Ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν αρκετές χώρες της Ευρώπης είναι η ένταξη των εθνοτικών μειονοτήτων στην τοπική κοινωνία. Η ομαλή ένταξη των μειονοτήτων στο κοινωνικό σύνολο αρχίζει πρώτα απ’ όλα από τις δράσεις των τοπικών αρχών, όπως η αποδοχή από την τοπική κοινωνία και η εύκολη πρόσβαση τους στην εκπαίδευση, στέγαση, υγεία και στους χώρους εργασίας.
Οι Ρομά είναι η μεγαλύτερη εθνοτική μειονότητα της Ευρώπης με 12 εκατομμύρια περίπου ανθρώπους, οι οποίοι ζουν κυρίως στα Δυτικά Βαλκάνια, στη Βουλγαρία, Ελλάδα, Ουγγαρία και Σλοβακία. Αυτοί οι άνθρωποι βιώνουν καθημερινά, με βάση στοιχεία που κατατέθηκαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή των Περιφερειών, τον ρατσισμό, διακρίσεις, κοινωνικό και πολιτικό αποκλεισμό. Σχεδόν 85% των παιδιών Ρομά, όπως αναφέρει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ζουν στα όρια της φτώχειας, ενώ το 62% των νέων Ρομά στερούνται εκπαίδευσης, εργασίας ή επιμόρφωσης.
Η πανδημία του κορωνοϊού έχει στιγματίσει τον πληθυσμό των Ρομά, αφού αρκετές χώρες τους κατηγορούν ότι μεταδίδουν την πανδημία, λόγω του τρόπου διαβίωσης και μετακίνησης τους.
Οι Ρομά, όμως, είναι η μεγαλύτερη εθνοτική μειονότητα της Ευρώπης και τα προβλήματα στέρησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους, οι κακές συνθήκες διαβίωσης και οι διαφόρων μορφών διακρίσεις αποτελούν σοβαρά προβλήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία καλείται να επιλύσει.
Ο όρος Ρομά αποτελεί ένα γενικό όρο αναφοράς σε διάφορες ομάδες Ρομανί όπως τους Ρομά, τους Σίντι, τους Καλέ, τους Αθίγγανους, τους Ρουντάρι και άλλες πλανόδιες πληθυσμιακές ομάδες που αυτοπροσδιορίζονται ως Τσιγγάνοι ή Γύφτοι. Σίγουρα η ένταξη όλων αυτών των μειονοτήτων στην ευρωπαϊκή κοινωνία δεν είναι εύκολη χωρίς την παροχή επαγγελματικής, κοινωνικής και οικονομικής στήριξης από τα κράτη-μέλη της Ε.Ε.
Οι τοπικές αρχές καλούνται να εξεύρουν τρόπους ένταξης και αποδοχής των μειονοτήτων, όμως αυτό το εγχείρημα είναι αρκετά δύσκολο και παράτολμο, αφού αρκετές κοινωνίες δεν είναι έτοιμες να αποδεχτούν το «διαφορετικό» και το «ξένο», φοβούμενες την αλλοίωση της τοπικής ταυτότητας.
Οι διακρίσεις λόγω εθνοτικού ή μεταναστευτικού υπόβαθρου αποτελούν συχνό φαινόμενο και αρκετές εθνοτικές μειονότητες τις βιώνουν στην αναζήτηση εργασίας, στη δημόσια διοίκηση, στις δημόσιες συγκοινωνίες, στην εκπαίδευση, στις επιχορηγήσεις κ.λπ. Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει καθορίσει τέσσερις βασικούς στόχους ένταξης των Ρομά, όπως η εκπαίδευση, η απασχόληση, η υγεία και η στέγαση.
Μόλις ένα στα δύο παιδιά Ρομά ηλικίας 4 ετών μέχρι την ηλικία έναρξης της υποχρεωτικής πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης ακολουθεί προσχολική φοίτηση, ενώ οι Ρομά μαθητές έχουν χαμηλότερο επίπεδο μόρφωσης από άλλους συνομήλικους τους. Η έλλειψη ενδιαφέροντος για μάθηση, η μη επαρκής γνώση της γλώσσας και ο σχολικός εκφοβισμός αποτελούν τις πιο συχνές αιτίες πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου από τους Ρομά.
Η έλλειψη γνώσης της Ιστορίας και του Πολιτισμού των Ρομά από την τοπική κοινωνία, όπως και η μη συμπερίληψη τους στην εκπαιδευτική ύλη ωθούν στη σχολική εγκατάλειψη. Η διδασκαλία της Ιστορίας, Λογοτεχνίας και Τεχνών των Ρομά θα μπορούσε να αυξήσει το ενδιαφέρον, τόσο των μαθητών Ρομά για παραμονή, όσο και των αυτόχθονων συμμαθητών τους.
Η φτώχεια, το χαμηλό προσδόκιμο ζωής, η έλλειψη βασικών ανέσεων, η στέρηση στέγης, ο αποκλεισμός και η κοινωνική διάκριση αποτελούν τα σοβαρότερα προβλήματα των εθνοτικών μειονοτήτων στην Ευρώπη. Η ένταξη των μειονοτήτων αρχίζει από το τοπικό επίπεδο με την καταπολέμηση των διακρίσεων και των προκαταλήψεων. Ο μόνος τρόπος ένταξης των μειονοτήτων στην τοπική κοινωνία είναι η απόκτηση επαρκών γνώσεων για την Ιστορία, τον Πολιτισμό τους και η προώθηση της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης και της πολυπολιτισμικότητας, όπως την πρέσβευαν προσωπικότητες με τσιγγάνικες ρίζες όπως ο Charlie Chaplin, ο Elvis Prisley και ο Pablo Picasso.