Ο καθηγητής που σε μια νύχτα έγινε δισεκατομμυριούχος ‘πολεμώντας’ τον κορονοϊό

Ο Carl Hansen, CEO της εταιρείας βιοτεχνολογίας AbCellera Biologics, βοήθησε την Eli Lilly να βρει αντισώματα για τον κορονοϊού.

Ο καθηγητής που σε μια νύχτα έγινε δισεκατομμυριούχος 'πολεμώντας' τον κορονοϊό

Του Alex Knapp

Κάθε φορά που ένα βακτήριο ή κάποιος ιός μολύνουν τον ανθρώπινο οργανισμό, το ανοσοποιητικό σύστημα αντιδρά προκειμένου να βρει θεραπεία, ή με άλλα λόγια αναπτύσσει αντισώματα. Τα μικροσκοπικά αυτά κύτταρα, μοναδικά σε κάθε άνθρωπο, είτε καταστρέφουν τους “εισβολείς” είτε τους “μαρκάρουν” ώστε να αντιμετωπιστούν από άλλα κύτταρα. 

Ο 46χρονος Carl Hansen περιγράφει με ενθουσιασμό τη διαδικασία. “Μπορούμε να παραγάγουμε 100 τρισεκατομμύρια διαφορετικά αντισώματα”, επισημαίνει και προσθέτει: “Το ανοσοποιητικό σύστημα είναι εντυπωσιακό, δεν μπορεί να περιγραφεί με λέξεις”.

Τα λόγια του ταιριάζουν περισσότερο σε έναν καθηγητή πανεπιστημίου και όχι τόσο στον διευθύνοντα σύμβουλο μιας βιοτεχνολογικής εταιρείας με κεφαλαιοποίηση 13 δισ. δολαρίων. Λογικό, όμως, μιας και ο Hansen ήταν καθηγητής μέχρι πρόσφατα. 

Άφησε την πανεπιστημιακή έδρα το 2019 προκειμένου να επικεντρωθεί στη βιοτεχνολογική εταιρεία AbCellera Biologics που εδρεύει στο Βανκούβερ, την οποία ίδρυσε με συναδέλφους του ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Βρετανικής Κολομβίας (Καναδά), το 2012. “Τα πανεπιστήμια αποτελούν ιδανικό χώρο για τη δοκιμή νέων ιδεών και την αναζήτηση των τομέων που θα μπορούσαν να είναι αποτελεσματικές οι ιδέες αυτές”, λέει.

Η ακαδημαϊκή αυτή οπτική της ομάδας της AbCellera έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στον τρόπο λειτουργία της. 

Σχεδόν το σύνολο των νεοφυών εταιρειών βιοτεχνολογίας βάζουν συνήθως 5-6 ασθένειες ή ιούς στο στόχαστρό τους, και στη συνέχεια, τα επόμενα 8 με 10 χρόνια, αναπτύσσουν φάρμακα για τη θεραπεία τους, ελπίζοντας να καταφέρουν να κυκλοφορήσουν τουλάχιστον ένα εξ αυτών στην αγορά. Και πάλι όμως δεν σίγουρο – λιγότερο από το 10% των νέων φαρμάκων κυκλοφορούν τελικά στην αγορά. Αλλά όταν συμβεί, συνήθως καταγράφουν σημαντική επιτυχία: Επτά από τα 10 κορυφαία φάρμακα που κυκλοφόρησαν το 2018 αφορούσαν θεραπείες αντισωμάτων, συμπεριλαμβανομένων του ανοσοκατασταλτικού φαρμάκου Humira της AbbVie, με καθαρές πωλήσεις 19 δισ. δολαρίων, και του φαρμάκου για τη θεραπεία του καρκίνου Keytruda της Merck, το οποίο απέφερε 11,1 δισ. δολάρια το 2019.

Η AbCellera, ωστόσο, ακολουθεί μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση. Στόχος της δεν είναι να εξελιχθεί σε μια καθετοποιημένη φαρμακευτική εταιρεία, αντίθετα επικεντρώνεται αποκλειστικά στη διαδικασία ανακάλυψης θεραπειών. Στη διαδικασία ανάπτυξης ενός φαρμάκου αυτό είναι το πρώτο και σημαντικότερο στάδιο: κατά τη διάρκεια αυτής της φάσης επιλέγονται οι πιο υποσχόμενες θεραπείες, υποβάλλονται σε πρώιμες δοκιμές και στη συνέχεια περνούν στη διαδικασία παραγωγής.

Με άλλα λόγια, η AbCellera, που συγκέντρωσε τον Μάιο κεφάλαια 105 εκατ. δολαρίων από επενδυτές, μεταξύ των οποίων ο γνωστός επενδυτής Peter Thiel, το Πανεπιστήμιο της Μινεσότα και η εταιρεία OrbiMed -ανεβάζοντας την αποτίμησή της στα 4,8 δισ. δολαρία, σύμφωνα με το PitchBook, μόλις έξι μήνες πριν εισαχθεί στο χρηματιστήριο- δεν συμμετέχει από την αρχή έως το τέλος στη διαδικασία παραγωγής ενός φαρμάκου. 

Αντ’ αυτού, προσφέρει μόνο την “υπηρεσία ανακάλυψης του φαρμάκου”. Συνεργάζεται με 90 τρίτες επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των φαρμακευτικών κολοσσών Pfizer, Gilead και Novartis. Αυτές οι εταιρείες απευθύνονται στη βιοτεχνολογική εταιρεία προκειμένου να ανακαλύψει για λογαριασμό τους αντισώματα που πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια. Η AbCellera στη συνέχεια χρησιμοποιεί τη δική της τεχνολογία για να βρει αυτά τα αντισώματα.

Η μεγαλύτερη επιτυχία της AbCellera μέχρι σήμερα είναι ότι εντόπισε τα αντισώματα εκείνα που καταπολεμούν πιο αποτελεσματικά τον κορονοϊό. Για να το επιτύχει αυτό εξέτασε χιλιάδες αντισώματα που συλλέχθηκαν από το αίμα ανθρώπων που είχαν αναρρώσει από τη νόσο Covid-19. Στη συνέχεια, παραχώρησε τα δικαιώματα παραγωγής για τα περισσότερα από τα πλέον υποσχόμενα αντισώματα που ανακάλυψε στη φαρμακευτική εταιρεία Eli Lilly. 

Τον Μάιο ξεκίνησαν οι κλινικές δοκιμές για ένα από αυτά τα αντισώματα, το bamlanivimab – μόλις 90 ημέρες μετά την έναρξη της συνεργασίας των δύο εταιρειών. Οι κλινικές δοκιμές κατέδειξαν ότι ασθενείς με ήπια ή μέτρια συμπτώματα της νόσου Covid-19 ανταποκρίνονταν θετικά, και έτσι τον Νοέμβριο, το αντίσωμα bamlanivimab έλαβε άδεια για έκτακτη χρήση από τον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA).

Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει συνάψει ήδη σύμβαση για την αγορά 950.000 δόσεων του φαρμάκου έναντι 1,2 δισ. δολαρίων. Η Eli Lilly στο guidance που εξέδωσε στα μέσα Δεκεμβρίου για το 2021 ανέφερε ότι αναμένει έσοδα έως 2 δισ. δολάρια από τις θεραπείες της για τον κορονοϊό, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων θα προέλθει από το bamlanivimab. 

Η AbCellera υπολογίζεται ότι θα αποκομίσει από τα δικαιώματα που κατέχει 270 εκατ. δολάρια επί των ανωτέρων πωλήσεων, σύμφωνα με την Credit Suisse.

Εν τω μεταξύ, η AbCellera προσπαθεί να επιταχύνει το χρόνο που χρειάζεται για να αναπτύξει θεραπείες αντισωμάτων. Όσο μικρότερο είναι το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την ανάπτυξη μιας θεραπείας αντισωμάτων τόσο μεγαλύτερη η μείωση του κόστους ανάπτυξης, ενώ επιταχύνει και την εισροή εσόδων. “Από οικονομική άποψη, κάθε έτος που εξοικονομείται αποτελεί τεράστιο κόστος ευκαιρίας για τους επενδυτές”, εξηγεί ο Gal Munda, αναλυτής της Berenberg Capital Markets.

Ο Hansen έχει σήμερα περιουσία ύψους 3 δισ. δολαρίων δολάρια, χάρη στην ιδιαίτερα επιτυχημένη αρχική δημόσια προσφορά της AbCellera τον περασμένο Δεκέμβριο. Ερωτηθείς για τη “εκρηκτική” είσοδό του στο κλαμπ των δισεκατομμυριούχων, ο Hansen απαντά πολύ σεμνά: “Μοιάζει κάπως σουρεαλιστικό”. Είναι λιγότερο φειδωλός όσον αφορά επιτυχία της βιοτεχνολογίας: “Εάν η περίπτωση του κορονοϊού αποκαλύπτει κάτι, για μένα είναι το τι μπορεί να επιτύχει το επιχειρηματικό μοντέλο λειτουργίας μιας εταιρείας και η τεχνολογία”, σημειώνει χαρακτηριστικά.
 

Via Capital.gr