«Όσο πληθαίνουν οι νόμοι, πολλαπλασιάζονται οι παράνομοι», είχε πει ο κινέζος φιλόσοφος του 6ου αιώνα π.Χ. Λάο Τσε. Το νομικό οπλοστάσιο ενός κράτους έχει τόσους πολλούς νόμους, που οι περισσότεροι από αυτούς ουδέποτε εφαρμόζονται είτε γιατί από τη φύση τους είναι ανεφάρμοστοι, είτε επειδή ακριβώς αν εφαρμόζονταν θα ήταν πάρα πολλοί οι… παράνομοι. Οι πολίτες, δηλαδή, που έμπρακτα θα στεκόντουσαν απέναντί τους.
Αυτό είναι και το μεγάλο ζητούμενο που έχει προκύψει με την πρόσφατη νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης για τις δημόσιες συναθροίσεις- συγκεντρώσεις. Με ένα «καυτό» φθινόπωρο να είναι μπροστά μας, πολλοί αναρωτιούνται αν η κυβέρνηση θα μπορέσει να εφαρμόσει έναν τέτοιο νόμο.
Τι θα κάνουν, δηλαδή, οι αστυνομικές αρχές όταν (στην πράξη, πλέον, και όχι στα λόγια όπου όλα είναι εύκολα) μια συγκεκριμένη κατηγορία πολιτών θελήσει να διαδηλώσει χωρίς να τηρεί τα όσα προβλέπει ο συγκεκριμένος νόμος; Θα έχουμε πλέον συγκεντρώσεις και πορείες οι οποίες θα είναι συγκρουσιακές πριν καν ξεκινήσουν;
Η βία φέρνει βια και μια κοινωνική έκρηξη, είναι το μόνο που δεν θέλει όχι η κυβέρνηση Μητσοτάκη αλλά οποιαδήποτε κυβέρνηση.
Το ζήτημα των διαδηλώσεων είναι ένα ζήτημα εξαιρετικά ευαίσθητο, ειδικά σε χώρες όπως η Ελλάδα, που ξυπνάει μνήμες που λίγοι είναι αυτοί που θέλουν να επαναφέρουν στον δημόσιο διάλογο.
Ίσως γι’ αυτό το λόγο, όσες προσπάθειες έχουν γίνει από κυβερνήσεις του παρελθόντος να (το πούμε ευγενικά) ρυθμιστεί ο τρόπος που γίνονται οι συγκεντρώσεις, έμειναν στο… στάδιο της προσπάθειας.
Η πιο ενδιαφέρουσα από αυτές τις περιπτώσεις, φέρει την υπογραφή του πρώην προέδρου της Βουλής και τότε υπουργού Δημόσιας Τάξης, Βύρωνα Πολύδωρα.
Στις 16 Αυγούστου 2006 και ενώ η βουλή είναι κλειστή ο Βύρων Πολύδωρας δίνει στη δημοσιότητα επιστολή που καλεί όλα τα εμπλεκόμενα μέρη (κόμματα, δήμο Αθηναίων, ΕΒΕΑ, ΣΕΒ, ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ) να καθίσουν στο τραπέζι του διαλόγου και να βρουν μια κοινή λύση. Η πρόταση του τότε υπουργού ήταν «οι μικρές διαδηλώσεις και πορείες να πραγματοποιούνται σε μια λωρίδα κυκλοφορίας, χωρίς να κλείνει όλος ο δρόμος και χωρίς να διακόπτεται η κυκλοφορία».
Με σαφή πρόθεση να δοθεί μια χιουμοριστική διάθεση, την επόμενη ημέρα, ο Τύπος της εποχής (και κυρίως οι αντιπολιτευόμενες εφημερίδες) κάνουν λόγο για διαδηλώσεις με… μεζούρα αφού το σχέδιο του τότε υπουργού Δημόσιας Τάξης προέβλεπε πως πορείες μικρότερες των 500 διαδηλωτών θα καταλάμβαναν συγκεκριμένο -και αναλογικό με τον αριθμό των συμμετεχόντων- χώρο στο οδόστρωμα.
Τελικά, η συνάντηση πραγματοποιείται στις 27 Νοεμβρίου όπου ο Β. Πολύδωρας παρουσία ανώτατων αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας παρουσιάζει ολοκληρωμένο το σχέδιο του και δείχνει σε γραφήματα το πως θα είναι οι πορείες του… μέλλοντος. Από τη σύσκεψη απουσιάζουν ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ, Συνασπισμός και ΓΣΕΕ που αντιδρούν έντονα στο σχέδιο του υπουργείου Δημόσιας Τάξης.
Δείτε εδώ τα γραφικά που είχε παρουσιάσει ο τότε υπ. Δημόσιας Τάξης.
Σύμφωνα με το «μνημόνιο συνάντησης», όπως είχε αποκληθεί, «η Δημοτική Αρχή και η Ελληνική Αστυνομία σε επικοινωνία με τους διοργανωτές θα συνεννοούνται και θα συμφωνούν εγκαίρως για όλα τα διαδικαστικά της εκδήλωσης όπως, τον πιθανολογούμενο αριθμό των μετεχόντων, τη διαδρομή που θα ακολουθήσει η πορεία-διαμαρτυρία και τον αυτοπεριορισμό της σε μία λωρίδα κυκλοφορίας, για να μην παραλύει η πόλη». Σύμφωνα με το κείμενο αυτό, «οι υπηρεσίες της Τροχαίας θα είναι αρμόδιες να μεριμνούν με τα κατάλληλα μέσα για την τήρηση της συμφωνίας».
Η κρίσιμη ημέρα, αυτό που θα λέγαμε crash test, ήρθε πολύ γρήγορα καθώς λίγο καιρό μετά την υπογραφή αυτού του συμφώνου, αναρχικοί συγκεντρώθηκαν για να κάνουν πορεία στο κέντρο. Ήταν μια, όχι μεγάλη σε όγκο, και σίγουρα εντός των… ορίων Πολύδωρα, διαδήλωση που πραγματοποιούσαν άτομα και συλλογικότητες του αναρχικού και αντιεξουσιαστικού χώρου, ενάντια στην έντονη αστυνομική παρουσία στα Εξάρχεια.
Η πορεία θα ξεκινούσε από την πλατεία Κανιγγός, θα διέσχιζε την Ακαδημίας, θα περνούσε από τη Χαριλάου Τρικούπη, θα έβγαινε στην Αλεξάνδρας και μέσω της οδού Πατησίων θα κατέληγε στην πλατεία Εξαρχείων.
Όλοι περίμεναν τη στιγμή που ο επικεφαλής αστυνομικός θα πλησίαζε τους συγκεντρωμένους αναρχικούς για να τους πει πως θα πρέπει να πορευτούν στη μια λωρίδα κυκλοφορίας. Υπήρχε διάχυτη η αίσθηση πως και οι αναρχικοί… το ίδιο περίμεναν.
Φωτογράφοι είχαν έτοιμες τις μηχανές και καμεραμάν προετοίμαζαν το κατάλληλο πλάνο. Όσο περνούσε η ώρα τόσο η διάχυτη ένταση αυξανόταν, κυρίως από την πλευρά των αστυνομικών που σε αυτούς έπεφτε το βάρος να διαπραγματευτούν. Η ώρα περνούσε και η στιγμή που θα ξεκινούσε η πορεία έφτανε. Τα αμήχανα βλέμματα συνεχίζονταν. Και τελικά η πορεία ξεκίνησε. Και έκανε το δρομολόγιο της. Κανονικά. Όπως γινόταν μέχρι τότε. Η συγκεκριμένη πορεία ήταν η πρώτη έμπρακτη αμφισβήτηση του κυβερνητικού σχεδίου και ένα «σημάδι» πως αυτή η προσπάθεια δεν πρόκειται να… ευοδωθεί!
Η αλήθεια είναι πως σε κάποιες λίγες περιπτώσεις ο σχεδιασμός εφαρμόστηκε. Μέχρι που ήρθε ο Δεκέμβρης του 2008 και τα όσα τραγικά έγιναν τότε. Προφανέστατα και δεν μιλάμε για τις μεγαλειώδεις και ογκωδέστατες διαδηλώσεις διαμαρτυρίας για τη δολοφονία του 15χρονου Αλέξη Γρηγορόπουλου αλλά για τις πολλές (πάρα πολλές) μικρότερες που γινόντουσαν σχεδόν σε κάθε γειτονιά της Αθήνας και βέβαια και στο κέντρο της πρωτεύουσας. Η αστυνομία ειδικά τις πρώτες ημέρες κρατούσε μια στάση ανοχής με προφανή στόχο να εκτονωθεί η ένταση κυρίως των νέων ανθρώπων και έτσι τα όποια σχέδια πήγαν… περίπατο.
Ουσιαστικά αυτή ήταν η πρώτη και η τελευταία σοβαρή προσπάθεια να μπουν περιορισμοί στο πως θα γίνονται οι διαδηλώσεις.
Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, πως σχετικές προσπάθειες είχαν γίνει το 2001 και το 2013. Η χρονικά πρώτη ήταν το 2001 επί υπουργίας (και πάλι, όπως και σήμερα) Μιχάλη Χρυσοχοϊδη αλλά το νομοσχέδιο που είχε ετοιμάσει το υπουργείο Δημόσιας Τάξης δεν έφτασε ποτέ στη βουλή.
Η χρονικά τελευταία προσπάθεια η οποία επίσης δεν ευδοκίμησε ήταν το 2013, όταν στην ηγεσία του Μεγάρου της λεωφόρου Κατεχάκη ήταν ο Νίκος Δένδιας. Η νομοθετική ρύθμιση προέβλεπε περιορισμούς σε διαδηλώσεις κάτω των 200 συμμετεχόντων σε πόλεις με πληθυσμό άνω των 100.000 κατοίκων και θα ίσχυε όλο τον χρόνο και όχι μόνο κατά την τουριστική περίοδο, όπως αρχικά είχε εξεταστεί. Και αυτή η πρωτοβουλία, ωστόσο, είχε την τύχη των δυο προηγούμενων.
Με τον πάντα χειμαρρώδη λόγο του, ο τότε υπουργός Δημόσιας Τάξης και πρώην πρόεδρος της Βουλής, μίλησε στο newsbeast.gr για εκείνη την περίοδο και έκανε τις εκτιμήσεις του για τη σημερινή κατάσταση.
-κ. Πολύδωρα, θυμάμαι πως η δική σας προσπάθεια είχε ξεκινήσει την επόμενη ημέρα από τον Δεκαπενταύγουστο. Με τον κόσμο ακόμα στις διακοπές. Και σας είχαν κατηγορήσει γι’ αυτό.
Με τη στάση μου ήθελα να προλάβω την ανάγκη, προτείνοντας μια λύση. Να προλάβω την τιμωρία της μη κυκλοφορίας που περίμενε τους Αθηναίους με την επιστροφή τους. Η ανάγκη είναι του κυκλοφοριακού. Και η λύση είναι του διαλόγου των εμπλεκόμενων και των συμμετεχόντων σε μια πορεία.
Δεν κάναμε κάτι στο πόδι. Είχα δίπλα μου τότε άξιους αστυνομικούς όπως ο Παναγιώτης Στάθης, τότε εκπρόσωπος Τύπου του Αρχηγείου, ο οποίος είχε αναλάβει όλο το τεχνικό κομμάτι, αλλά και ο μετέπειτα αρχηγός Νίκος Παπαγιαννόπουλος. Είχαμε φτιάξει διαγράμματα και έναν ολόκληρο φάκελο. Φάκελο διαλόγου με κόμματα, συνδικάτα, φορείς και τον δήμο Αθηναίων.
– Παρά τη προετοιμασία που είχατε κάνει εσείς, ωστόσο, φάνηκε στην πράξη πως όλο αυτό δεν λειτούργησε. Γιατί θεωρείται πώς έγινε αυτό;
Γιατί υπάρχει η εμπορευματοποίηση των διαδηλώσεων. Η εργαλειοποίησή τους. Μου έλεγαν τότε οι συνδικαλιστές πως «πρέπει να πιέσουμε κι εμείς κάπως για να ακουστούν τα αιτήματα μας»! Μα η πίεση πρέπει να είναι προς τους εργοδότες και όχι προς τους πολίτες.
Η όλη προσπάθεια χάθηκε καθ’ οδόν. Δεν υπήρχε η διάθεση για συνεργασία. Υπήρχε μεγάλη επιφυλακτικότητα.
– Μήπως φταίει το ότι προσπαθήσατε να κάνετε μια συμφωνία και όχι να το κάνετε με ένα Νόμο όπως γίνεται τώρα;
Όχι! Δεν ήθελα να κάνω Νόμο. Το Σύνταγμα είναι ο Νόμος. Εγώ ήθελα να κάνω μια συμφωνία. Πεζοδρόμια- λωρίδες κυκλοφορίας- άδεια της αστυνομίας. Με διοικητικές πράξεις. Όχι με Νόμους. Μια υπεύθυνη αστυνομία θα μπορούσε να το κάνει και τώρα. Εγώ δεν έχω δικαίωμα να απαγορεύσω διαδήλωση. Έχω υποχρέωση, όμως, να την εποπτεύσω. Δεν το λέω εγώ. Το λέει το Σύνταγμα. Το άρθρο 11 του Συντάγματος. Το Δικαίωμα του συνέρχεσθαι. «1. Oι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνέρχονται ήσυχα και χωρίς όπλα. 2. Mόνο στις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις μπορεί να παρίσταται η αστυνομία. Oι υπαίθριες συναθροίσεις μπορούν να απαγορευτούν με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής, γενικά, αν εξαιτίας τους επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, σε ορισμένη δε περιοχή, αν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής, όπως νόμος ορίζει».
Βλέπετε, λοιπόν, πως το πνεύμα του Συντάγματος είναι να ασφαλίζει. Όχι να απαγορεύει. Τη δική μου επιχειρηματολογία χρησιμοποιούν σήμερα. Το δικό μου σχέδιο προέβλεπε ακόμα και τον ρόλο του οργανωτή της πορείας…
-Προέβλεπε τα πάντα αλλά στην πράξη, δεν εφαρμόστηκε. Θυμάστε, φαντάζομαι, εκείνη την πορεία ατόμων του Αναρχικού χώρου στην Κάνιγγος;
Ναι, την θυμάμαι. Τον θρύλο των Εξαρχείων τον δημιούργησε η Ελληνική Αστυνομία. Εγώ δεν ζητούσα από κανέναν να πάει να σκοτωθεί. Τους ζητούσα, όμως, να πάνε να κάνουν το καθήκον τους.
-Άρα, να φανταστώ πως θεωρείται πως και αυτή η προσπάθεια που γίνεται τώρα δεν θα έχει κάποιο αποτέλεσμα;
Θα την αποκρούσουν εκ του συστάδην. Προφανώς και δεν είμαι μάντης. Εγώ έδρασα με πρόνοια για να διατηρήσω την κυκλοφορία αδιατάρακτη και να έχω ελεύθερη και την έκφραση των συνδικαλιστών. Δεν ήθελα να κάνω κάτι που θα έχει σαν βάση του τον κοινωνικό αυτοματισμό. Ο κοινωνικός αυτοματισμός είναι διχαστικός. Εγώ ήθελα να έχω μια δημόσια ευταξία. Ο ποινικός Νόμος είναι γεμάτος ανενεργά άρθρα. Το Σύνταγμα προβλέπει να φτιάχνεις Νόμο όταν θέλεις να απαγορεύσεις κάτι. Εγώ δεν ήθελα να απαγορεύσω κάτι.