40 χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τον θάνατο του Ιάκωβου Κουμή και σήμερα από την ημέρα του σοβαρού τραυματισμού του από δυνάμεις ασφαλείας στην Αθήνα που επέφεραν τον θάνατό του.
Ο Ιάκωβος Ιωάννου Κουμή γεννήθηκε στη Σωτήρα Αμμοχώστου στις 17 Οκτωβρίου 1956. Απόφοιτος της Τεχνικής Σχολής Αμμοχώστου του τμήματος Τεχνικών Βοηθών Μηχανολόγων, μετά την ολοκλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων, εργάζεται στα διυλιστήρια της Λάρνακας τελειώνοντας, παράλληλα, το Νυχτερινό Γυμνάσιο.
Πριν συμπληρώσει τα 18 ζει την τουρκική εισβολή. Δραστηριοποιείται στην «Επιτροπή Αυτοδιάθεσης της Κύπρου» και συμμετέχει στη δημιουργία του βιβλιοπωλείου «Οχτωβριανά» και από το 1978 ενεργοποιείται στην εκδοτική ομάδα «Εργασία».
Το 1980 νυμφεύεται τη Μαρία Καΐκκη και εγκαθίστανται στην Αθήνα. Ο ίδιος εγγράφεται στο Πολιτικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Την έβδομη επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, λίγους μήνες μετά την άφιξη του στην Αθήνα, ο Κουμής με παρέα φίλων, συμμετέχει στην πορεία. Δεν ανήκει σε κάποια ομάδα. Χωρίζει με τους φίλους του στο ύψος των Προπυλαίων και ενώ έχουν αρχίσει τα επεισόδια στην πλατεία Συντάγματος. Η πορεία πέραν της Βουλής έχει απαγορευθεί.
Ενώ η πλειοψηφία της ΕΦΕΕ αποφασίζει τον τερματισμό της πορείας στη Βουλή, η ριζοσπαστική μειοψηφία αποφασίζει τη συνέχιση της προς την αμερικανική πρεσβεία. Η κατάσταση εκτραχύνθηκε και οι συγκρούσεις μεταξύ των διαδηλωτών και των οργάνων ασφαλείας υπήρξαν σφοδρές.
Ο Κουμής, μην έχοντας καμιά συμμετοχή στα επεισόδια, χτυπήθηκε από τις δυνάμεις ασφαλείας όντας καθισμένος, σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, σε μια καρέκλα ζαχαροπλαστείου στην πλατεία Συντάγματος.
Μεταφέρθηκε στο Λαϊκό Νοσοκομείο κλινικά νεκρός. Εξέπνευσε μια εβδομάδα μετά, στις 23 Νοεμβρίου.
Την ίδια ημέρα (Κυριακή 16 Νοεμβρίου) σκοτώθηκε και η εικοσάχρονη Σταματίνα Κανελλοπούλου. Παράλληλα, στις συμπλοκές, μεταξύ άλλων, τραυματίστηκαν και μέλη της Δημοκρατικής Κίνησης Κυπρίων Φοιτητών «Αγώνας» που συμμετείχαν στην πορεία.
Η κηδεία του Ιάκωβου Κουμή έγινε στη Σωτήρα Αμμοχώστου στις 27 Νοεμβρίου. Απόντες από την κηδεία η ελλαδική και η κυπριακή κυβέρνηση καθώς και το κυβερνών κόμμα ΔΗ.ΚΟ.
Σε σχέση με το Κυπριακό, παρά το βραχύ του βίο, ο Ιάκωβος Κουμής κατέθεσε, γραπτώς, τις σκέψεις του για τη φύση και το χειρισμό του Κυπριακού Ζητήματος. Οι επισημάνσεις αυτές για το Κυπριακό συνιστούν το σχολιασμό του προσχεδίου κειμένου με τίτλο «Κύπρος: Από την αυτοδιάθεση-ένωση στη διεθνοποίηση διχοτόμηση», με συντάκτες τους Λουκά Αξελό, Δήμο Βεργή (Μανώλης Αγγελίδης) και Παύλο Χατζηπαύλου, κείμενο το οποίο αποτέλεσε μέρος του πρώτου τεύχους των Τετραδίων, το Φθινόπωρο του 1980.
Αναφορικά με τις προτεραιότητες των Ελλήνων της Κύπρου, ο Κουμής επισημαίνει: «Η ζωτικότητα τους και η δράση τους προσανατολίστηκε περισσότερο στο δρόμο για την οικονομική και επιχειρησιακή αναδημιουργία αντί τον πολιτικό αγώνα για να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Αυτό πιστεύω είναι η ουσία της μετανάστευσης στην Κύπρο. Δεν είναι τόσο η έλλειψη της προοπτικής επανεγκατάστασης που οδήγησε ένα σημαντικό κομμάτι στη μετανάστευση αλλά α) η ενθάρρυνση από τη μεριά της κυβέρνησης, που δεν ήθελε να έχει μια στρατιά ανέργων σ’ αυτή την κρίσιμη κατάσταση και β) οι ψηλές απολαβές που είχε κανένας αν δούλευε στις αραβικές χώρες. Όλα αυτά, μαζί με την συνείδηση που απόχτησε ο Ελληνοκύπριος εργάτης από το 1960 και μετά, δηλαδή «φτιάξε μια δουλειά δική σου για να μη σε εκμεταλλεύονται», έχουν συντελέσει στο γεγονός ότι ο Ελληνοκύπριος σήμερα στην πράξη έχει ξεχάσει το σπίτι του στο Βορρά. Δεν αγωνίζεται να πάει πίσω, αγωνίζεται να οικονομήσει! ».[1]
Αναφορικά με τον χαρακτήρα του Κυπριακού ως ζητήματος εθνικής αυτοδιάθεσης, αναφέρει: «…η κυπριακή κυβέρνηση και καλά θα κάναμε αν λέγαμε κυπριακό κράτος είχε σαν καθήκον την υποστολή της σημαίας του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Αυτό ήταν το κυριότερο της καθήκον, που ανέθεσε σ΄αυτήν η Ζυρίχη…».[2]
Επίσης, «Είναι δυνατό το κράτος το οποίο επιβλήθηκε για να σφαλίσει σε βαθύ τάφο μια για πάντα το αίτημα για αυτοδιάθεση-ένωση να παίζει συνειδητά ένα τέτοιο ρόλο;»[3]
Και πάλι, «Το Κυπριακό Πρόβλημα, από πρόβλημα εθνικής απελευθέρωσης που ήταν το 1950 έγινε πρόβλημα διαφοράς μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων».[4]
Ο Ιάκωβος Κουμής χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως ενωτικός μαρξιστής, έξω από κομματικούς σχηματισμούς, τονίζοντας την ανάγκη σύνδεσης του ελλαδικού και κυπριακού εργατικού κινήματος εναντίον στην ξένη εξάρτηση και ταυτόχρονα υποστηρικτής της ένωσης ολόκληρης της Κύπρου με την μητροπολιτική Ελλάδα.
Η τραγικότητα του θανάτου του βέβαια δεν συνίσταται στο ότι χάθηκε ένας “μαρξιστής” ή ένας “ενωτικός” αλλά ένας νέος άνθρωπος, ο οποίος μόλις είχε παντρευτεί και είχε ξεκινήσει τις σπουδές του λίγες εβδομάδες πριν το τέλος.
Λαμβάνοντας όμως υπ’ όψιν τις θέσεις και τις ευαισθησίες του Κουμή, ο χαμός καθίσταται ακόμα πιο τραγικός διότι δεν του δόθηκε η ευκαιρία να αγωνιστεί.
Σκοτώθηκε στην αγαπημένη του Ελλάδα, όχι θυσιαζόμενος για αυτήν, αλλά από αδελφικά χέρια. Δεν ήταν τόσο “τυχερός” όσο ο Χριστόδουλος Σώζος, εν ενεργεία δήμαρχος Λεμεσού, ο οποίος έπεσε στο Μπιζάνι στις 6 Δεκεμβρίου 1912 όπως και ο Μιχαήλ Στιβαρός από τον Πεδουλά στην ίδια τοποθεσία.
Ούτε τόσο “τυχερός” όσο ο Ιωάννης Καρατζάς, από τη Λευκωσία, που θανατώθηκε δίπλα στο Ρήγα Φεραίο. Δεν ήταν τόσο “τυχερός” όσο ο Κυριάκος Χριστοδούλου, από τους Εργάτες, ο Νικόλαος Γ. Μαούρης, από τον Καραβά, ο Κωνσταντίνος Ν. Κοιλανιώτης – Μιχαηλίδης, από το Κοιλάνι και ο Ιωάννης Κελλακιώτης (ή Καράμαλλης), από το Κελλάκι, άπαντες θυσιασθέντες στη Μάχη του Κιλκίς-Λαχανά ( 19-21 Ιουνίου 1913) για την μητέρα Ελλάδα. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1940-1941, πιο τυχεροί από τον Κουμή στάθηκαν οι Βασίλειος Μαυραντώνης από τη Λευκωσία, ο Ανδρέας Δρουσιώτης από τη Λεμεσό, οι φοιτητές της Ιατρικής Σχολής Βαρνάβας Σερίφης και Λουκής Λιασίδης από την Αμμόχωστο, τα αδέλφια Μιλτιάδης και Ροδίων Γεωργιάδης από τη Λεμεσό.
Με το Κυπριακό για μια εισέτι φορά σε κρίσιμη φάση, δεν κρίνεται μόνο η εκάστοτε κυπριακή ηγεσία αλλά παράλληλα, ίσως περισσότερο, και η ελλαδική. Πως αξιολογεί η Αθήνα την τουρκική πολιτική και πως προσεγγίζει τις σχέσεις της με τη Λευκωσία; Συνιστά το Κυπριακό αλλότριο ζήτημα για την Αθήνα όπως έγραφε η Λώρη Κέζα προ ολίγων ετών;[5]
Αρκεί, ίσως, μια απλή γεωστρατηγική προσέγγιση του ζητήματος με ανάλυση κόστους-οφέλους ή υπάρχει κάτι βαθύτερο; Ίσως, κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες Ελλήνων, οι οποίοι, παρά την πληθώρα κατακτητών ανά τους αιώνες, συνεχίζουν να ζουν στον τόπο τους και να μιλούν την ελληνική γλώσσα. Εξαντλείται η εμπλοκή της Αθήνας στη νομική υποχρέωση της εγγυήτριας δύναμης; Μια πιθανή αλλαγή στο ζήτημα των εγγυήσεων ή ακόμα και η κατάργηση τους επιτρέπει, άραγε, στην Αθήνα να υιοθετεί την στάση τρίτου, αμερόληπτου παρατηρητή; Προσεγγίζει η Αθήνα την Κυπριακή Δημοκρατία, τυπικά, ως έτερο ανεξάρτητο κράτος ή ως εστία ομοεθνών Ελλήνων; Τι είναι το Κυπριακό για την Αθήνα; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα καθορίζει την στάση της ελλαδικής πολιτείας και όλων των Ελλαδιτών. Η αναποφασιστικότητα της Αθήνας, όπως φάνηκε στην υποδοχή του σχεδίου Ανάν μερικά χρόνια πριν, να απαντήσει, ξεκάθαρα, στο ποιο ερώτημα συνδέεται, άμεσα, με τις υποχρεώσεις και το κόστος που αυτή η απάντηση συνεπάγεται. Αν όπως, υποστήριζε ο Κουμής, το κυπριακό είναι ζήτημα εθνικής αυτοδιάθεσης ομοεθνών Ελλήνων, τότε η στάση της ελλαδικής κυβέρνησης πρέπει να είναι, ριζικά, διαφορετική από το τι θα έπραττε αν είχε να κάνει με μια, συμβατικά οριζόμενη, σύμμαχο χώρα με την οποία την ενώνουν, απλά, διεθνείς συνθήκες. Είναι αυτές τις υποχρεώσεις, τις οποίες αυτή η συγκεκριμένη οπτική (το κυπριακό ως ζήτημα εθνικής αυτοδιάθεσης Ελλήνων) γεννά που φοβάται να αναλάβει η Αθήνα. Η άρνηση προάσπισης του εθνικού συμφέροντος, μοιραία, μεταλλάσει αυτήν την ίδια την έννοια του εθνικού συμφέροντος.
Ο Κουμής προειδοποιεί:
“Η γαλάζια σου μορφή με τυραννά…
γυρεύω μιά σταγόνα λευτεριάς στα βήματά σου
καί σύ μ’ αρνήθης γιά τά συμφέροντά σου”
Το τι συνιστά συμφέρον για την Ελλάδα είναι προφανές. Η θέληση να το διεκδικήσει λείπει.
[1] Ιάκωβος Κουμής, Κριτική στο προσχέδιο του κειμένου Κύπρος: Από την αυτοδιάθεση-ένωση στη διεθνοποίηση-διχοτόμηση, Τετράδια Πολιτικού Διαλόγου, Έρευνας και Κριτικής, τεύχος 59, Χειμώνας-Άνοιξη 2011, σελ.90-91.
[2] Ibid., 94.
[3] Ibid., 90.
[4] Ibid., 95.
[5] Λώρη Κέζα, Κύπρος, μια άλλη χώρα, http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=539215, 13-11-2013.
Γράφει: Ιωάννης Σ. Λάμπρου, MA in War Studies – ΜΑ in International Boundary Studies
Πηγή: mignatiou.com