Έξι χρόνια μετά το τραγικό τροχαίο που στοίχισε τα ζωή στον τραγουδιστή Παντελή Παντελίδη αλλά τον βαρύτατο τραυματισμό της μιας εκ των συνεπιβάτιδών του, της Μίνας Αρναούτη, σήμερα αναμένεται να συζητηθούν ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, έπειτα από πολλές αναβολές, οι αγωγές αποζημίωσης, που διεκδικούν εμπλεκόμενες στην υπόθεση πλευρές.
Το τραγικό τροχαίο δυστύχημα είχε σημειωθεί στις 18 Φεβρουαρίου του 2016 και είχε συγκλονίσει τη κοινή γνώμη. Στο όχημα, επέβαιναν εκτός του δημοφιλούς τραγουδιστή και της Μίνας Αρναούτη και μια ακόμη κοπέλα η Φρόσω Κυριακού.
Ειδικότερα, η πρώτη αγωγή, ύψους 1.100.000 ευρώ έχει κατατεθεί από τη Μίνα Αρναούτη κατά της ασφαλιστικής εταιρίας. Η δεύτερη, ύψους περίπου 100.000 ευρώ, από τη Φρόσω Κυριάκου επίσης κατά της ασφαλιστικής εταιρίας, ενώ η τρίτη αγωγή, ύψους 600.000 ευρώ, έχει κατατεθεί από την οικογένεια του Παντελή Παντελίδη κατά της ασφαλιστικής εταιρίας και της Φρόσως Κυριάκου. Αξίζει να σημειωθεί ακόμη και σήμερα η οικογένεια του άτυχου τραγουδιστή φέρεται να επιμένει ότι οδηγός του μοιραίου τζιπ δεν ήταν ο Παντελής Παντελίδης αλλά η Φρόσω Κυριακού. Ωστόσο, η Δικαιοσύνη μετά από έρευνα που διενήργησε έχει αποφανθεί ότι το μοιραίο όχημα οδηγούσε ο Παντελής Παντελίδης.
Μεταξύ άλλων στην αγωγή της η Φρόσω Κυριακού υποστηρίζει: «Ξεκίνησαν να διαδίδονται φήμες πως δήθεν εγώ η ίδια ετύγχανα οδηγός του μοιραίου οχήματος και όχι συνοδηγός αυτού! Η γη χάθηκε κάτω από τα πόδια μου και διαπίστωσα πως γινόταν προσπάθεια να μετατραπώ, από θύμα, σε θύτη… Ακόμη και σήμερα και ενώ τα αληθή περιστατικά έχουν επιβεβαιωθεί και από την Εισαγγελική Αρχή, υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν το αντίθετο και εγώ φέρω το στίγμα της δολοφόνου!». Σε ό,τι αφορά στις συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα το τραγικό δυστύχημα, στην αγωγή της η κυρία Κυριακού αναφέρει πως ο Παντελής Παντελίδης «τελώντας σε κατάσταση μέθης, έβαινε με ιδιαίτερα αυξημένη ταχύτητα, σαφώς δυσανάλογη των οδικών συνθηκών, χωρίς να έχει διαρκώς τεταμένη την προσοχή του περί την οδήγηση και χωρίς να ασκεί τον απαιτούμενο έλεγχο και εποπτεία επί του οχήματος που οδηγούσε, με αποτέλεσμα να απολέσει τον έλεγχο του αυτοκινήτου του».
Σύμφωνα με την αγωγή της η νεαρή γυναίκα από τα περίπου 100.000 ευρώ τα οποία διεκδικεί ως αποζημίωση, το ποσό των 80.000 αφορά στην ηθική βλάβη που έχει υποστεί, ενώ το υπόλοιπο ποσό αφορά έξοδα για νοσήλια, και αποκλειστικές νοσοκόμες. «Μία νέα κοπέλα, μόλις 21 ετών, όχι μόνο τραυματίζεται σοβαρότατα, όχι μόνο συνειδητοποιεί ότι θα πρέπει να συνηθίσει να ζει με τους φρικτούς πόνους, να υποβάλλεται σε εντατικές φαρμακευτικές αγωγές και να απέχει από κάθε δημιουργική δραστηριότητα, αλλά στιγματίζεται για όλη της τη ζωή με την «ταμπέλα» της δολοφόνου και η προσωπική της ζωή εκτίθεται χωρίς έλεος» αναφέρει χαρακτηριστικά στο δικόγραφο της αγωγής της.
Από την πλευρά της η Μίνα Αρναούτη, η οποία τραυματίστηκε βαρύτατα κατά το τροχαίο και υπεβλήθη σε πολλαπλά χειρουργεία για την αποκατάσταση της υγείας της, αξιώνει με την αγωγή της 500.000 ευρώ για ηθική βλάβη, 500.000 ευρώ ως οικονομική αποζημίωση, 73.500 ευρώ για εισοδήματα που θα είχε τα επόμενα 20 χρόνια αν δεν είχε τραυματιστεί, 60.950 ευρώ για πλαστικές επεμβάσεις επανορθωτικής αποκατάστασης, έξοδα για νοσήλια, αποκλειστικές νοσοκόμες, με το συνολικό ποσό να αγγίζει το 1,1 εκ. ευρώ.
Μεταξύ άλλων στη δική της αγωγή, η κυρία Αρναούτη αναφέρει: «Δεν με αναγνώριζα στον καθρέφτη. Ήμουν ένα κουβάρι από κόκαλα, σίδερα και σωληνάκια, παντελώς αδύναμη, ανίκανη για την παραμικρή κίνηση. Μετά την αφαίρεση της τραχειοστομίας δεν έβγαινε η φωνή μου, η οποία επανήλθε σταδιακά μετά από δύο εβδομάδες. Ισοδυναμούσε με φυλακή. Ήμουν εγκλωβισμένη στο ίδιο μου το σώμα, ανήμπορη να κινηθώ, κυριολεκτικά ανάπηρη».
Μάλιστα, η νεαρή γυναίκα κάνει λόγο για ψυχολογική της κατάρρευση, δεδομένου, όπως λέει, ότι κατηγορήθηκε πως κάλυπτε τις «πραγματικές συνθήκες» του τροχαίου δυστυχήματος «ψευδόμενη πως εκείνος (σ.σ. ο Παντελής Παντελίδης) ήταν ο οδηγός του μοιραίου οχήματος αντί της δήθεν πραγματικής οδηγού Ευφροσύνης Κυριάκου».
Να σημειωθεί ότι οι αγωγές είχαν αρχικά προσδιοριστεί να συζητηθούν τον Οκτώβριο του 2020. Ωστόσο, η εκδίκασή τους αναβλήθηκε πολλές φορές και λόγω των μέτρων που είχαν ληφθεί για τον περιορισμό της πανδημίας.
Πηγή: Πρώτο Θέμα