Δέσποινα Ξύδια Θεοδούλου: Η λαϊκή ποιήτρια της Αγίας Νάπας

Ποια ήταν η Δέσποινα Ξύδια Θεοδούλου από την Αγία Νάπα που απεβίωσε την περασμένη Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2022 και συνέδεσε το όνομά της με τη λαϊκή ποίηση

272259887 117058490853907 4673716054956298387 n exclusive

Έφυγε πριν λίγες μέρες για το μεγάλο ταξίδι της ζωής η Λαϊκή Ποιήτρια της Αγίας Νάπας, Δέσποινα Ξύδια Θεοδούλου.

Σύμφωνα με το αρχείο της Πολιτιστικής Λειτουργού του Δήμου Αγίας Νάπας, Μαρίας Τοφινή Τσαντήλα, η Δέσποινα Ξύδια Θεοδούλου γεννήθηκε στις 24 Ιουλίου το 1937 στην Αγία Νάπα και απεβίωσε την Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2022. Γονείς της ήταν ο Αντώνης Ξύδιας και η Σοφία Χαραλάμπους, παντρεύτηκε τον Λούκα Θεοδούλου και απέκτησαν τρία παιδιά. Καταγόταν από οικογένεια «ποιητάρηδων» και σύμφωνα με τις δικές της ιστορικές αναφορές η μητέρα του πατέρα της, η Δέσποινα Χατζηαναστάση «εταίρκαζε πολλά τσιαττιστά» όπως επίσης ξακουστός ποιητάρης ήταν και ο πατέρας της γιαγιάς της Παπά-Μαρκος ( 1857). Η μητέρα της Σοφία Χαραλάμπους καταγόταν από την ξακουστή οικογένεια Λαϊκών ποιητών του Κωστή Χατζηνικόλα.

Η Δέσποινα Ξύδια Θεοδούλου ακολούθησε από μικρή το δρόμο αλλά και τις ρίζες των δικών της Λαϊκών ποιητάρηδων αλλά και γενικότερα της Κύπρου. Τραγουδούσε ποιήματα και «τσιαττιστά» σε γιορτές και πανηγύρια και ήταν πάντα παρούσα στις εκδηλώσεις του Δήμου Αγίας Νάπας. Το έργο της έχει καταγραφεί στους ψηφιακούς δίσκους «Που την καρκιάν…εις τες καρκιές», «Οι σάτιρές μου» και «Τσιαττιστά και Ερωτικά Δίστιχα των Κοκκινοχωρίων». Έκδωσε επίσης τρεις προσωπικές ποιητικές συλλογές.

Η Δέσποινα Ξύδια Θεοδούλου δεν διεκδίκησε ποτέ δάφνες μεγάλου ποιητή, μοίρασε και μεταλαμπάδεψε απλόχερα με τον πιο αυθεντικό τρόπο την Κυπριακή Παράδοση και ζωγράφισε με το χαρισματικό ποιητικό της ύφος τον πόνο, τις χαρές, τις λύπες, τον σαρκασμό του απλού λαού.

272238982 117058500853906 1486741012336528131 n exclusive

Η ιστορία της Αγίας Νάπας

“Να πω για την Αγιάνναπα την πρώτη την αρχαία
τζιαι ήνταλως την εκάμασιν, τώρα που γίνει νέα.
Έμεινεν ακατοίκητη τζι’ ήταν γεμάτη δάση,
τζι’ εν είχεν πλάσμα να σταθεί εις το νοσιό να πνάσει.
Είχε δεντρά λογιών λογιών, που μια μερκάν ως άλλη
τζιαι Νάπα την εφκάλασιν που’ χεν δασώδη κάλλη.
Η Αφροδίτη έρεξεν, γιατί έφηκε σημάδκια
εστήναν θρόνους οι παλιοί τζι’εκτίζαν της παλάθκια.
Η Αφροδίτη έρκετουν την Κύπρο να γυρίσει
τζι’εκτίζαν θρόνους οι παλιοί, για να παραθερίσει.
Τα χρόνια επεράσασιν τζι’η πόλης καταστράφιν
τζι’ εμείναν τα ερείπια, με τα πυκνά τα δάση,
που συναούνταν τζιυνηοί να βρούν λαό να φάσιν.
Ένας που τούντους τζιυνηούς, εντέκατον αιώνα
ήβρεν χωσμένη μια σπηλιά με φωτεινή εικόνα
Παίζει λαό, τζαί χάθηκεν ο σιύλλος ταπισόν του
εβούρησεν τζι’οτζιυνηός τζιαι ‘ καμεν το σταυρόν του
Ήβραν λαό, επιάσον τον, βρύση με το νερό της
τζι’ η Παναγία αγκαλιά αντάμα με το γιο της
Ευτείς ο κόσμος έμαθε, πως ήβραν εκκλησία
τζι’ ερκούνταν να λειτουργηθούν στου δάσους την Αγία
Μα οι γυναίκες έρκουνται, το σπήλιο της να δούσιν
τζι’άμα ζωθούν τη ζώνη της, πάντα τεκνοποιούσιν.
Μετά εγίνιν η σπηλιά το καταφύγιο τους
που’ ρκούνταν τζιαι κουρσεύκασιν κουρσάροι το χωρκό τους.
Ήταν κρεβατοκάμαρη η νεκκλησιά τζιαι πέφταν,
που ‘σιεν κουρσάρους το χωρκό τζι’ ολημερίς εκλέφταν.
Πότε εππέφταν νεκκλησιά τζιαι πότε μέσ’ τα όρη,
όσπου έφτασεν εις το χωρκό του ενετού η κόρη.
Ήρτεν που την Αμμόχωστο το χίλια πεντακόσια,
που’θέλεν έναν κόπελλο τζι’ εν της τον εδώσαν.
Έθελεν έναν πλούσιο, ο τζιύρης να της δώσει
τζι’ ήρτεν εις την Αγιάνναπα τζιαι’ φηκεν το Βαρώσι
Ετάκτηκεν η ίδια που’ ν άρρωστη να γιάνει
τζιαι μοναστήρι έκτισεν, στη μέση σιεντρουβάνι .
Το μοναστήρι που’ κτισεν που τη Φραγκοκρατία,
πετρόκτιστο με νηλιακούς τζι’ έχει πολλήν αξία.
Επήρεν γρόνια να κτιστεί, πέτρες πελετζημένες
τζιαι με καμάρες όμορφες τζιαι καλοπλουμισμένες
Εκόφκαν πέτρες οι παλιοί, με μάτσα τζιαι με σφύνα
τζιαι πελεκούσαν με ματσί, μαρτέλλι ούλλο μήνα.
Εκτίζαν σπίθκια οι παλιοί, πέτρες πελετζημένες,
με τις καμάρες κεντητές τζιαι καλοπλουμισμένες.
Είχεν τη θάλασσα θεά, τον ήλιο, το φεγγάρι,
τα δάση της τα όμορφα, την εκκλησιά καμάρι
Επήρεν γρόνια να χτιστεί τα’ανώι που κατοίκα
έγιανεν τζι’ είχεν όρεξη τζιαί γέμωσε το προίκα
Είχεν κοντά της μυσταρκούς τζιαι καλοπιέρωνε τους
τζιαι’ πίναν τζιαι χορεύκασιν οι χωρκανοί με ξένους
Εκάλιεν φίλους τζιαι γνωστούς τζιαι τζιείνους που δουλεύκαν
επίναν τζιαι γλεντούσαν τζιαι το χορό αρκέφκαν
Επάσκισε τζιαι για νερό, να φέρει να ποτίζει,
να’χει δεντρά εις το γυρώ, τον κόσμο να δροσίζει
Ήταν δκυο μίλια μακριά, αλλά έβαλε γινάτι,
εν που τη μάνα του νερού, που κούρτισεν αυλάτζι,
για να ποσίζει τα δεντρά δίπλα που το παλάτι
Που τζιεφαλί του γουρουνιού, τα΄ρεχει νερό τζι’ αφρίζει
τζι’ όποιος περνά να το θωρεί τζιαι να τη μακαρίζει
Έκαμεν το μοναστήρι ολόχρυσον παλάτιν
τζιαι τουμπεζιάν εφύτεψεν να γλέπει που τα’αμάτιν
Όποιος τζι’ αν φάει τουμπέζικα νερόν που το δικό μας
παντρεύκετε Αγιάνναπαν μεινίσκει στο χωρκόν μας.
Επιάσαν μια διαταγή, που τη βασιλοπούλα
άμα πεθάνει είπε τους, αφήνω σας τα ούλα
Επιάσαν μια διαταγή, πριχού της να πεθάνει
τζιαι το κορμί της να θαφτεί δίπλα στο σιεντρουβάνι
Επέθανε τζιαι θάψαν την, τα έργα της εμείναν
τζι’εβάλαν της χρυσαφικά, μίζαρον μέσ’ το μνήμαν.”

Κείμενο / Εικόνες: Αρχείο Πολιτιστικής Λειτουργού του Δήμου Αγίας Νάπας, Μαρίας Τοφινή Τσαντήλα