Τη θανατική ποινή επέβαλε ιαπωνικό δικαστήριο στην 70χρονη Τσισάκο Κακέχι, η οποία έχει χαρακτηριστεί «μαύρη χήρα», λόγω των φόνων του συζύγου και δύο συντρόφων της, καθώς και την απόπειρα φόνου ενός γνωστού της, στο χρονικό διάστημα 2007-2013.
Όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα των Japan Times, δικαστήριο του Κιότο κατέληξε σε αυτή την απόφαση παρά τις ενστάσεις της υπεράσπισης, που επικαλέστηκε έλλειψη χειροπιαστών αποδεικτικών στοιχείων. Η υπεράσπιση επίσης ισχυρίστηκε πως η Κακέχι δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί υπεύθυνη για τις πράξεις της, καθώς όταν διεπράχθησαν οι φόνοι είχε παρουσιάσει συμπτώματα πρώιμης άνοιας.
«Ήταν ένα ειδεχθές έγκλημα, με κίνητρο την απληστία. Η θανατική ποινή δεν μπορεί να αποφευχθεί, ακόμα και λαμβάνοντας υπόψιν την άνοια και άλλους παράγοντες» είπε η προεδρεύουσα δικαστής, Αγιάκο Νακαγκάβα.
Σύμφωνα με την απόφαση, η Κακέχι δολοφόνησε τον 75χρονο σύζυγό της, Ισάο, τους συντρόφους της Μασανόρι Χόντα και Μινόρου Χιόκι, 71 και 75 ετών αντίστοιχα, και προσπάθησε να σκοτώσει τον γνωστό της, Τοσιάκι Σουεχίρο, 79 ετών, βάζοντάς τους να πιουν κυάνιο.
Κατά τη Νακαγκάβα, η Κακέχι αδιαφορούσε για τις ανθρώπινες ζωές, καθώς προέβη σε επανειλημμένους φόνους, ενώ συμπλήρωσε πως δεν φάνηκε να μετανιώνει ούτε να προβληματίζεται για τα εγκλήματά της. Το δικαστήριο επίσης υπογράμμισε πως δεν υπέφερε από άνοια όταν έκανε το τελευταίο της έγκλημα, τον Δεκέμβριο του 2013.
Οι εισαγγελείς τόνισαν πως, και στις τέσσερις περιπτώσεις τα θύματα παραπλανήθηκαν έτσι ώστε να πιουν κυάνιο που τους είχε δώσει η καταχρεωμένη Κακέχι, η οποία επιδίωκε να κληρονομήσει τις περιουσίες τους.
Λίγο μετά την απόφαση, οι δικηγόροι της άσκησαν έφεση για να στείλουν την υπόθεση σε ανώτερο δικαστήριο, κάτι που σημαίνει ότι η υπόθεση ενδεχομένως να μην έχει κλείσει ακόμα.
Οι εισαγγελείς υποστήριξαν ότι είχε προσχεδιάσει τα εγκλήματά της, περιλαμβανομένης της προετοιμασίας εγγράφων, εξαπατώντας τα θύματα ώστε να πιουν το κυάνιο που τους περνούσε ως υγιεινό κοκτέιλ. Οι συνήγοροι υπεράσπισης ωστόσο είπαν πως δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνη, υποστηρίζοντας πως η άνοιά της είχε προχωρήσει και ότι δεν ήταν σε θέση να κατανοήσει καν ότι δικαζόταν.
Η Κακέχι είχε πρωτοδιαγνωστεί με ελαφρά άνοια το 2016 και είπε πως είχε πρόβλημα να θυμάται γεγονότα λίγο μετά τη σύλληψή της. Ο γιατρός που προέβη στη διάγνωση, ωστόσο, είπε πως θα μπορούσε νομικά να θεωρηθεί υπεύθυνη για τις πράξεις της κατά τη χρονική περίοδο εκείνη.
Η υπεράσπιση επίσης υποστήριξε πως υπήρχε πιθανότητα κάποια από τα θύματα να πέθαναν από ασθένεια ή από διαφορετικά φάρμακα ή δηλητήρια, σημειώνοντας πως κάποια από αυτά δεν είχαν υποβληθεί σε νόμιμες αυτοψίες.
Η Κακέχι είχε πρωτοσυλληφθεί τον Νοέμβριο του 2014, και απαγγέλθηκαν κατηγορίες τον επόμενο μήνα για τον φόνο του συζύγου της, που πέθανε στο σπίτι του ζεύγους στο Μούκο του Κιότο τον Δεκέμβριο του 2013, έναν μήνα μετά τον γάμο τους. Αργότερα απαγγέλθηκαν κατηγορίες για τις υποθέσεις των θανάτων άλλων δύο ανδρών.
Η Κακέχι είχε παντρευτεί για πρώτη φορά σε ηλικία 24 ετών, ξεκινώντας μια εταιρεία υφασμάτων στην Οσάκα με τον πρώτο της σύζυγο. Ωστόσο μετά τον θάνατό του το 1994, η επιχείρηση χρεοκόπησε και το σπίτι της τέθηκε σε πλειστηριασμό, με αποτέλεσμα να ζητήσει δάνειο από γείτονες. Αργότερα γράφτηκε σε υπηρεσία συνοικεσίων, ζητώντας να γνωρίσει πλούσιους άνδρες με ετήσιο εισόδημα άνω των 10 εκατ. γιεν (87.900 δολάρια). Παντρεύτηκε ή είχε σχέσεις με πάνω από δέκα άνδρες και κληρονόμησε περίπου ένα δισ. γιεν, αν και κατέληξε με χρέη λόγω ενασχόλησης με το χρηματιστήριο.
Πηγή: Huffpost