Μάνα Κουράγιο

Α-Δέξιος

Του Μάριου Αδάμου

Η Ελλάδα βιώνει μια πρωτοφανή δίωξη από τα αιμοβόρα κοράκια της εγχώριας και διεθνούς διαπλοκής. Όπως θα έλεγαν και κάποιοι αθλητικογράφοι, η πατρίδα βρίσκεται στα σχοινιά και δέχεται πανταχόθεν τις γροθιές των άσπονδων φίλων της. Εμείς δεν πρέπει να επιχαίρουμε και να λέμε “καλά να πάθουν οι καλαμαράδες”, “όπως έστρωσαν έτσι να κοιμηθούν” και ξέρω εγώ τι άλλο… 

Ίσως στη σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα να αντικατοπτρίζονται εικόνες από το δικό μας αύριο. Όταν δε η ΜΑΝΑ μας πεινά, δεν τρέχουμε να βυζάξουμε από τον κόρφο της. Σπεύδουμε να της δώσουμε από το υστέρημα μας, για να μπορέσει να σταθεί στα πόδια της.
Οι νεοκατακτητές ξαναπέρασαν από τα άγια χώματα της πικρής πατρίδας και καλό ήταν να γνωρίζουμε τι καλές «υπηρεσίες» προσέφεραν στην Ελλάδα. Να μου επιτρέψετε παρακάτω να σας παραθέσω μόνο ένα μικρό παράδειγμα της ανθρωπιστικής δράσης των Γερμανών το 1944. Είναι μια μαρτυρία λίγο μεγάλη αλλά αξίζει τον κόπο να τη διαβάσετε. Δείχνει μόνο ένα μικρό μέρος της ελληνικής μεγαλοσύνης. Είναι του μέλους του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού στην Ελλάδα, Σουηδού Στούρε Λιννέρ, ο οποίος στο βιβλίο του «Η Οδύσσειά μου» γράφει για την σφαγή του Διστόμου. Το Δίστομο για τους περισσότερους που ίσως δε το γνωρίζουν είναι ένα ημιορεινό χωρίο της Βοιωτίας. Την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο Λίννερ υπηρετούσε με τον Ερυθρό Σταυρό στην Ελλάδα. Γράφει λοιπόν ο Σουηδός, ο οποίος αργότερα διετέλεσε και αναπληρωτής γενικός γραμματέας του ΟΗΕ και απεβίωσε το 2010:

Ο Γερμανικός πολιτισμός:
Με την Κλειώ παντρευτήκαμε στις 14 Ιουνίου. Ο υπεύθυνος της ελληνικής επιτροπής, Έμιλ Σάντστρομ, παρέθεσε γαμήλιο γεύμα προς τιμήν μας. Αργά το βράδυ με πλησίασε και με απομάκρυνε από τα γέλια και τις φωνές, προς μια γωνιά όπου θα μπορούσαμε να μιλήσουμε οι δυο μας. Μου έδειξε ένα τηλεγράφημα που μόλις είχε λάβει: οι Γερμανοί έσφαζαν για τρεις ημέρες τον πληθυσμό του Διστόμου, στην περιοχή των Δελφών, και στη συνέχεια πυρπόλησαν το χωριό. (…)

Έδωσα με τη σειρά μου το τηλεγράφημα στην Κλειώ να το διαβάσει, εκείνη έγνεψε κι έτσι αποχωρήσαμε διακριτικά από τη χαρούμενη γιορτή.

Περίπου μα ώρα αργότερα ήμασταν καθ’ οδόν μέσα στη νύχτα. Απαιτήθηκε ανυπόφορα μεγάλο χρονικό διάστημα έως ότου διασχίσουμε τους χαλασμένους δρόμους και τα πολλά μπλόκα για να φτάσουμε, χαράματα πια, στον κεντρικό δρόμο που οδηγούσε στο Δίστομο. Από τις άκρες του δρόμου ανασηκώνονταν γύπες από χαμηλό ύψος, αργά και απρόθυμα. Σε κάθε δέντρο, κατά μήκος του δρόμου και για εκατοντάδες μέτρα, κρεμόντουσαν ανθρώπινα σώματα, σταθεροποιημένα με ξιφολόγχες, κάποια εκ των οποίων ήταν ακόμη ζωντανά. Ήταν οι κάτοικοι του χωριού που τιμωρήθηκαν με αυτό τον τρόπο: θεωρήθηκαν ύποπτοι για παροχή βοήθειας στους αντάρτες της περιοχής, οι οποίοι επιτέθηκαν σε δύναμη των Ες-Ες.

Η μυρωδιά ήταν ανυπόφορη. Μέσα στο χωριό σιγόκαιγε ακόμη φωτιά στα αποκαΐδια των σπιτιών. Στο χώμα κείτονταν διασκορπισμένοι εκατοντάδες άνθρωποι κάθε ηλικίας, από υπερήλικες έως νεογέννητα. Σε πολλές γυναίκες είχαν σχίσει τη μήτρα με την ξιφολόγχη και αφαιρέσει τα στήθη, άλλες κείτονταν στραγγαλισμένες, με τα εντόσθια τυλιγμένα γύρω από το λαιμό. Φαινόταν σαν να μην είχε επιζήσει κανείς.

Μα να! Ένας παππούς στην άκρη του χωριού! Από θαύμα είχε καταφέρει να γλιτώσει τη σφαγή. Ήταν σοκαρισμένος από τον τρόμο, με άδειο βλέμμα, τα λόγια του πλέον μη κατανοητά. Κατεβήκαμε στη μέση της συμφοράς και φωνάζαμε στα ελληνικά: «Ερυθρός Σταυρός! Ερυθρός Σταυρός! Ήρθαμε να βοηθήσουμε».

Από μακριά μας πλησίασε διστακτικά μια γυναίκα. Μας αφηγήθηκε ότι ένας μικρός αριθμός χωρικών πρόλαβε να διαφύγει προτού ξεκινήσει η επίθεση. Μαζί με εκείνη αρχίσαμε να τους ψάχνουμε. Αφού ξεκινήσαμε οι τρεις μας, διαπιστώσαμε ότι (η γυναίκα) είχε πυροβοληθεί στο χέρι. Τη χειρουργήσαμε αμέσως με χειρουργό την Κλειώ. Ήταν το ταξίδι του μέλιτός μας.

Και ο Ελληνικός Πολιτισμός:
Λίγο καιρό αργότερα η επαφή μας με το Δίστομο θ’ αποκτούσε και έναν αξιοσημείωτο επίλογο. Όταν τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα, δεν πήγαν και τόσο καλά τα πράγματα, αφού μια γερμανική μονάδα κατάφερε να περικυκλωθεί από αντάρτες ακριβώς στην περιοχή του Διστόμου. Σκέφτηκα ότι αυτό ίσως θεωρηθεί από τους Έλληνες ως ευκαιρία για αιματηρή εκδίκηση, πόσο μάλλον που η περιοχή εδώ και καιρό είχε αποκοπεί από κάθε παροχή βοήθειας σε τρόφιμα. Ετοίμασα λοιπόν φορτηγά με τα αναγκαία τρόφιμα, έστειλα μήνυμα στο Δίστομο για την άφιξή μας και έτσι βρεθήκαμε στο δρόμο για εκεί, για άλλη μια φορά, η Κλειώ και εγώ.

Όταν φτάσαμε στα όρια του χωριού, μας συνάντησε μια επιτροπή, με τον παπά στη μέση. Έναν παλαιών αρχών πατριάρχη, με μακριά, κυματιστή, λευκή γενειάδα. Δίπλα του στεκόταν ο αρχηγός των ανταρτών, με πλήρη εξάρτυση. Ο παπάς πήρε το λόγο και μας ευχαρίστησε εκ μέρους όλων που ήρθαμε με τρόφιμα. Μετά πρόσθεσε: «Εδώ είμαστε όλοι πεινασμένοι, τόσο εμείς οι ίδιοι, όσο και οι Γερμανοί αιχμάλωτοι. Τώρα, εάν εμείς λιμοκτονούμε, είμαστε τουλάχιστον στον τόπο μας. Οι Γερμανοί δεν έχουν χάσει μόνο τον πόλεμο, είναι επιπλέον και μακριά από την πατρίδα τους. Δώστε τους το φαγητό που έχετε μαζί σας, έχουν μακρύ δρόμο μπροστά τους». Σ’ αυτή του τη φράση γύρισε η Κλειώ το βλέμμα της και με κοίταξε. Υποψιαζόμουν τι ήθελε να μου πει με αυτό το βλέμμα, αλλά δεν έβλεπα πλέον καθαρά. Απλά στεκόμουν κι έκλαιγα.

Τώρα εγώ ρωτάω ποιος χρωστάει σε ποιόν; Η Ελλάδα που έχει να παίρνει αποζημιώσεις από τους Γερμανούς από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου; Η Ελλάδα που αγόραζε γερμανικούς εξοπλισμούς δυο και τρεις φορές πάνω από την πραγματική τους αξία; Δεν λέω, η Ελλάδα έκανε μύρια λάθη τα τελευταία χρόνια. Όμως κανένα λάθος δε γίνεται αιτία για να κάνει ένα ολόκληρο λαό πειραματόζωο της ιστορίας. Κλείνω εδώ γιατί το τραβήξαμε τούτη τη φορά. Μόνο Μάνα Κουράγιο.