«Ενορία Άγιος Μέμνων Βαρωσίων – Οι κήποι της Αμμοχώστου – Οδοιπορικό στον χρόνο»
Έτσι τιτλοφορείται το βιβλίο του πρώην εκπαιδευτικού και Διευθυντή Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης Κύπρου, κ. Σπύρου Φωτίου, το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα. Καρπός πολύχρονης έρευνας, ενδιατρίβει με προσοχή σε θέματα που αφορούν την πλέον ειδυλλιακή ενορία της πόλης της Αμμοχώστου, η οποία, στην ουσία, ήταν ένας απέραντος πορτοκαλεώνας, δίπλα από τη μαγευτική της θάλασσα.
Όπως ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρει στο έργο του: «Η ενορία του Αγίου Μέμνονος, αναπόσπαστο μέρος της “Βασιλεύουσας Αμμοχώστου”, ακολουθούσε πιστά την ιστορική πορεία της πόλης. Χωσμένη μέσα στην πυκνή βλάστηση από πορτοκαλιές και λεμονόδενδρα, με τα περιβόλια της και τις δεξαμενές της, με τους πετροκατεβάτες, με τους ανεμόμυλους να δεσπόζουν, βρισκόταν στις παρυφές μιας θάλασσας, που σε αγκάλιαζε και δεν έλεγες να την αποχωριστείς. Ήταν ένα μέρος σαν σε παραμύθι. Αραιοκατοικημένη, με τα σπίτια διάσπαρτα μέσα στους καταπράσινους κήπους, δίπλα από την πανέμορφη θάλασσα με τα διάφανα κρυστάλλινα νερά και την ασύγκριτη, φυσικής ομορφιάς, παραλία της, η οποία για στολίδι είχε τα κοχύλια, τα ματσικόριδα, τα κρίνα και τα αθάνατά της. Η χρυσοκίτρινη άμμος έδωσε την αφορμή να ονομαστεί, επάξια, “η χρυσή αμμουδιά”, όχι μόνο από τους ντόπιους αλλά και από τους ξένους».
Η ενορία από το 1974 είναι απροσπέλαστη, αφού αποτελεί στρατιωτική ζώνη των κατοχικών δυνάμεων, οι οποίες την έχουν μετατρέψει σε «Κρανίου τόπο». Οι κατακτητές, για να έχουν οπτικό πεδίο προς τις ελεύθερες περιοχές της Δερύνειας, έχουν ξεριζώσει όλους τους πορτοκαλεώνες, προκαλώντας μεγάλη περιβαλλοντική καταστροφή, η οποία διέλαθε της προσοχής πολλών φορέων.
Οι βασικοί στόχοι του συγγραφέα ήταν να συγκεντρώσει όσες περισσότερες πληροφορίες μπορούσαν να εξευρεθούν για την κατεχόμενη ενορία του, ούτως ώστε να συνδράμει στη διάσωση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και κυρίως στη διάσωση της ιστορικής μνήμης των ανθρώπων που ζούσαν επί αιώνες σ’ αυτό το μέρος. Όπως σημειώνει στην εισαγωγή του: «Στην ενορία του Αγίου Μέμνονος δεν υπήρχαν ούτε αρχαίοι ναοί, ούτε θησαυροί. Ο πραγματικός θησαυρός ήταν η πανέμορφη φύση της και κυρίως οι άνθρωποί της, που ήταν δεμένοι μαζί της, γι’ αυτό και το βιβλίο καταπιάνεται μ’ αυτά τα δύο. Πρώτα με τη φύση και έπειτα με τους ανθρώπους. Με τα προβλήματα και τις αγωνίες τους, με τα προτερήματα ή τα “ελαττώματά” τους, με τον αγώνα τους για επιβίωση, αλλά και με τον αγώνα τους για πρόοδο και ευημερία».
Καθαρά Δευτέρα 1960
Το έργο του συγγραφέα δεν ήταν καθόλου εύκολο, αφού όλες, ή σχεδόν όλες οι πληροφορίες είχαν χαθεί και οι γηραιότεροι κάτοικοι της ενορίας απεβίωσαν. Γι’ αυτό και αφιέρωσε πολλές ώρες στα διάφορα αρχεία. Έπειτα, επειδή προτίμησε τη μέθοδο των προσωπικών συνεντεύξεων, αναζήτησε και βρήκε τους ενορίτες, οι οποίοι ας σημειωθεί βρίσκονται διασκορπισμένοι στα τέσσερα σημεία της ελεύθερης Κύπρου και όχι μόνον.
Σπάνιο αρχειακό και φωτογραφικό υλικό
Το βιβλίο, το οποίο είναι 560 σελίδων, χωρίζεται σε επτά μέρη και διαθέτει πλούσιο φωτογραφικό υλικό, γεγονός που το καθιστά ιδιαίτερα ελκυστικό για τον αναγνώστη. Παρουσιάζει, μάλιστα, μερικές καινοτομίες και μοναδικό στο είδος του αρχειακό υλικό, σε σύγκριση με παρόμοια έργα. Για παράδειγμα, ο συγγραφέας χρησιμοποίησε για πρώτη φορά, από το Αρχείο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου, το «Νοφούσιον», μια απογραφή που έγινε το 1862, επί Οθωμανοκρατίας.
Τα γενεαλογικά δέντρα τα παρουσίασε με τη μορφή σχεδιαγράμματος και έτσι μέσα από μια σελίδα Α4 μπορεί ο αναγνώστης εύκολα, με μια ματιά, να κατατοπιστεί για την κάθε οικογένεια. Εντόπισε στοιχεία και χάρτη σύμφωνα με τα οποία κατόρθωσε να αποτυπώσει το κάθε σπίτι της ενορίας που υπήρχε στις αρχές του εικοστού αιώνα. Βρήκε από τον Κλάδο Χαρτογραφίας του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας την αεροφωτογραφία του 1963 με τα περιβόλια της ενορίας του και επειδή, όπως είπε, δεν άντεχε να τα βλέπει μαυρόασπρα, τα έστειλε στο εξωτερικό, σε ειδικό εργαστήριο, για να αποκτήσουν το φυσικό τους χρώμα.
Πανήγυρις 1960
Θησαυρός αναμνήσεων σε επτά μέρη
Στο πρώτο μέρος, μεταξύ άλλων, ο συγγραφέας καταθέτει τη δική του άποψη για τη γένεση των διαφόρων ενοριών του Βαρωσιού, καθώς και τις λιγοστές πληροφορίες που υπάρχουν για τον Άγιο Μέμνονα, τον προστάτη της ενορίας. Διαπραγματεύεται τα εκκλησιαστικά θέματα της ενορίας, την εκπαίδευση και τον ρόλο της ενορίας κατά τον Απελευθερωτικό Αγώνα της ΕΟΚΑ. Αναφέρεται, επίσης, στο «Σωματείον Ένωσις Νέων Αγίου Μέμνονος», καθώς και στα πανηγύρια, στα ήθη και στα έθιμα της ενορίας. Αυτό που ξεχωρίζει ιδιαίτερα, στο μέρος αυτό, είναι η ανάπτυξη του θέματος για τη γεωργική παραγωγή της ενορίας, που είναι σαν μια «διατριβή».
Στο δεύτερο μέρος περιγράφεται αναλυτικά η επίπονη προσπάθεια που κατέβαλε για τον καταρτισμό των γενεαλογικών δέντρων της κατεχόμενης κοινότητας. Κατέφυγε στα διάφορα αρχεία, κυρίως της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου και τότε ήταν που ανακάλυψε το Νοφούσιον, το οποίο αποκάλεσε «γενεαλογικό ευαγγέλιο». Εκφράζει μάλιστα και την άποψη ότι, με την εξεύρεση του Νοφούσιου, πρέπει να γίνει αναθεώρηση της χρονολογίας των Φορολογικών Κατάστιχων, που αποδίδονται στα έτη 1820 και 1825.
Στο τρίτο μέρος είναι καταχωρισμένοι οι πίνακες των γενεαλογικών δέντρων, ενώ στο επόμενο, το τέταρτο, βρίσκουμε μια από τις εκπλήξεις του βιβλίου, αφού περιγράφεται, μέσα από τοπογραφικό χάρτη του 1909, το κάθε σπίτι και η οικογένεια που κατοικούσε μέσα σ’ αυτό. Ο χάρτης έτυχε επεξεργασίας και χρωματίστηκε με ηλεκτρονικό τρόπο, για να είναι ευανάγνωστος. Βρίσκεται στο επόμενο μέρος, το πέμπτο, που είναι έγχρωμο, μαζί με τα περιβόλια της ενορίας, όπου διακρίνονται οι δεξαμενές και οι πορτοκαλιές.
Το έκτο μέρος, το σπουδαιότερο κατά τον συγγραφέα, διασώζει όλη την κοινωνία των ανθρώπων που κατοικούσαν στην ενορία του Αγίου Μέμνονος, μέχρι τα τραγικά γεγονότα του 1974. Κάνει μια περιδιάβαση στην ενορία, από δρόμο σε δρόμο, από σπίτι σε σπίτι και καταγράφει ποιοι έμεναν σ’ αυτό, τις αναμνήσεις τους, τα προβλήματά τους, τις αγωνίες τους, ούτως ώστε να δοθεί μια αντιπροσωπευτική εικόνα της ζωής στην ενορία. Αυτό που ξεχωρίσαμε εμείς, σ’ αυτό το μέρος, είναι οι πολλές φωτογραφίες του γάμου που περιέχει και αυτό είναι φυσικό, αφού ήταν από τις λιγοστές που διασώθηκαν. Το ίδιο και στο τελευταίο μέρος, το έβδομο, καταχωρίστηκαν οι λιγοστές φωτογραφίες από τις τάξεις του Δημοτικού Σχολείου Αγίου Μέμνονος.
Σαν κατακλείδα, θα σημειώναμε ότι το έργο αυτό είναι ένας θησαυρός αναμνήσεων για τους κατοίκους της ενορίας και όχι μόνο, αλλά συνάμα και έκφραση του άσβεστου πόθου για επιστροφή στις πατρογονικές μας εστίες.
philenews.com