Δύο Κύπριες μαγείρισσες, η Ελληνοκύπρια Μαρία Λουκαΐδου και η Τουρκοκύπρια Φεράι Γιαλτσούκ, περιλαμβάνονται σε αφιέρωμα
Η κα Λουκαΐδου περιγράφει πώς μεγάλωσε ακούγοντας ιστορίες από την πρόσφυγα μητέρα της για τη ζωή πριν από την τουρκική εισβολή και πώς το φαγητό στο σπίτι της συνδέθηκε με τις ιστορίες αυτές, “μιας εποχής πριν από τη σύρραξη”.
Αναφέρεται στους εφιάλτες και το ψυχικό τραύμα που της είχε δημιουργηθεί για τους Τουρκοκύπριους, μέχρι το πρώτο της ταξίδι στα μέρη της μητέρας της το 2003. “Όταν βρήκαμε το παλιό σπίτι της γιαγιάς μου, ξένοι άνοιξαν την πόρτα. Καθίσαμε μαζί τους. Ήταν η πρώτη φορά που συναντούσα κάποιον Τουρκοκύπριο. Έπιναν τον ίδιο καφέ με εμάς, είχαν παρόμοια επιδερμίδα και παρόμοιο σχήμα μύτης. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήταν σαν εμάς”, διηγείται.
Στη συνέχεια αναφέρεται πώς γνωρίστηκε με την Φεράι Γιαλτσούκ όταν και οι δύο άρχισαν να εργάζονται στο Home Café στη νεκρή ζώνη. Σημειώνει ότι η κουλτούρα αμφοτέρων έχει πολλά κοινά, αν και αυτό που τις έδεσε ήταν η κοινή αγάπη για το φαγητό.
Αναφέρει ότι μαζί μαγειρεύουν ντολμάδες, σούβλα, κολοκάσι και ότι έχουν τόσο Ελληνοκύπριους όσο και Τουρκοκύπριους πελάτες.
Περιγράφει επίσης πως οι οικογένειές τους δάκρυσαν όταν συνομίλησαν στο τηλέφωνο αφού η γιαγιά της Φεράι έστειλε στους γονείς της Μαρίας ένα παραδοσιακό φαγητό απο τα κατεχόμενα.
“Μερικές φορές έρχονται πελάτες και ζητούν τουρκικό καφέ, άλλοι ζητούν ελληνικό καφέ. Η Φεράι κι εγώ πάντα γελάμε και τους λέμε ότι είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα και ότι το λέμε κυπριακό καφέ εδώ”, καταλήγει η Μαρία Λουκαΐδου.
Η κα Γιαλτσούκ από την πλευρά της σχολιάζει ότι η τοποθεσία του καφέ που διατηρεί με την Ελληνοκύπρια συνάδελφό της είναι απομονωμένη και αυτό είναι που το κάνει “ένα μέρος για τον καθένα”.
Λέει πως και οι δύο γονείς της γεννήθηκαν στο νότο, αλλά έφυγαν σε μικρή ηλικία μετά από τον πόλεμο. Όπως και η Μαρία Λουκαΐδου, έτσι και εκείνη με τους γονείς της επισκέφθηκαν τα παλιά σπίτια τους και κάθισαν για έναν καφέ με τους σημερινούς ενοίκους.
Παραδέχεται και αυτή ότι δεν είχε στο παρελθόν επαφή με κάποιον Ελληνοκύπριο, αλλά και ότι παρά τη διαφορετική γλώσσα τα βιώματα είναι σχεδόν ίδια, όπως και το φαγητό.
Σημειώνει πως όταν ήταν παιδί οι Ελληνοκύπριοι παρουσιάζονταν ως “τέρατα”, αλλά πλέον η σχέση της με τη Μαρία “έχει αποδείξει ότι οι εντάσεις που μπορεί κάποτε να νιώθαμε δεν υφίστανται”.
Ομολογεί ότι καμιά φορά οι πολιτικές συζητήσεις προξενούν αμηχανία, αλλά προσθέτει ότι προτιμούν να κοιτάνε στο μέλλον. “Η Κύπρος θα ενωθεί μια μέρα, αλλά όχι επειδή οι ηγέτες θα υπογράψουν ένα χαρτί. Θα είναι οι κοινότητες που χτίζουν αυτές τις γέφυρες. Εκεί επικεντρωνόμαστε”, σχολιάζει.
Αναφέρεται στα κοινά φαγητά που μαγειρεύουν με τη συνάδελφό της και καταλήγει: “Κάποιες φορές οι επισκέπτες που περνούν μας ρωτούν αν είμαστε στην Τουρκία ή στην Ελλάδα. Είμαστε στην Κύπρο, τους λέω, στη νεκρή ζώνη – ούτε στο νότο ούτε στο βορρά. Είναι παράξενο, κάποιοι ακόμα νομίζουν ότι το νησί ανήκει στην Ελλάδα ή στην Τουρκία. Αλλά δεν είναι έτσι. Ανήκει σε εμάς”.
Το αφιέρωμα της βρετανικής εφημερίδας περιλαμβάνει επίσης τη συνεργασία ενός Παλαιστινίου και ενός Ισραηλινού σεφ, όπως και τη συνεργασία μεταξύ ενός Κολομβιανού σεφ και μιας μαγείρισσας από την οργάνωση ανταρτών FARC.