Η περιπέτεια του Νοσοκομείου Αμμοχώστου μετά το 1974: Το κουβαλούσαν όπου υπήρχε ασφάλεια

Γενικό Νοσοκομείο Αμμοχώστου, Νέα Αμμοχώστου, τουρκική εισβολή

Από πολύ νωρίς το πρωί της 20ής Ιουλίου 1974 η Αμμόχωστος άρχιζε να ζει τη φρίκη του πολέμου. Μέχρι το μεσημέρι, οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν μέσα στα Τείχη όπου για χρόνια η παλιά πόλη της Αμμοχώστου ήταν τουρκικός θύλακας. Το Επαρχιακό νοσοκομείο κτισμένο τη δεκαετία του 1950 βρισκόταν έξω από τα τείχη κοντά στο λιμάνι.

Από τις πρώτες κιόλας ώρες οι γιατροί το είχαν αποφασίσει. Το νοσοκομείο έπρεπε να εκκενωθεί. Διευθυντής ήταν ο επαρχιακός γιατρός, Ανδρέας Μαρκίδης. Γίνεται σύσκεψη στην οποία συμμετέχουν και ιδιώτες γιατροί, οι οποίοι προσέτρεξαν για να βοηθήσουν. Η μεταφορά σε άλλη τοποθεσία κρίθηκε επιβεβλημένη. Το νοσηλευτήριο βρισκόταν απέναντι από το Τουρκικό Λύκειο της τουρκικής συνοικίας της πόλης. Ασφάλεια καμία.

Η περιπέτεια του νοσοκομείου, που κράτησε έναν και πλέον μήνα, είχε αρχίσει. Οι μαρτυρίες των ίδιων των πρωταγωνιστών στο βιβλίο του καρδιολόγου Λάκη Αναστασιάδη “Κυπρίων Ιατρών Έργα” συγκλονίζουν. Από το κτήριο του νοσοκομείου στο ξενοδοχείο “Μάρκος” και στο δημοτικό σχολείο Σταυρού και από εκεί στο Φρέναρος και μετά στη Λάρνακα και έπειτα… η προσφυγιά.

Η απόφαση για μεταφορά του νοσοκομείου λήφθηκε χωρίς καθυστέρηση και “με τη συμβολή του συνταξιούχου τότε χειρουργού Γιώργου Μαραγκού, ο οποίος είχε εγκλωβισθεί στην πόλη του μη μπορώντας να επιστρέψει στην ιδιωτική του κλινική στη Λευκωσία, επιλέγηκε το νεόκτιστο και άδειο ξενοδοχείο “Μάρκος” με 120 κρεβάτια, το οποίο βρισκόταν δίπλα από το Δημοτικό Σχολείο Σταυρού”.

“Οι αναισθησιολόγοι Αύρα Κνάη και Παναγιώτης Πηλείδης στελέχωσαν δύο ομάδες χειρουργείου. Στο ξενοδοχείο ήταν ο χειρουργός Γιάννης Γιαννουκάς, ενώ κατά διαστήματα βοηθούσε και ο χειρουργός Γεώργιος Μαραγκός. Στον χώρο του δημοτικού σχολείου ο Παναγιώτης Πηλείδης ήταν με τον ορθοπεδικό Γιώργο Σαββίδη. Αρκετοί κυβερνητικοί γιατροί άλλων ειδικοτήτων εργάζονταν σε ιατρεία, τα οποία στήθηκαν σε άλλο ξενοδοχείο κοντά στην παραλία”.

Οι λειτουργοί της Υγείας στην Αμμόχωστο, όπως και οι συνάδελφοί τους στα υπόλοιπα νοσοκομεία της Κύπρου, έδιναν καθημερινά τις δικές τους μάχες με τον θάνατο. Με όσα μέσα είχαν στη διάθεσή τους, χειρουργούσαν και περιέθαλπαν τραυματίες εθνοφρουρούς, αλλά και πολίτες – θύματα των βομβαρδισμών”.

Στις 4:30, της 14ης Αυγούστου 1974, “ηχούν δαιμονισμένα οι σειρήνες. Ο κόσμος ξυπνά για τελευταία μέρα στην πόλη του. Τα τουρκικά αεροπλάνα βομβαρδίζουν την πόλη… Στο ξενοδοχείο “Μάρκος” ο Ανδρέας Μαρκίδης επιβλέπει τη φόρτωση των ασθενών με προορισμό το Φρέναρος. Η πόλη έρημη. Η δεύτερη τουρκική εισβολή βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Ο κόσμος εγκαταλείπει την πόλη με κάθε μέσο. Δύο τμήματα της εθνοφρουράς προσπαθούσαν να υπερασπιστούν την Αμμόχωστο”.

Στις 7 το πρωί της 14ης Αυγούστου η πομπή φθάνει στο δημοτικό σχολείο Φρενάρους. “Πέντε αίθουσες χωρίς τίποτε άλλο. Οι χειρουργοί εργάζονται ακατάπαυστα. Τα μεσάνυκτα έρχονται πληροφορίες ότι οι εθνοφρουροί διατάχθηκαν να υποχωρήσουν, χωρίς μάχη από την Αμμόχωστο. Το νοσοκομείο ξαναφορτώνεται και ξεκινά για τη Λάρνακα μέσω των Αγγλικών Βάσεων. Μετά από πολλές ταλαιπωρίες ιδιαίτερα στην είσοδο των Βάσεων, η πομπή φθάνει στις 3 τα ξημερώματα της Πέμπτης 15 Αυγούστου στο νοσοκομείο της Λάρνακας. Όλοι οι τραυματίες και ασθενείς τακτοποιούνται στα κρεβάτια του νoσοκομείου”.

Στο ιατρείο που στήθηκε στο δημοτικό σχολείο Φρενάρου παρέμεινε για μερικές εβδομάδες κλιμάκιο κυβερνητικών γιατρών. Οι νοσηλεύτριες του νοσοκομείου Αμμοχώστου διασκορπίσθηκαν στους γύρω καταυλισμούς στήνοντας ιατρεία και βοηθώντας εκτοπισμένους”.

Νοσοκομείο Πετάγυιας- Γεννήθηκε ένα “πολύ κλαψιάρικο παιδάκι”

Το μικρό νοσοκομείο της Κυπριακής Μεταλλευτικής Εταιρείας στην Πεντάγυια συμπλήρωνε το 1974 μια ζωή 50 χρόνων. Ο χειρουργός Arnold Rose, η “ψυχή του νοσοκομείου” είχε αποχωρήσει το 1972 και τον διαδέχτηκε ο χειρουργός – ορθοπεδικός Κώστας Χριστοδουλάκης.

Την πρώτη ημέρα της εισβολής ο γενικός διευθυντής της Κυπριακής Μεταλλευτικής Εταιρείας Αμερικανός Bakewell διέταξε την εκκένωση του νοσοκομείου Πεντάγυιας στη Σκουριώτισσα. Εκεί έφθαναν τραυματίες και ασθενείς, ενώ γιατροί περιόδευαν και στα γύρω χωριά για περίθαλψη των εκτοπισμένων που έφθαναν καραβάνια. Ο γυναικολόγος Φοίβος Χριστοφίδης περιγράφει την τελευταία εγχείριση, η οποία έγινε στο νοσοκομείο Πεντάγυιας, προτού καταληφθεί τελικά από τους Τούρκους στις 17 Αυγούστου 1974.

“Στις 14 Αυγούστου 1974 μια νεαρή έγκυος από τη Γαλάτα προσπαθούσε να φθάσει στη Λευκωσία για σοβαρό πρόβλημα που προέκυψε στην εγκυμοσύνη της. Στον Αστρομερίτη της απαγόρευσαν να συνεχίσει, ενώ τα τουρκικά αεροπλάνα σκορπούσαν τον θάνατο και την καταστροφή. Κατέφυγε στη Μόρφου στην κλινική των “αδελφών Καλαβά”, οι οποίοι όμως βρίσκονταν στη διαδικασία εγκατάλειψης της κλινικής τους. Την παρέπεμψαν στο νοσοκομείο Πεντάγυιας. Ταλαιπωρημένη και αιμάσσουσα η νεαρή γυναίκα φθάνει στα πρόχειρα ιατρικά καταλύματα της Σκουριώτισσας, όπου την εξετάζω και διαπιστώνω “πρόδρομο πλακούντα” που χρήζει άμεσης καισαρικής τομής. Επειδή όμως χειρουργείο δεν υπήρχε εκεί αποφασίζεται η μεταφορά της πίσω στο νοσοκομείο. Φθάσαμε στο νοσοκομείο νύκτα, δέκα περίπου η ώρα. Το σκοτεινό και άδειο νοσοκομείο έμοιαζε στοιχειωμένο. Με τον γιατρό Storr να χορηγεί τη γενική αναισθησία και με τη βοήθεια της νοσηλεύτριας Βαρβάρας Αλωνεύτη και του νοσοκόμου Κυριάκου έκανα την καισαρική και γεννήθηκε ένα πολύ κλαψιάρικο παιδάκι. Τόση ήταν η ένταση και η αγωνία μας να τελειώσουμε το συντομότερο και να επιστρέψουμε στη Σκουριώτισσα που δεν θυμάμαι αν το νεογέννητο ήταν αγοράκι ή κοριτσάκι. Δεν έχω ξανασυναντήσει τη νεαρή γυναίκα έκτοτε. Φέτος 14 Αυγούστου 2014 το παιδί αυτό θα πρέπει να είναι ακριβώς 40 χρονών”.

Ύστερα από τη μαρτυρία του γυναικολόγου Φοίβου Χριστοφίδη, ο καρδιολόγος Λάκης Αναστασιάδης, ενώ η συγγραφή του βιβλίου του βρισκόταν ακόμα σε εξέλιξη, αποτάθηκε τον Αύγουστο του 2014 σε ηλεκτρονική ειδησεογραφική ιστοσελίδα ζητώντας βοήθεια για τον εντοπισμό εκείνου το παιδιού. Η προσπάθεια καρποφόρησε. Ο Παναγιώτης Χαραλάμπους, 40 χρονών το 2014, βρέθηκε και συνάντησε τον γιατρό που τον έφερε στον κόσμο.

Πηγή: Φιλελεύθερος / Μαριλένα Παναγή