Συνεχίστηκε σήμερα ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου η ακροαματική διαδικασία για την υπόθεση στην οποία Βρετανίδα ηλικίας 19 χρόνων κατηγορείται για δημόσια βλάβη ύστερα από ψευδή καταγγελία για βιασμό της από 12 Ισραηλινούς.
Ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής Α.Δ. προέβη σε αντεξέταση της κατηγορουμένης, η οποία απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις είπε, μεταξύ άλλων, πως στις 27 Ιουλίου όταν μεταφέρθηκε από δύο αστυνομικούς από το ξενοδοχείο της στο ΤΑΕ Αμμοχώστου για να δώσει συμπληρωματική κατάθεση, πήγε γιατί έπρεπε να πάει, ότι οι δύο ανακριτές της έκαναν συνεχώς ερωτήσεις και «έγραφαν ό,τι ενόμιζαν» και πως τελικά υπέγραψε την συγκεκριμένη κατάθεση και στη συνέχεια τη θεληματική της κατάθεση.
Είπε ακόμα ότι οι ανακριτές την ρωτούσαν για την προσωπική της ζωή στη Βρετανία, για τους λόγους που ήρθε στην Αγία Νάπα, πώς και πότε γνώρισε τους Ισραηλινούς και για το βράδυ της 17ης Ιουλίου όταν έγινε ο βιασμός της.
Σε άλλες ερωτήσεις απάντησε πως ένιωσε ότι ο ανακριτής της υπόθεσης «ήταν επιθετικός» μαζί της και ότι κατά τη διάρκεια της παραμονής της στον Αστυνομικό Σταθμό το βράδυ της 27ης Ιουλίου, η μητέρα της επικοινωνούσε τηλεφωνικά με την Βρετανική Αστυνομία και τη Βρετανική Υπάτη Αρμοστεία και η ίδια ένοιωσε πως εάν εμπλέκονταν στην υπόθεση θα υπήρχαν «σοβαρές επιπτώσεις».
Είπε ότι με όλα όσα έγιναν η μητέρα της ανησυχούσε και πως «αν δεν υπέγραφα τη θεληματική κατάθεση μου η Αστυνομία θα με συλλάμβανε και ένοιωσα να απειλείται η ζωή μου».
Η 19χρονη απάντησε αρνητικά σε υποβολή του κ. Δημοσθένους ότι εάν η μητέρα της πήγαινε στον Αστυνομικό Σταθμό θα μάθαινε για το ψέμα της και για την κατάσταση που δημιούργησε με το φανταστικό βιασμό της και θα έπεφτε στα μάτια της.
Σε ερώτηση αν είχε προσδοκίες πως η μητέρα της δεν θα μάθαινε ό,τι έγινε το βράδυ της 17ης Ιουλίου, η 19χρονη απάντησε πως «αυτό δεν είναι αλήθεια».
Σε ερώτηση αν ένοιωσε ότι κινδύνευε η ζωή της, η κατηγορούμενη απάντησε πως «ένοιωσα ότι η ζωή μου βρισκόταν σε κίνδυνο γιατί ο Μ.Χ., ανακριτής της υπόθεσης, δεν πήγαινε με το νόμο. Θεώρησε ότι υπήρχε διαφθορά και συνωμοσία που έγινε από μένα και τους φίλους μου και αυτό δεν μπορούσα να το ξεπεράσω. Δεν θα μου προκαλούσε έκπληξη όταν είμαστε μόνοι, ο εν λόγω ανακριτής να με απήγαγε και να με σκότωνε», είπε χαρακτηριστικά.
Ανέφερε ακόμα ότι η Αστυνομία δεν ενδιαφέρθηκε να πάρει το κινητό της τηλέφωνο όπου υπήρχαν μηνύματα μεταξύ της ίδιας και των Ισραηλινών οι οποίοι την παρενοχλούσαν, όπως είπε.
Ο εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής, υπέβαλε στην 19χρονη ότι όλα αυτά έγιναν για να φτιαχτεί μια καλή υπεράσπιση και να δημιουργηθούν εντυπώσεις πως η ίδια ήταν σε μια κατάσταση υπό πίεση και ακατάλληλη για να της ληφθεί κατάθεση.
Η κατηγορούμενη απάντησε αρνητικά και πρόσθεσε ότι «ένοιωσα πραγματικά να απειλείται η ζωή μου. Στο μυαλό μου είχα ότι η Αστυνομία είναι η Αρχή και θα με προστάτευε κάτι που όμως δεν έγινε» είπε και σημείωσε πως «οι αστυνομικοί ήταν παράξενοι και αλλόκοτοι».
Σε άλλη υποβολή του ο εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής ανέφερε ότι η 19χρονη δεν ήθελε να αποκαλύψει στη μητέρα της το μπελά στον οποίο είχε μπλεχτεί, είπε πως η μητέρα της «γνώριζε ότι μπλέχτηκε, ότι κατέχει πτυχίο νομικής και ήξερε πως η Αστυνομία μπορεί να συλλάβει κάποιον χωρίς δικαιολογία».
Όταν ο Εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής της υπέβαλε πως ο λόγος που την υποψιαζόταν η Αστυνομία ήταν επειδή έδωσε ψευδείς καταθέσεις για ένα φανταστικό αδίκημα, είπε πως «ποτέ δεν μου είπαν κάτι τέτοιο».
Σε άλλη υποβολή ότι με βάση τα όσα ανέφερε στο Δικαστήριο, έχει ακαδημαϊκή μόρφωση και εντούτοις υπέγραφε συλλήβδην καταθέσεις χωρίς να γνωρίζει τι έγραφαν αυτές, η κατηγορούμενη είπε πως είναι 18 χρονών «ακαδημαϊκά μορφωμένη του Πανεπιστημίου, δεν γνώριζα τη ζωή και ήμουν άπειρη».
Αναφορικά με τα γραπτά μηνύματα που έστελνε το βράδυ της 27ης Ιουλίου στη μητέρα της, στη φίλη της Rebecca και στον φίλο της Jacob, ο εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής της είπε πως επιλεκτικά κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου συγκεκριμένα μηνύματα, για να δημιουργηθούν εντυπώσεις, με την 19χρονη να απαντά πως οι δικηγόροι της ετοίμασαν την υπόθεση και όχι η ίδια.
Κληθείσα να αναφέρει κατά πόσον είπε στους αστυνομικούς και στη κοινωνική λειτουργό ότι υπέστη βιασμό όταν ήταν 13 χρόνων από πολύ φιλικό της πρόσωπο, απάντησε αρνητικά και πρόσθεσε πως «δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση να βιαστώ σ’ αυτή την ηλικία. Δεν βιάστηκα μέχρι που ήρθα στην Αγία Νάπα» είπε χαρακτηριστικά και σημείωσε πως στην ηλικία των 13 χρόνων είχε μετατραυματικό στρες επειδή είχε ένα επικίνδυνο δυστύχημα με το άλογο της και χρειάστηκε να το θανατώσουν.
Σε ερώτηση εάν οι αστυνομικοί είπαν ψέματα για το ότι υπέστη βιασμό στα 13 της, η 19χρονη απάντησε πως δεν έγινε κάτι τέτοιο και πως δεν γνωρίζει από που βγήκε αυτό το θέμα.
Σου υποβάλλω συνέχισε ο εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής αανέφερε «πως σου γνωστοποιήθηκαν οι υποψίες από την Αστυνομία για το φανταστικό αδίκημα που κατήγγειλες και η δικαιολογία σου ήταν ότι με τους Ισραηλινούς αναβίωσες μνήμες του παρελθόντος, ενώ όταν ο ανακριτής σου ζήτησε τα στοιχεία του ψυχολόγου σου στη Βρετανία, του ανέφερες ότι είπες ψέματα».
Η κατηγορούμενη απάντησε πως είχε αναφέρει στους ανακριτές της υπόθεσης ότι έπαιρνε φάρμακα για μετατραυματικό στρες.
Σε άλλη υποβολή του ο εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής ανέφερε ότι ενώ ήταν θύμα βιασμού, δηλαδή ενός σκληρού περιστατικού, έγραψε με ευκολία θεληματική κατάθεση και ανακάλεσε ένα τόσο σοβαρό περιστατικό, η 19χρονη είπε πως «ο ανακριτής πέρασε όλο το βράδυ της 27ης Ιουλίου απειλώντας εμένα και τους φίλους μου».
Σε άλλες ερωτήσεις του εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής, η κατηγορούμενη απάντησε πως γνώρισε τη φίλη της Rebecca έξι μέρες πριν την 17η Ιουλίου, ότι έπαιρνε αρκετά φάρμακα, μεταξύ των οποίων για HIV, αντιβιώσεις, αντιφλεγμονώδη και φάρμακα για μετατραυματικό στρες, τα οποία της έγραψε η ψυχολόγος της στη Βρετανία και ότι η τελευταία φορά που την είδε ήταν Ιανουάριο – Φεβρουάριο του 2019.
Ερωτηθείσα κατά πόσον στις 17 Ιουλίου πήρε ναρκωτικά, η 19χρονη απάντησε αρνητικά προσθέτοντας πως «ποτέ στη ζωή μου δεν πήρα».
Όσον αφορά τα βίντεο που λήφθηκαν το επίμαχο βράδυ της 17ης Ιουλίου από Ισραηλινούς, η 19χρονη είπε πως ζήτησε από τον Ανακριτή να τα δει γιατί όταν της ανέφερε πως την έδειχναν να κάνει συναινετικό σεξ, δεν πίστεψε ότι ήταν αλήθεια, και πως «υπέστη βιασμό αλλά η Αστυνομία έλεγε ότι αυτό ήταν ψέμα».
Σε υποβολή του ο εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής ότι «καμία απειλή, πίεση, υπόσχεση ή επιθετική συμπεριφορά εκδηλώθηκε από την Αστυνομία» εναντίον της το βράδυ της 27ης Ιουλίου» η κατηγορούμενη απάντησε πως «το συγκεκριμένο βράδυ είχα κατατρομοκρατηθεί για τη ζωή μου 100%».
Στη συνέχεια κατέθεσε η φίλη της κατηγορούμενης Rebecca η οποία στην κυρίως εξέταση της ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι κατάγεται από το Yorkshire της Βρετανίας, είναι απόφοιτος ψυχολογίας, ότι γνωρίστηκε με την 19χρονη στο αεροδρόμιο όταν ήρθαν στην Κύπρο και πως διέμεναν μαζί στο ίδιο δωμάτιο του ξενοδοχείου για δυομιση εβδομάδες.
Είπε ακόμα ότι η ίδια βρισκόταν στην Βρετανία όταν η κατηγορούμενη της έστειλε αργά το βράδυ της 27ης Ιουλίου «πολύ ανησυχητικά μηνύματα», ότι ανησυχούσε πολύ για το φίλο τους Jacob που βρισκόταν στην Αγία Νάπα και πως κατάθεση αναφορικά με την καταγγελία της 19χρονης για ομαδικό βιασμό της, της πήρε ο ανακριτής.
Αντεξεταζόμενη από τον Εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής, η μάρτυρας είπε πως τα μηνύματα που της έστειλε η κατηγορούμενη ήταν «ανησυχητικά» και ανέφεραν πως η Αστυνομία την ανάγκασε να δώσει ψευδή κατάθεση, πως αν δεν έδινε θεληματική κατάθεση θα την συνελάμβαναν και ότι η 19χρονη έκανε την ίδια να πιστέψει μέσω των μηνυμάτων της ότι «βρισκόταν σε μια κατάσταση που κινδύνευε η ζωή της».
Είπε ακόμα ότι η ίδια προσφέρθηκε να έρθει από τη Βρετανία για να καταθέσει στην δίκη και πως τα έξοδα του ταξιδιού και της διαμονής τα έκανε η οικογένεια της κατηγορούμενης.
Στη συνέχεια η συνήγορος υπεράσπισης της 19χρονης υπέβαλε αίτημα στο Δικαστήριο με γραπτή αγόρευση για να πραγματοποιηθεί τηλεδιάσκεψη με τη ψυχολόγο της κατηγορουμένης στη Βρετανία.
Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου είπε ότι δεν υπάρχει συσκευή ή μηχάνημα για κάτι τέτοιο στο Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου, ότι υπάρχει τέτοιο μηχάνημα στο Δικαστήριο Λάρνακας και ότι θα έπαιρνε χρόνο για να ετοιμαστεί μια τηλεδιάσκεψη, αφού θα έπρεπε προηγουμένως να γίνουν συγκεκριμένες ενέργειες.
Η ακροαματική διαδικασία θα συνεχιστεί αύριο με την αγόρευση του εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής στο αίτημα της συνηγόρου υπεράσπισης για τηλεδιάσκεψη.
Πηγή: ΚΥΠΕ