ που είναι πιστό στο σταλινικό καθεστώς, τους ζητάει να κρατήσουν και να κρύψουν για όσο χρειαστεί το πολύτιμο αρχείο του Τρότσκι.
Το ζευγάρι δεν αρνήθηκε και βέβαια ούτε πρόδωσε την εμπιστοσύνη του Βιτσώρη. Το αρχείο για όσο καιρό έμεινε στην Ελλάδα κρύφτηκε από το ζεύγος Τσαγανέα κάτω από άκρα μυστικότητα χωρίς κανείς να μάθει το παραμικρό.