Στον ελληνικό κινηματογράφο πολλοί ήταν οι ηθοποιοί εκείνοι που ταυτίστηκαν, ακόμα και χαρακτηρίστηκαν από τους ρόλους που έπαιζαν. Μάλιστα, δεν ήταν και λίγες οι περιπτώσεις εκείνες που για κάποιους ηθοποιούς υπήρχαν συγκεκριμένοι ρόλοι: του καλού, του κακού, του φιλότιμου, του κατατρεγμένου φτωχού, του άσχημου, του γκαφατζή και πάει λέγοντας.
Και ήταν, δε, τέτοια η ταύτιση που το κοινό δύσκολα μπορούσε να δει έναν ηθοποιό να υποδύεται τον αντίθετο ρόλο. Εδώ, έχουμε δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα: του Διονύση Παπαγιαννόπουλου και του Σπύρου Καλογήρου. Ο πρώτος ταυτίστηκε με το ρόλο του κωμικού, του καλού, ενίοτε και γκρινιάρη, αλλά πάντα γλυκού πατέρα. Όταν στην ταινία υποδύθηκε υποδειγματικά το ρόλο του κακού, το κοινό ναι μεν υποκλίθηκε στο ανυπέρβλητο ταλέντο του, όμως, μετά μάλλον θα έβλεπε μια το «Τζένη-Τζένη» για να έρθει στα ίσα με την ερμηνεία.
Ο Σπύρος Καλογήρου, πάλι, ταυτίστηκε με το ρόλο του «κακού», του μοχθηρού. Όταν, στην ταινία «Η νεράιδα και το παλικάρι» είχε έναν κωμικό ρόλο, το κοινό είδε μία άλλη πλευρά του. Μία πλευρά που αντικατόπτριζε τον πραγματικό χαρακτήρα του ηθοποιού, αφού στην καθημερινή του ζωή δεν είχε καμία σχέση με τον κακό του σινεμά. Και όχι μόνο ο Καλογήρου. Αρκετοί από τους «κακούς» του ελληνικού κινηματογράφου, στην πραγματικότητα δεν είχαν καμία σχέση με τους ρόλους, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις, οι προσωπικές τους ιστορίες είχαν και μία τραγική πινελιά.
Ας δούμε, λοιπόν, ποιοι «κακοί» του σινεμά, στην πραγματικότητα ήταν καλοί.
«Παίζω τόσο καλά τον καταδότη για να κάνω τον κόσμο να μισήσει τους καταδότες», είχε απαντήσει κάποτε σε σχετική ερώτηση ο Αρτέμης Μάτσας. Και έτσι αποκάλυψε την τραγική οικογενειακή ιστορία που κουβαλούσε, αλλά και το κίνητρο που τον ώθησε να υποδύεται στον κινηματογράφο με απίστευτη μαεστρία το ρόλο του δοσίλογου των Γερμανών.
Ο σπουδαίος ηθοποιός γνώρισε από πολύ μικρός τις φρικαλεότητες του ζυγού των ναζί, όταν έβαλαν τον εβραϊκής καταγωγής πατέρα του στα τρένα για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η οικογένεια δεν θα τον ξανάβλεπε ποτέ, καθώς μετατράπηκε κι αυτός σε έναν ακόμα αριθμό στη μακάβρια λίστα των θυμάτων του Ολοκαυτώματος, άλλο ένα θύμα της ναζιστικής λαίλαπας.
Τα τρία παιδιά περνούν δύσκολα παιδικά χρόνια, όπως και όλα τα ελληνόπουλα εξάλλου και ο Αρτέμης λίγο έλειψε να πεθάνει από την πείνα και τις κακουχίες της Κατοχής. Μεγάλωσε μισώντας λοιπόν τους ναζί κατακτητές, γι’ αυτό και αποφάσισε να παίξει τον ρόλο που δεν ήθελε κανείς!
Έναν ρόλο που το κοινό τον ταύτισε τόσο πολύ, δημιουργώντας προβλήματα στην πραγματική ζωή του καλλιτέχνη. Ο Μάτσας έφαγε τουλάχιστον δύο φορές ξύλο στον δρόμο από θεατές που δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν τον ηθοποιό από τον ρόλο! Όπως θυμόταν εξάλλου η «Καθημερινή» της εποχής: «Ανηλεές κυνηγητό περίμενε στους δρόμους της Θεσσαλονίκης τον κακό του κινηματογράφου Αρτέμη Μάτσα».
Η ρετσινιά του κακού έμεινε ανεξίτηλη στο πέρασμα του χρόνου. «Δεν υπάρχει περίπτωση να περάσω από τη Φωκίωνος Νέγρη -εκεί κοντά μένω- και να μη μου φωνάξουν ‘‘προδότη’’, ‘‘ρουφιάνε’’, ‘‘τσιφούτη’’», θυμόταν ο ίδιος ο Μάτσας.
«Μας αγαπάνε οι Γερμανοί. Σαν φίλοι ήρθανε», έλεγε στους Κρητικούς στη «Χαραυγή της Νίκης» ο αξέχαστος καταδότης του σινεμά, Δήμος Σταρένιος. Και ήταν τόσο πειστικός στο ρόλο του προδότη συνεργάτη του κατακτητή, σαν μην κόντεψε ποτέ να πεθάνει στην Κατοχή στενάζοντας κάτω από τη γερμανική μπότα. Ο «φίλος» των Γερμανών και μετέπειτα περίφημος «Γερό Λαδάς» στην πραγματικότητα ήταν ένας ρομαντικός κομμουνιστής.
Ο Αιγυπτιώτης Δήμος Σταρένιος ήρθε στην Ελλάδα αποκλειστικά για να σπουδάσει υποκριτική ως εξαιρετικό ταλέντο. Αν και δεν έγινε ποτέ ο μεγάλος κινηματογραφικός πρωταγωνιστής που υπέθεταν όλοι πως θα γινόταν, έκανε τη δική του καριέρα, ενώ πολέμησε εντάχθηκε στο ΕΑΜ και στο ΚΚΕ αργότερα.
Οι διώξεις που υπέστη τόσο από τα μεταβαρκιζιανά καθεστώτα όσο και τη Χούντα των Συνταγματαρχών κατά την αμαρτωλή επταετία επηρέασαν την επαγγελματική του σταδιοδρομία, μιας και εκείνος δεν έκρυψε ποτέ τα πολιτικά του πιστεύω.
Κρατούσε τα σκήπτρα της «κακιάς» του ελληνικού κινηματογράφου, της πεθεράς που καμιά μέλλουσα νύφη δεν θα ήθελε, της καταπιεστικής μητέρας και της ύπουλης αδελφής. Ο λόγος για την Τασσώ Καββαδία, η οποία με το ανυπέρβλητο ταλέντο της ερμήνευσε μοναδικά τους κακούς ρόλους.
Η, δε, εμφάνισή της στην ταινία «Η αμαρτία της ομορφιάς» ήταν απλά συγκλονιστική. Στην πραγματικότητα, όμως, η ηθοποιός δεν είχε καμία σχέση με τους αυστηρούς ρόλους που υποδυόταν. Ήταν ένας γλυκύτατος άνθρωπος, σεμνή και διακριτική, με κλασικές σπουδές και μόρφωση.
Επίσης, στη συνείδηση του κοινού έχει αποτυπωθεί ως ένας από τους «κακούς». Στην πραγματικότητα, όμως, δεν έχει καμία σχέση με αυτό που υποδύθηκε. Μάλιστα, ο Ανέστης Βλάχος κουβαλά τη δική του προσωπική ιστορία, με ανέχειες, δύσκολα χρόνια κι ένα ατύχημα που του κόστισε την απώλεια του ματιού.
Ο ηθοποιός στο ξεκίνημά του αντιμετώπιζε πολλά οικονομικά προβλήματα και για να τα βγάλει πέρα, όταν δεν έπαιζε στο θέατρο ή στον κινηματογράφο, δούλευε μεροκάματο στην οικοδομή. Μια μέρα, στην προσπάθειά του να καρφώσει μια πρόκα, δεν πρόσεξε και τραυματίστηκε στο δεξί του μάτι. Η καθυστέρηση των γιατρών – όπως λέει ο ίδιος – οδήγησε στην απώλεια του ματιού του λόγω μόλυνσης.
Στα γυρίσματα της ταινίας «Το κορίτσι με τα μαύρα», ο Ανέστης Βλάχος γνωρίστηκε με την Έλλη Λαμπέτη και το Δημήτρη Χορν και το τότε ζευγάρι ανέλαβε όλα τα έξοδα της επέμβασης στην οποία υποβλήθηκε στο μάτι.
Έγινε γνωστός, κυρίως, μέσα από τους ρόλους του κακού που με μεγάλη επιτυχία. Τόση, που το κοινό (ήταν και η φυσιογνωμία του τέτοια) που το κοινό πίστευε πως κάπως έτσι θα είναι και στην εκτός πανιού ζωή. Αλλά ο Νίκος Τσαχιρίδης δεν ήταν έτσι.
Παιδί του Πόντου, έχασε από μικρός τον πατέρα του ενώ ο ίδιος αναγκάστηκε να βγει από νωρίς στη βιοπάλη για να τα βγάλει πέρα η οικογένειά του. Δούλευε στην οικοδομή για το μεροκάματο, μέχρι που τον ανακάλυψε ο Νίκος Κούνδουρος το ’54 και του έδωσε έναν ρόλο στη «Μαγική πόλη». Ο Τσαχιρίδης, εκτός από ηθοποιός ήταν και ένας από τους καλύτερους κασκαντέρ του σινεμά.
Αν υπήρχε ένα τύπου top ten με τους πιο κακούς του κινηματογράφου, ο Σπύρος Καλογήρου θα φιγούραρε στην πρώτη θέση. Από τη μία, λες πως αυτή είναι η μεγαλύτερη αδικία, μιας και ο ηθοποιός στην πραγματικότητα ήταν ένας γλυκύτατος και ρομαντικός άνθρωπος. Καμία σχέση με τον κακό, μοχθηρό, μαυραγορίτη που υποδυόταν στο πανί.
Από την άλλη, όμως, αυτή είναι και η καλύτερη απόδειξη του μεγάλου του ταλέντου: να «κεντάει» σε αυτούς τους κόντρα ρόλους. Και ήταν τόσο κόντρα για τον καλοκάγαθο Σπύρο Καλογήρου, που στην περίφημη σκηνή με το Νίκο Κούρκουλο στη «Λόλα» όπου μάχονται με τους σουγιάδες γιατί ήταν… «πολλά τα λεφτά Άρη», ο ηθοποιός δεν μπορούσε να χτυπήσει τον καλό του φίλο.
Αλλά και σε άλλους ρόλους, όπως στη «Στεφανία» ή στη «Μαρία της σιωπής», άφησε το στίγμα του. Ο ηθοποιός με την τρεμάμενη φωνή και το άγριο παρουσιαστικό (πόσοι σαν παιδιά δεν τον φοβόμασταν όταν ξεπρόβαλλε στην οθόνη;) ήταν στην πραγματικότητα πολύ τρυφερός και ρομαντικός, συνηθίζοντας να γράφει στη γυναίκα της ζωής του, την Ευαγγελία Σαμιωτάκη (ήταν παντρεμένοι από το 1952, μέχρι που τους χώρισε ο θάνατος το 2009) ποιήματα.