Αναστασιάδης: “Η λύση δεν θα έχει νικητές και ηττημένους”

a 134 Ειδήσεις, Νέα Αμμοχώστου
a 2857 Ειδήσεις, Νέα Αμμοχώστου

«Δεν θα αποδεχόμουν την έναρξη ενός νέου κύκλου συνομιλιών εάν δεν ικανοποιούντο βασικές αρχές που θα πρέπει να διέπουν τη μορφή του υπό μετεξέλιξη κράτους», τόνισε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης μιλώντας σε διάσκεψη τύπου. Απαντώντας σε ερωτήσεις των δημοσιογράφων ζήτησε την στήριξη όλων των πολιτικών δυνάμεων, ακόμα και αυτούς που διαφωνούν με τις συνομιλίες γιατί, όπως ανέφερε η διαφωνία τους τον ενδυναμώνει.

Μιλώντας σε δημοσιογραφική διάσκεψη στο Προεδρικό Μέγαρο, όπου παρουσίασε τις πρόνοιες του κοινού ανακοινωθέντος, είπε ότι στόχος είναι η ενημέρωση, αλλά και η «αποκατάσταση της αληθείας» για όσα αφορούν το κοινό ανακοινωθέν, «με βάση τα πραγματικά γεγονότα που δημιουργούν τις προϋποθέσεις επανέναρξης ενός κύκλου συνομιλιών».

Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης αναφέρθηκε σε «μια συστηματική προσπάθεια παρερμηνείας ή αμφισβήτησης» τις τελευταίες ημέρες για το ακριβές περιεχόμενο των προνοιών για τη μια και μόνη διεθνή προσωπικότητα, κυριαρχία και ιθαγένεια.

Έκανε παράλληλα έκκληση για ένωση δυνάμεων στο εσωτερικό, ενώ είπε ότι σέβεται πλήρως τις διαφορετικές απόψεις που εκφράζουν πολιτικά κόμματα, αναγνωρίζοντας παράλληλα «τη συμβολή των διαφωνούντων», μεταξύ άλλων, στην προετοιμασία του κοινού ανακοινωθέντος.

«Εκείνο που με λυπεί δεν είναι η όποια διαφωνία, αλλά οι επαναλήψεις αναφορών που δεν έχουν σχέση με το περιεχόμενο του ανακοινωθέντος, αλλά ενδεχόμενα με πολιτικές επιλογές που δεν συμφωνούν με την επιδιωκόμενη μορφή λύσης» σημείωσε.

Στο Κοινό Ανακοινωθέν είναι σαφώς διατυπωμένη η μία διεθνής προσωπικότητα, είπε ο Πρόεδρος Αναστασιάδης, ενώ έκανε λόγο για «επίτευγμα» αναφορικά με την αναφορά ότι η κυριαρχία πηγάζει εξίσου από Ε/κ και Τ/κ. Απέρριψε την άποψη ότι η «εσωτερική ιθαγένεια» ενέχει κινδύνους νομιμοποίησης της εθνοκάθαρσης και είπε ότι ενισχύεται ο αγώνας για επιστροφή των προσφύγων, καθώς η επανεγκατάστασή τους δεν προκαλεί κινδύνους στην αλλοίωση της πολιτικής ισότητας των συνιστωσών πολιτειών.

Ακόμη, απέρριψε τη θέση για «παρθενογένεση» αναφορικά με τη μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, λέγοντας ότι διασφαλίζεται η συνέχειά της.

Αναφερόμενος στη μία και μόνη διεθνή προσωπικότητα, είπε ότι «είναι τόσο σαφώς διατυπωμένη που δεν επιδέχεται ούτε και επιτρέπει την όποιαν άλλη ερμηνεία».

Για τη μια και μόνη κυριαρχία και τον ισχυρισμό πως αυτή διαιρείται στα τρία, είπε ότι «όσοι προβάλλουν αυτή τη θέση συγχέουν την κυριαρχία του ομόσπονδου κράτους με τις εξουσίες και αρμοδιότητες που εξ υποχρεώσεως εκχωρούνται από το σύνταγμα στις συνιστώσες πολιτείες για θέματα εσωτερικών αρμοδιοτήτων».

Μίλησε για εξουσίες και αρμοδιότητες των πολιτειών που θα τους εκχωρούνται εκ του ομόσπονδου συντάγματος, αφού συμφωνηθούν και καθορισθούν από το Ομοσπονδιακό Σύνταγμα οι τομείς αρμοδιοτήτων της κεντρικής κυβέρνησης.

Ανέφερε επίσης πως, το ότι η κυριαρχία πηγάζει εξίσου από τους Ε/κ και τους Τ/κ και όχι από τις δύο κοινότητες όπως είχαμε αποδεχτεί στο παρελθόν θα πρέπει να θεωρείται επίτευγμα, αφού παραπέμπει στα συστατικά στοιχεία που αποτελούν τον κυπριακό λαό και όχι στις κοινότητες όπως αυτές αναγνωρίζονται και από το σύνταγμα του 1960. Ως εκ τούτου, πρόσθεσε, καμιά κυριαρχία δεν εκχωρείται χωριστά σε πολίτες που αποτελούν το λαό ενός κράτους.

Συνέχισε, αναφερόμενος στο επιχείρημα της ύπαρξης χωριστής κυριαρχίας λόγω της πρόνοιας για χωριστά ταυτόχρονα δημοψηφίσματα και υπενθύμισε πως «δεν είναι το Κοινό Ανακοινωθέν που προβλέπει για πρώτη φορά» κάτι τέτοιο, αλλά έγινε και στο δημοψήφισμα του 2004, επί προεδρίας Τάσσου Παπαδόπουλου, ενώ και με το Σύνταγμα του 1960, το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι ασκείτο χωριστά από Ε/κ και Τ/κ.

Υπέδειξε ότι ανάλογοι ισχυρισμοί δεν ευσταθούν γιατί «το κράτος υπάρχει, δεν θα ιδρυθεί» ενώ πρόσθεσε ότι «εκείνο που θα συμβεί είναι η μετεξέλιξή του σε ομοσπονδία και ως εκ τούτου το δικαίωμα που δίνεται στις δύο κοινότητες δεν είναι κυριαρχικό ή ιδρυτικό, αλλά συντακτικό».

Αναφερόμενος στη μία και μόνη ιθαγένεια του κράτους και τις αμφισβητήσεις που εκφράζονται, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης υπενθύμισε το λεκτικό του Κοινού Ανακοινωθέντος, λέγοντας ότι ουδείς μπορεί να αποκτήσει «εσωτερική ιθαγένεια» είτε της μίας είτε της άλλης συνιστώσας πολιτείας, εκτός αν είναι πρώτιστα πολίτης της ενωμένης Κύπρου σύμφωνα με τον Ομοσπονδιακό Νόμο, ενώ ανάλογη πρόνοια υπάρχει και στο ισχύον Σύνταγμα.

Είπε πως η αναφορά σε «εσωτερική ιθαγένεια» γίνεται για να προστατευθεί το δικαίωμα πολιτικής ισότητας των δύο συνιστωσών πολιτειών, λόγω του ότι η συμφωνία για λύση προβλέπει πως η μετεξέλιξη του σημερινού ενιαίου κράτους θα οδηγήσει σε μια δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα των δύο συνιστωσών πολιτειών.

Ανέφερε ότι δεν τον βρίσκει σύμφωνο η άποψη πως η εσωτερική ιθαγένεια ενέχει τους κινδύνους νομιμοποίησης της εθνοκάθαρσης, αλλά συνηγορεί και ενισχύει τον αγώνα για διασφάλιση του δικαιώματος επιστροφής και επανεγκατάστασης των προσφύγων.

Συμπλήρωσε πως το δικαίωμα ψήφου για την Άνω βουλή ή τη Γερουσία με το οποίο διασφαλίζεται η πολιτική ισότητα θα ενασκείται όχι με βάση τον τόπο κατοικίας αλλά την ιδιότητα του πολίτη της κάθε μιας των συνιστωσών πολιτειών.

Ως προς τον ισχυρισμό ότι υιοθετείται η τουρκική θέση για τη μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, με την ενωμένη Κύπρο να είναι αποτέλεσμα συνένωσης δύο συνιδριτικών κρατών, ο Πρόεδρος είπε ότι «πουθενά στο Κοινό Ανακοινωθέν δεν υπάρχει η όποια μνεία για προϋπάρχοντα ή ιδρυτικά ή συνιδρυτικά κράτη» και είπε ότι υπάρχει ρητή πρόνοια ότι η ομοσπονδία θα αποτελείται από δύο συνιστώσες πολιτείες.

Υπενθύμισε ότι η Συνθήκη Προσχώρησης στην ΕΕ προβλέπει πως η ένταξη καλύπτει το σύνολο του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας ενώ στο Κοινό Ανακοινωθέν γίνεται αναφορά στην Ενωμένη Κύπρο, ως μέλος των Ηνωμένων Εθνών και της ΕΕ.

«Γίνεται σαφές πως όχι μόνον δεν γίνεται δεκτή η παρθενογένεση αλλ’ αντιθέτως διασφαλίζεται η συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας στη μετεξελιγμένη μορφή της νέας κατάστασης πραγμάτων, δηλαδή της Ομοσπονδιακής δομής», τόνισε.

Διευκρίνισε ότι αν συνέβαινε το αντίθετο, θα απαιτείτο νέα αίτηση για να καταστεί η χώρα μέλος του ΟΗΕ και διαπραγματεύσεις για να ενταχθεί στην ΕΕ.

Έκανε έκκληση στην πολιτική ηγεσία του τόπου «να ενώσουμε δυνάμεις» ενώ απευθύνθηκε και στους Τ/κ, διαβεβαιώνοντας τους πως η λύση του Κυπριακού αποτελεί την ειλικρινή πρόθεση και επιθυμία του.
Η λύση, υπέδειξε, δεν θα έχει νικητές και ηττημένους, ούτε τη δυνατότητα επιβολής εξουσίας της μίας πλευράς επί της άλλης.

Όπως ανέφερε, «το άλυτο του Κυπριακού, που για σαράντα τόσα χρόνια κρατά διαιρεμένη την πατρίδα και το λαό μας, είναι το ύψιστο των προβλημάτων που απασχόλησε και απασχολεί την παλαιότερη, τη νεότερη γενιά και αν συνεχίσει το σημερινό στάτους κβο θα επηρεάσει δραματικά το μέλλον και των επερχoμένων γενεών.

Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης είπε ότι προεκλογικά, αλλά και με την ανάληψη της εξουσίας, είχε δηλώσει ότι θα εργαστεί άοκνα προκειμένου να αντιμετωπιστούν με επιτυχία τα οικονομικά προβλήματα της χώρας και μέσω της συλλογικής προσπάθειας όλων, να εξευρεθεί οριστικά μια λύση που θα απαλλάσσει την πατρίδα από την κατοχή, θα την επανενώνει και θα αποκαθιστά τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις βασικές ελευθερίες.

Πρόσθεσε ότι με την ανάληψη της προεδρίας δόθηκε προτεραιότητα στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, καθώς «μια αποδυναμωμένη οικονομικά χώρα θα μπορούσε να ήταν ευάλωτη σε πιέσεις ή και εκβιασμούς που θα επηρέαζαν αρνητικά την προσπάθεια» για μια αξιοπρεπή και όσο το δυνατόν πιο δίκαιη λύση.

Είπε ότι με την πιστή τήρηση των όρων της δανειακής σύμβασης και τη σταθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος έκρινε πως συναφής με την οικονομική ανάκαμψη είναι και η επικέντρωση της προσοχής στην εντατικοποίηση των προσπαθειών για επίλυση του κυπριακού προβλήματος.

Ανέφερε ότι παράλληλα με την αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων, εφαρμόστηκε πολιτική αποκατάστασης του κύρους, της αξιοπιστίας και της αξιοποίησης των δυνατοτήτων που προσφέρονται λόγω της γεωστρατηγικής θέσης της χώρας.

Αναφέρθηκε στην αναβάθμιση των σχέσεων της Κύπρου με τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο, το Ισραήλ και το σύνολο των Ευρωπαίων εταίρων, ενώ είπε ότι δεν επηρεάστηκαν οι άριστες σχέσεις με μεγάλες δυνάμεις όπως η Ρωσία, η Κίνα και τα αραβικά κράτη.

«Προκειμένου να δημιουργηθούν οι απαραίτητες προϋποθέσεις ουσιαστικού διαλόγου, εργαστήκαμε σκληρά για την επανατοποθέτηση του Κυπριακού μέσω του αιτήματος μας για την ενεργό εμπλοκή της Τουρκίας, ως της δύναμης που συνεχίζει να κατέχει το βόρειο τμήμα της πατρίδας μας» είπε.

Αναφέρθηκε στο διορισμό διαπραγματευτή της ε/κ κοινότητας, παρά τις ενστάσεις της άλλης πλευράς, και είπε ότι «για πρώτη φορά από το 1974 έγινε κατορθωτό να εμπλέξουμε στις συνομιλίες και την Τουρκία».

Είπε επίσης ότι για να είναι συμβατή η λύση με της ευρωπαϊκές αρχές, έγινε κατορθωτό να αναβαθμιστεί ο ρόλος που θα διαδραματίσει η ΕΕ στον υπό έναρξη διάλογο, όπως σαφέστατα φαίνεται από την ανακοίνωση των κυρίων Βαν Ρόμπαι και Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο.

Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης αναφέρθηκε ακολούθως στη δέσμη ουσιαστικών μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης, που υπέβαλε, τα οποία, όπως είπε έγιναν κατανοητά, αλλά και «φαίνεται ότι θα αποτελέσουν μια των προτεραιοτήτων φίλων χωρών».

Ανέφερε ακόμα ότι διαφάνηκε ότι υπήρχε διάσταση στο ρόλο που θα έπρεπε να διαδραματίζει ο Ειδικός Σύμβουλος του ΓΓ των Ηνωμένων Εθνών. «Μέσα από λεπτούς αλλά ορθούς χειρισμούς έγινε κατορθωτό να ξεπεράσουμε το πρόβλημα χωρίς να πληγεί η διαδικασία», είπε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Είπε ότι η έκδοση ενός ουσιαστικού κοινού ανακοινωθέντος τέθηκε ως προαπαιτούμενο από την ε/κ πλευρά, ώστε να επιτευχθεί πλήρης διασαφήνιση των θέσεων, των βασικών αρχών επίλυσης του Κυπριακού και της μεθοδολογίας σε ένα νέο κύκλο συνομιλιών.

«Ύστερα από επίπονες προσπάθειες έξι μηνών έγινε κατορθωτό να καταλήξουμε στο Κοινό Ανακοινωθέν της 11ης Φεβρουαρίου» το οποίο «χωρίς να παραγνωρίζει τις ανησυχίες της άλλης πλευράς, ικανοποιεί και τις δικές μας επιδιώξεις και ευαισθησίες».

Συμπλήρωσε ότι στην επίτευξη του στόχου αυτού συνέβαλαν σημαντικά οι πολιτικοί αρχηγοί και το Εθνικό Συμβούλιο, τους οποίους ευχαρίστησε. Είπε ότι η ελληνική κυβέρνηση τηρείτο ανελλιπώς ενήμερη, επί καθημερινής βάσεως και παρείχε την πλήρη στήριξη της, ενώ αναγνώρισε το θετικό ρόλο που διαδραμάτισαν φίλες χώρες. Είπε επίσης ότι καθ’ όλη τη διάρκεια των διαβουλεύσεων υπήρχε συνεχής επαφή με δύο εκ των εγκυροτέρων νομικών οίκων του εξωτερικού.

Αναφερόμενος στο περιεχόμενο του κοινού ανακοινωθέντος, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης είπε ότι το στατους κβο θεωρείται και από τους δύο ηγέτες απαράδεκτο. «Δηλαδή, μεταξύ άλλων, απαράδεχτη κρίνεται η παρουσία κατοχικών στρατευμάτων, η συνεχιζόμενη διαίρεση της πατρίδας μας, η παράνομη αξιοποίηση των ε/κ περιουσιών, η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και βασικών ελευθεριών, ο εποικισμός, η καταστροφή της θρησκευτικής και πολιτισμικής μας κληρονομιάς, η ανάγκη που εξωθεί τους Ε/κ να ξεπουλούν τις περιουσίες τους στα κατεχόμενα, η αποξένωση του κυπριακού ελληνισμού από το κατεχόμενο μέρος και η εν τη ουσία παγίωση των τετελεσμένων της εισβολής».

Προβλέπεται, συνέχισε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ότι η λύση θα σέβεται τις βασικές αρχές, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες και θα διασφαλίζει το κοινό μέλλον του συνόλου των πολιτών σε μια ενωμένη Κύπρο εντός της ΕΕ.

Πρόσθεσε πως στην ενωμένη Κύπρο κατοχυρώνονται οι τρεις βασικές αρχές, χαρακτηριστικά γνωρίσματα κάθε κράτους μέλους των ΗΕ, αποκλείονται τα όποια χρονοδιαγράμματα, ενώ υιοθετείται η αρχή πως τίποτα δεν είναι συμφωνημένο αν δεν συμφωνηθούν τα πάντα.

Είπε ότι αποκλείεται ρητά η όποια μορφή επιδιαιτησίας και πως μόνο μια συμφωνία που θα βασίζεται στην ελεύθερη βούληση των μερών θα παραπεμφθεί σε δημοψηφίσματα.

Ακόμη είπε ότι διασφαλίζεται η ιεραρχία των νόμων, αφού ρητά αναφέρεται πως ο υπέρτατος νόμος του κράτους είναι το Ομοσπονδιακό Σύνταγμα που θα δεσμεύει το σύνολο των αρχών της ομοσπονδίας αλλά και των συνιστωσών πολιτειών.

Για το κατάλοιπο εξουσίας, είπε ότι καθορίζεται ρητά πως αφού συμφωνηθούν οι αρμοδιότητες της Ομόσπονδης Κυβέρνησης, όσες εξουσίες εναπομείνουν, ανατίθενται από το ομοσπονδιακό Σύνταγμα στις πολιτείες.

«Οι εξουσίες αυτές αφορούν εσωτερικές αρμοδιότητες, όπως, για παράδειγμα, η παιδεία, το σύστημα υγείας, οι κοινωνικές ασφαλίσεις κ.α.» είπε, προσθέτοντας ότι η αποκέντρωση αυτή συνάδει με την ευρωπαϊκή αρχή της επικουρικότητας, της ανάθεσης δηλαδή περισσοτέρων εξουσιών για θέματα καθημερινότητας των πολιτών στις τοπικές αρχές, αλλά και με ό,τι ισχύει στη συντριπτική πλειοψηφία των ομόσπονδων κρατών.

Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης ανέφερε ακόμη ότι με το κοινό ανακοινωθέν διασφαλίζεται πως οι συνιστώσες πολιτείες δεν έχουν την όποια κυριαρχία ή προϋπάρχον δικαίωμα ανεξάρτητου κράτους, όπως κάποιοι ισχυρίζονται, αλλά την ιδιότητα που αποκτούν ως συστατικά μέρη της ομοσπονδίας, όπως καθορίζεται από το ομοσπονδιακό Σύνταγμα.

Συμπλήρωσε ότι στο κοινό ανακοινωθέν ρητά προνοείται πως οι συνομιλίες διεξάγονται μεταξύ των δύο κοινοτήτων και όχι των όποιων κρατικών οντοτήτων.

Προνοείται, συνέχισε, πως οι όποιες διαφορές μεταξύ Ομόσπονδου Κράτους και συνιστωσών πολιτειών ή και πολιτειών μεταξύ τους, θα επιλύονται τελεσίδικα από το Ομόσπονδο Συνταγματικό Δικαστήριο.

Είπε ακόμη ότι η αναφορά στον αλληλοσεβασμό και στη διαφύλαξη της εθνικής, θρησκευτικής και πολιτιστικής ταυτότητας και ακεραιότητας του κάθε πολίτη του Ομόσπονδου Κράτους δεν αφορά μόνο την τ/κ κοινότητα, αλλά διασφαλίζει και την επιβίωση του κυπριακού Ελληνισμού, ενώ δεν εκχωρεί κυριαρχικά δικαιώματα, αλλά απλώς διασφαλίζει τη συμφωνηθείσα πολιτική ισότητα.

Ακόμη, είπε ότι καθιερώνεται νέα μεθοδολογία για συζήτηση των διάφορων ουσιωδών πτυχών αλληλένδετα και παράλληλα και αποφεύγεται ως εκ τούτου η πρακτική του παρελθόντος να επικεντρώνεται ο διάλογος σε συγκεκριμένη ουσιώδη πτυχή.

Συμπλήρωσε ότι γίνεται αποδεχτή η θέση της ε/κ πλευράς για την ανάγκη υιοθέτησης ουσιωδών μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης τα οποία θα δώσουν νέα δυναμική στην προοπτική για μια ενωμένη Κύπρο, κάτι που, όπως είπε, απηχεί πλέον και τις απόψεις σημαντικών παραγόντων της διεθνούς κοινότητας.

Επανέλαβε τέλος πως το Κοινό Ανακοινωθέν δεν αποτελεί τη λύση, αλλά τις βασικές παραμέτρους μέσα από τις οποίες θα αναζητηθεί η τελική λύση και η οποία θα προέλθει από την ελεύθερη βούληση των μερών και θα τεθεί ενώπιον του κυρίαρχου λαού ο οποίος και θα αποφασίσει τελεσίδικα δια δημοψηφισμάτων.