Το ποιητικό βιβλίο του Παντελή Κακολή «Η καρκιά τον νουν ν’ ακούει», παρουσιάστηκε την Τρίτη, 31 Οκτωβρίου, στο Σπίτι της Κύπρου, στην Αθήνα, με τον ποιητή να λαμβάνει παράλληλα τον τιμητικό τίτλο του Επίτιμου Ακαδημαϊκού Καθηγητή της Διεθνούς Ακαδημίας Κοινωνικών Επιστημών, που εδρεύει στο Palm Beach της Φλόριδας των ΗΠΑ.
Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση, ο Καθηγητής Ιστορίας, Ακαδημαϊκός και εκ των επιμελητών της έκδοσης δρ Τόνις Breidel Χατζηδημητρίου, ο οποίος επέδωσε τον τιμητικό τίτλο, είπε ότι «η ποιητική συλλογή χαρακτηρίζεται από βαθιά αισθήματα πνευματικής διαύγειας και μιας φωνής ενός έμπειρου και ώριμου σοφού άντρα που καλεί για την προστασία της ανθρώπινης υπόστασης».
Ο Ομότιμος Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Ανδρέας Βοσκός ανέφερε ότι η θεματολογία των ποιημάτων μαρτυρεί ευρύτατες εμπειρίες και γνώσεις, αληθινό πατριωτισμό και πολιτικό λόγο ισόρροπο.
Από την πλευρά του ο Πρέσβης της Κυπριακής Δημοκρατίας Κυριάκος Κενεβέζος εξήρε την πολιτιστική και πολιτισμική προσφορά του Παντελή Κακολή και υπογράμμισε ότι το πολυσχιδές έργο του «απηχεί τον κυπριακό ελληνισμό όχι μόνο στην μικρή μας πατρίδα αλλά ευρύτερα και στο εξωτερικό, όπου δείχνει και αποδεικνύει ποιες είναι οι ρίζες μας».
«Εμείς που ασχολούμαστε με τον γραπτό λόγο οφείλουμε να αφήσουμε έργα που μαρτυρούν πνευματική ωριμότητα και στιχουργική δύναμη, που να βοηθά τον μελετητή να φωτογραφήσει με τη φαντασία του την κοινωνική δομή της εποχής μας» είπε ο Παντελής Κοκολής στην αντιφώνησή του και διάβασε ποιήματα από το βιβλίο του.
Ο Παντελής Κακολής
Γεννήθηκε στο Λιοπέτρι, στις 12 Δεκεμβρίου 1933.
Πατέρας του ήταν ο Νικόλας (γνωστός Κακολής) του Γεωργίου και της Παναγιώτας Χατζιηπαπανικόλα και μητέρα του η Λουτσία του Χριστοφή και της Παρασκευούς Κκολού. Έχει ακόμη τρεις αδελφούς: Τον Γεώργιον, τον Ελευθέριον, τον Χριστοφή και μιαν αδελφή, την Ελένη. Οι γονείς του ασχολήθηκαν με τη γεωργοκηπουρική.
Ολοκλήρωσε το Δημοτικό σχολείο του χωριού του και ακολούθως μπήκε στο «Εμπορικό Λύκειο Σιακαλλή» στο Βαρώσι για ένα μόνο χρόνο. Διέκοψε, για να ασχοληθεί με τις αγροτικές δουλειές των γονιών του. Σαν έφηβος, αγαπούσε το βιβλίο και επιδόθηκε στην αυτομόρφωση, με ιδιαίτερη αγάπη στην ποίηση και λογοτεχνία.
Παντρεύτηκε τη συγχωριανή του Παρασκευού του Γεωργίου και της Αποστολούς Κατσιάρη, στις 18/6/1955.
Απόκτησαν τέσσερα παιδιά: Δυο κόρες, τη Λούκια και την Εύα (που πέθανε σε βρεφική ηλικία) και δύο γιους, τον Γεώργιο και τον Νικόλα (που ακούει στο επίθετο του παππού του «Κακολής»). Το ανήσυχο νεανικό του πνεύμα τον έσπρωξε στην αναζήτηση της τύχης του στην ξενιτιά, που εκείνα τα χρόνια φάνταζε σαν εύκολη και προσοδοφόρα. Στις 5 Φεβρουαρίου 1956, πήρε την απόφαση και πραγματοποίησε εκείνη τη νεανική έντονη επιθυμία του, να δει και άλλους τόπους. Έτσι βρέθηκε στην παραθαλάσσια πόλη της Αγγλίας Blackpool, που είχε πλούσιο τουριστικό ρεύμα.
Μετά από 13 περίπου μήνες, με τη βοήθεια των εργοδοτών του, πήγε κοντά του και η σύζυγος του μαζί με τη μικρή τους κόρη. Στο Blackpool εργάστηκε σε κουζίνα εστιατορίου και απόκτησε κάποιες γνώσεις, τόσο της δουλειάς όσο και της αγγλικής γλώσσας, που θεωρούσε αναγκαία την εκμάθησή της, για να μπορέσει να δώσει στην οικογένειά του μιαν αξιοπρεπή ζωή. Το 1957 μετοίκησε οικογενειακώς στη βιομηχανική πόλη του Manchester. Το Λιοπέτρι και η τοπική παράδοσή του, ήταν πάντα στην καρδιά του και τίποτε απ’ όσα άκουε κι απ’ ό,τι έβλεπε δεν ήταν αρκετά, ώστε να τον κάνουν να τ’ αγαπήσει σε βαθμό που να ξεχάσει τις παιδικές του θύμησες και λαχτάρες της ζωής του Λιοπετρίου.
Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο η νοσταλγία ζωντάνευε τις θύμησες. Αυτό το παράξενο, αλλά επίμονο κι όμορφο αίσθημα, τον ενέπνευσε και μια μέρα, που η καρδιά συναπάντησε το μυαλό, τον έσπρωξαν στο ακόλουθο εκφραστικό λακωνικό δίστιχο:
«Σαν λάμπουν πασ’ στον ουρανόν οπλιά τζιαι ποαλέτριν
έτσι θωρώ πάνω στην γην εγιώ το Λιοπέτριν»
Το παραθέτουμε και σε αγγλική μετάφραση, που έκανε ο ίδιος:
«Like Ursa and plough constellations glare in the sky
that’s how I see on earth Liopetri to shine»
Με αυτού του είδους λακωνικής ποιητικής έκφρασης μεγάλωσε ανάμεσα στους ατρόμητους γίγαντες της λαϊκής ποίησης, που κατά τα παιδικά του χρόνια στο άκουσμα των ονομάτων Τταπάκκος, Ξιαξιούρης, Κολοκάσης, Κούβαρος και Ττάκκας, υποκλίνονταν όχι μόνο οι Λιοπετρίτες, αλλά όλοι οι κοκκινοχωρίτες λαϊκοί ποιητές. Φυσικό ήταν να μεταφέρει στην ξένη γη αυτή τη σπίθα της ποιητικής έκφρασης. Μεγαλύτερη ακόμη επίδραση δεχόταν από το γεγονός ότι τόσο η μητέρα του, όσο και ο πατέρας του εκφράζονταν συχνά με ποιητικούς στίχους. Έτσι δεν δίσταζε κάθε φορά που αισθανόταν μιαν ψυχικήν έξαρση, να εκφράζεται ποιητικά με τον παραδοσιακό δεκαπεντασύλλαβο στίχο.
Τα πρώτα του ποιήματα δεν τα διέσωσε, γιατί δεν ήξερε την αξία τους. Τα έγραφε για να σατιρίζει συμπατριώτες του που εργάζονταν μαζί του στις διάφορες κουζίνες εστιατορίων.
Το 1967 είχε την τύχη να γνωρίσει έναν κύχλο ανθρώπων που τον ενεθάρρυναν να γράφει πιο προσεκτικά, να επιλέγει θέματα κοινού ενδιαφέροντος και όσα έγραφε να τα φυλάγει για αξιολόγηση.
Έτσι, το 1967 ο τότε ανταποκριτής της έγκριτης κυπριακής εφημερίδας «Ελευθερία» κ. Χάρης Μεττής, δημοσίευσε μια κριτική για την ποίησή του και από τότε ακολούθησαν γνωριμίες με ανθρώπους των γραμμάτων, όπως τους αείμνηστους Φρίξο Πετρίδη, Κύπρο Χρυσάνθη και άλλους. Η παροικιακή εφημερίδα του Λονδίνου «Το Βήμα» φιλοξένησε διάφορα ποιήματά του και σε κάποιο διαγωνισμό ποίησης τον βράβευσε με το πρώτο βραβείο. Στη συνέχεια έγραφε για πάνω από δέκα χρόνια στην εβδομαδιαία εφημερίδα του Λονδίνου «Παροικιακή» μια καθιερωμένη σάτιρα, που πάντα αποτελείτο από τρία ζευγαρωτά δίστιχα. Ποιήματα του φιλοξενήθηκαν στα λογοτεχνικά περιοδικά της Κύπρου «Επιθεώρηση Λόγου και Τέχνης» και «Πνευματική Κύπρος». Κατά τις διάφορες ολιγοήμερες επισκέψεις του στην Κύπρο τον παρουσίαζαν τα Ραδιοτηλεοπτικά μέσα επικοινωνίας του ΡΙΚ και του Λόγου. Στην ξενιτιά, στο Manchester, ανέπτυξε μια πλουσιοτάτη δράση για ενημέρωση Άγγλων Βουλευτών και άλλων για τις θέσεις μας στο Κυπριακό. Ήταν ο πρώτος εισηγητής για παροικιακή εκπαίδευση και κύριο στέλεχος για την ίδρυση και λειτουργία του παροικιακού σχολείου της Ελληνικής Αδελφότητας Manchester, της οποίας διετέλεσε, εκτός από Πρόεδρος για αρκετά χρόνια, δραστήριο μέλος στο διοικητικό συμβούλιο. Το 1983 τιμήθηκε από την Ιερά Αρχιεπισκοπή Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας με τον χρυσόν σταυρόν για τη δράση του και τις ενέργειες του προς όφελος της Ομογένειας. Μελετούσε διάφορα λογοτεχνικά βιβλία και κείμενα ελλήνων και ξένων συγγραφέων, με ιδιαίτερο μεράκι στην κυπριακή λαϊκή ποίηση. Συνεργάστηκε με τον Δρα Κωνσταντίνο Γιαγκουλλή, ο οποίος εκείνα τα χρόνια ασχολείτο με τη μελέτη και καταγραφή έργων λαϊκών ποιητών. Ανάμεσά τους, τον επέλεξε και αυτόν και το 1978 προχώρησαν στην έκδοση της πρώτης του ποιητικής συλλογής σε 47 σελίδες με τίτλο: «Τα φύλλα της καρκιάς μου». Ακολούθησε μια δεύτερη ποιητική συλλογή σε 92 σελίδες, με τίτλο «Το άλφα τζιαι το βήτα». Το 1983 εξέδωσε την τρίτη κατά σειρά ποιητική συλλογή με δύο μόνο σατιρικά αφηγηματικά ποιήματα σε είκοσι δύο σελίδες, με τίτλο «Λόγια τζιαι φυγούρες». Στα ποιήματα σκιτσογράφησε εκφραστικότατες εικόνες ο φίλος του καλλιτέχνης Γιώργος Νικολαΐδης.
Εκείνη τη χρονιά το BBC World Service παρουσίασε συνεντεύξεις του και διάφορα ποιήματα του. Το νερό μπήκε στ’ αυλάκι και το εθνικό τηλεοπτικό κανάλι Channel Four παρουσίασε ένα αφιέρωμα σαράντα λεπτών για τη ζωή και το έργο του, το οποίο πρόβαλε στο εθνικό τους δίχτυο στις 13.7.1983 και άφησε άριστες εντυπώσεις. Το 1984 κυκλοφόρησε την τέταρτη ποιητική του συλλογή σε αγγλική μετάφραση, για να βοηθήσει τα παιδιά της δεύτερης και τρίτης γενεάς μεταναστών που δεν καταλάβαιναν την ελληνική γλώσσα, σε 70 σελίδες, με τίτλο «Κομμάτιν που τον κόσμον μου – Part of my cosmos».
Την πέμπτη ποιητική του συλλογή την κυκλοφόρησε το 1995 και πάλι σε αγγλική μετάφραση σε 240 σελίδες, με τίτλο «Στην μέση δκυο πολιτισμών – Between two cultures». Το 1996 ήταν η χρονιά που πήρε τη μεγάλη απόφαση για επαναπατρισμό. Όταν με το καλό εγκαταστάθηκε στο χωριό, ανέπτυξε μια πλούσια δράση στα πολιτιστικά δρώμενα. Εντόπισε τις διάφορες οργανωτικές αδυναμίες των οργανωμένων συνόλων, που αναλάμβαναν τις λίγες πολιτιστικές και εθνικές γιορτές και προσφέρθηκε να βοηθήσει στην αναβάθμιση τους. Η προσφορά του έγινε αποδεχτή και όλοι μαζί πέτυχαν μια σημαντική πρόοδο, που οι διάφοροι επίσημοι επισκέπτες και απλοί άνθρωποι εξέφραζαν σεβασμό και θαυμασμό. Το τότε Συμβούλιο Βελτιώσεως (σήμερα Κοινοτικό Συμβούλιο) του πρότεινε την τιμητική θέση του πολιτιστικού συμβούλου, την οποία και αποδέχτηκε και από τότε προσφέρει εθελοντικά και αφιλοκερδώς στην κοινότητα του. Το 1999 περισυνέλεξε, αξιολόγησε και κατέγραψε όσα σκόρπια ποιήματα και τραγούδια κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους κατοίκους, τόσο του Λιοπετρίου όσο και των γύρω κοινοτήτων, που είπαν κατά καιρούς οι διάφοροι Λιοπετρίτες λαϊκοί ποιητές. Το συσσωρευμένο ποιητικό έργο το έθεσε υπόψη του Κοινοτικού Συμβουλίου, με την παράκληση να εκδοθεί σε βιβλίο με δική τους χορηγία. Αυτό έγινε και κυκλοφόρησε με τίτλο «Ξόμπλια του νου τζιαι της καρκιάς», σε 208 σελίδες. Το 2001 κυκλοφόρησε μια νέα, την έκτη κατά σειρά ατομική ποιητική συλλογή, με τίτλο «Οι θεμελιοί να γλεπηθούν» σε 70 σελίδες. Το 2003, ύστερα από τεσσάρων χρόνων πολύπλοκης και κοπιώδους έρευνας, παρουσίασε, σε βιβλίο 657 σελίδων, με τίτλο «ΤΟ ΛΙΟΠΕΤΡΙ», το ιστορικό του Λιοπετρίου και το γενεαλογικό του δέντρο από το 1825-2002, με χορηγία του Κοινοτικού Συμβουλίου και των πολιτιστικών υπηρεσιών του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού. Αυτή είναι μια ιστορική έρευνα, που πιστεύει ότι θα είναι χρήσιμη και επίκαιρη για τη ζωή του χωριού του και θα μπορεί να αποτελεί τη βάση για μελλοντικές έρευνες και μελέτες. Σε όλο αυτό το διάστημα έβρισκε την ευκαιρία και έγραφε και κανένα φτωχικό ποίημα, τα οποία συγκέντρωσε και παραδίδει στην παρούσα ποιητική συλλογή, που τιτλοφορεί «Με γνήσιον προζύμιν».
Famagusta.News