Μέρα μεσημέρι, κάτω από τον καυτό ήλιο, θα είχε 40 και βάλε βαθμούς Κελσίου. Με τέτοια ζέστη κανείς δεν κυκλοφορεί στους δρόμους. Τόση ζέστη που δεν αντέχει να κυκλοφορήσει ούτε κουρκουτάς, που λέει ο λόγος, όχι άνθρωπος. Μέσα στην κόλαση του κυπριακού καλοκαιριού κανείς δεν θέλει να κινείται άσκοπα. Μα και να βγει κάποιος τι να κάνει; Μοιάζουν όλα νωχελικά, σαν να μη ζει κανένας σε αυτά τα κτήρια, κυρίως παλιές πολυκατοικίες, που μοιάζουν να έχουν γεράσει σαν να μην ήταν ποτέ νέες. Λες και απ’ όταν χτίστηκαν προοριζόντουσαν να είναι παλιές. Υποτίθεται ότι όταν κτίστηκαν, με κόπο πολύ και με χρήμα άφθονο, θα στέγαζαν το μέλλον, και ταυτόχρονα το παρελθόν, κυρίως αυτό. Το παρελθόν, λοιπόν, ήταν πολύ δύσκολο να χωρέσει σε τρία δωμάτια ενός ορόφου, όση καλή διάθεση και αν είχε κανείς. Ο αυγουστιάτικος ήλιος ήταν ανέκαθεν ανηλεής, ο Δεκαπενταύγουστος ήταν από την άλλη βάλσαμο, γιορτή μεγάλη, για όποιον πίστευε δηλαδή, μα και για τους άλλους… και σιγόψελνε: “Ανοίξω το στόμα μου, και πληρωθήσεται Πνεύματος, και λόγον ερεύξομαι τη Βασιλίδι Μητρί, και οφθήσομαι, φαιδρώς πανηγυρίζων, και άσω γηθόμενος, ταύτης την Κοίμησιν”. Ψάλτης, δεξιός και αριστερός, πάντοτε πανηγυρίζων, ωστόσο… και ναι, στην Παναγία τη Χρυσοσπηλιώτισσα για πρώτη φορά, νέοι γνωρίστηκαν, όταν πρωτοχτίστηκε, στα εγκαίνιά της ή κάπου εκεί.
… δικαιοσύνης έλαμψεν ήλιος
Χρόνια πολλά πέρασαν από εκείνον τον Δεκαπενταύγουστο, με χαρές και λύπες. Με όλα δηλαδή τα ανθρώπινα. Μη φανταστεί κανείς τίποτα το τρομερό, όχι! καμία σχέση, φυσιολογικοί θάνατοι, γάμοι, βαφτίσεις, κηδείες με γέλια και γάμοι με κλάματα. Ό,τι δηλαδή ζει κανείς σε μία φυσιολογική ζωή, όχι όμως απαραίτητα και σε έναν φυσιολογικό τόπο. Αριστερός και δεξιός ψάλτης, και για να πούμε την αλήθεια δεν ήταν και συχνό φαινόμενο ένας να στέκεται και στο ένα και στο αντίκρυ ψαλτήρι. Όχι, όμως, ως αναπληρωματικός, και πρωτοψάλτης και λαμπαδάριος και αυτό ήταν που την έλκυσε τότε, δίκαιος άνθρωπος σκέφτηκε… Αυτό το δίκαιος τους έσωσε. Σπουδαίο πράγμα η δικαιοσύνη, πάντα το έλεγαν και το πίστευαν κιόλας. Αλλά και η αδικία δεν αντέχεται… και ενώ τους έσωσε η δικαιοσύνη, τους όρισε το άδικο, επί δικαίους και αδίκους και βρέχει επί οσίους και αμαρτωλούς. Κρίμα, κρίμα, ο άνθρωπος να μη βλέπει κανέναν ήλιο δικαιοσύνης, αλλά μόνο χλωμό φέγγος της διαίρεσης.
Ελπίδες χωρίς αντίκρισμα, όπως αυτές που άκουγαν εκείνον τον Αύγουστο. Και το βράδυ επέστρεφαν στο σπίτι τους, και ανέβαιναν τον Γολγοθά τους.
και υπέστρεψεν εις τον οίκον αυτής
Ζέστη πολλή τον Αύγουστο, τα ταβάνια είναι χαμηλά, ας είναι καλά τα κλιματιστικά και η λεμονάδα με τα πολλά παγάκια. Πάντοτε είχαν λεμονάδα στο ψυγείο τους και πολλές φορές αργά το απόγευμα κάθονταν στο μπαλκόνι, ένας μέσα και ο άλλος έξω –δεν χωρούσαν και οι δύο στα τετραγωνικά που άρον-άρον είχαν προβλεφθεί– και κουβέντιαζαν, ένα μπάνιο στη θάλασσα είχαν πεθυμήσει. Φίλους και συγγενείς πλέον δεν συνήθιζαν να δέχονται, είχαν περάσει τα χρόνια και πια δεν ήταν εύκολο να έρχονται, τρίτος όροφος γαρ –εδώ και οι ίδιοι δυσκολεύονταν να ανεβοκατεβαίνουν– μα δεν τους ένοιαζε, έτσι έλεγαν τουλάχιστον και φυσικά δεν έπειθαν ούτε τους εαυτούς τους. Συνήθισαν, όμως, αλλά παράπονο δεν είχαν, τα παιδιά τους συχνά τους έπαιρναν στα σπίτια τους, και κάθε φορά το ταξίδι από το διαμέρισμά τους έως το Καϊμακλί ήταν μια ελπίδα. Από εκείνες που πεθαίνουν πριν καν να γεννηθούν, ήξεραν ότι το αυτοκίνητο θα σταματούσε λίγο πριν φτάσουν στο ράουντ αμπάουτ του Μπάτα. Ελπίδες χωρίς αντίκρισμα, όπως αυτές που άκουγαν εκείνον τον Αύγουστο. Το βράδυ επέστρεφαν στο σπίτι τους, και ανέβαιναν τον Γολγοθά τους.
του σώζεσθαι την πόλιν σου άτρωτον
Είναι σκληρό να ξεχνάς γιατί δεν βλέπεις, δεν μυρίζεις, δεν αισθάνεσαι. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο χρόνος δεν γίνεται γιατρός, αλλά κακοφορμισμένη πληγή, που πνίγει τη θλίψη μέσα στον πόνο. Όσο περνάει ο καιρός τόσο μεγαλώνει το τραύμα, γιατί το άωρο του θανάτου γίνεται ολοένα και πιο αντιληπτή έννοια. Κρίμα, κρίμα, έλεγε και ξαναέλεγαν, όταν έβγαιναν από το σπίτι, για να πάνε στο νοσοκομείο, στον γιατρό για να τους γράψουν τα φάρμακα, σαν τα καναρίνια του βασιλιά, ζούσαν μία κάποια ελευθερία, όλη μέρα σε κλουβί –μα και χρυσό να ήταν πάλι κλουβί το λένε– και έψαχναν τον βασιλιά, μην είναι από τη Δύση, κάποιος Φράγκος ή κάποιος Βενετός, μην είναι ο σουλτάνος της Αιγύπτου, ή ο βασιλιάς της Σαλαμίνας, που ξεβράστηκε εις γην εναλίαν; Κανείς δεν ήξερε ακριβώς ποιος ο βασιλεύων. Στο Γυμνάσιο τα μάθαιναν, ήξεραν πολλούς βασιλιάδες, και μάλιστα το σχολείο τους ήταν σαν παλάτι… και πολλές φορές έπαιζαν τους βασιλιάδες, σε εκείνα τα μεγάλα σκαλιά, στο υποβλητικό περιστύλιο. Δεκαπενταύγουστος και η πόλη ετοιμαζόταν να γιορτάσει, κακήν κακώς, αλλά η πόλη έπρεπε να μείνει αλώβητη. Παλιότερα είχε ξανασυμβεί και αυτό το είχαν μάθει στο σχολείο… και η βασιλεύουσα πόλη σώθηκε. Θαύματα συμβαίνουν…
Τείχισόν μου τας φρένας
Δεν πολυπήγαιναν στην άλλη πόλη –ούτε τότε ούτε τώρα. Εδώ και χρόνια διαίρεση, τάφρος μεταξύ ανθρώπων που είχαν εν πολλοίς μάθει να ζούνε μαζί, συγκατοίκηση που λένε. Αλλά από ένα σημείο οι ανοικτοί λογαριασμοί και οι χαίνουσες πληγές, που χειρουργικά κάποιοι τις κρατάνε σκοπίμως ανοικτές, διαλύουν τις συγκατοικήσεις. Κόλαση ο Αύγουστος, ο κάθε Αύγουστος, το κάθε καλοκαίρι, αλλά υπάρχουν και εκείνοι οι μήνες, οι αυτοκρατορικοί, που φωνάζουν, “χαίρε, Καίσαρ, οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούν”, και μοιάζει συνωμοσία ο Δεκαπενταύγουστος. Μαζί με τον ιδρώτα και το δάκρυ, να μην ξεχωρίζει το ένα από τ’ άλλο, να αφήνει παράξενη γεύση στο στόμα, όταν πέσει στα χείλη και ξανασιγόψελνε: “Δεύτε οι πιστοί, τω τάφω προσέλθωμεν, της Θεομήτορος, και περιπτυξώμεθα, καρδίας χείλη όμματα μέτωπα, ειλικρινώς προσάπτοντες, και αρυσώμεθα, ιαμάτων, άφθονα χαρίσματα, εκ πηγής αενάου βλαστάνοντα”. Σε πιάνει τρέλα κάτι τέτοιους μήνες, να θες να ξεχάσεις και να μην μπορείς, να θες να θυμηθείς και να πονάς. Σαν τον παπαγάλο του διηγήματος σε μια πόλη μόνος να περιμένεις και τότε πουλί να γίνεσαι ελεύθερο να πετάς και να φωνάζεις: Χαίρε, Αμμόχωστος.
Πηγή: Καθημερινή