Το καθεστώς εμβολιασμού, τεστ ή νόσησης ενός ταξιδιώτη θα είναι πλέον το κύριο κριτήριο για την ελευθερία διακίνησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση εν μέσω της πανδημίας COVID-19, και όχι πλέον η χώρα από την οποία ταξιδεύει, συμφώνησαν την Τρίτη οι αρμόδιοι Υπουργοί της ΕΕ στο πλαίσιο του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων στις Βρυξέλλες, σε συνέχεια της πρότασης της Κομισιόν που είχε υποβληθεί τον Νοέμβριο για απλοποίηση των κανόνων.
Επίσης, η σύσταση αναφέρει πως ο χάρτης του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC) θα πρέπει να βασίζεται στο εξής όχι μόνο στο ποσοστό κοινοποίησης κρουσμάτων τις τελευταίες 14 ημέρες και το ποσοστό των τεστ, αλλά και την εμβολιαστική κάλυψη.
Ακόμα, η νέα σύσταση ενισχύει το φρένο έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση της εμφάνισης νέων μεταλλάξεων, με την Κομισιόν να μπορεί να εισηγηθεί συντονισμένους περιορισμούς ταξιδίων για περιοχές υψηλού ρίσκου.
Σύμφωνα με την επικαιροποιημένη σύσταση του Συμβουλίου, τα μέτρα για αντιμετώπιση της πανδημίας θα πρέπει να εφαρμόζονται λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση του κάθε ατόμου αντί της κατάστασης σε περιφερειακό επίπεδο. Μόνη εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα θα είναι τα ταξίδια από περιοχές όπου ο ιός κυκλοφορεί σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Αυτό σημαίνει πως καθοριστικός παράγοντας όσον αφορά το κατά πόσο ένα άτομο θα υπόκειται σε περιορισμούς στην ελεύθερη διακίνηση, θα είναι η κατάσταση εμβολιασμού, τεστ ή ανάρρωσης ενός ταξιδιώτη κατά του COVID-19, όπως καταγράφεται σε έγκυρο ψηφιακό πιστοποιητικό COVID-19 της ΕΕ.
Η σύσταση τίθεται σε ισχύ την 1η Φεβρουαρίου, ταυτόχρονα με την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη η οποία ορίζει την μάξιμουμ περίοδο ισχύος του πιστοποιητικού για σκοπούς ταξιδιών στις 270 ημέρες (εννέα μήνες).
Ειδικότερα, βάσει της σύστασης το πιστοποιητικό εμβολιασμού ισχύει εφόσον ο ταξιδιώτης:
– έχει εμβολιαστεί με την τελευταία δόση του εμβολιαστικού σχήματος ή ενισχυτική δόση τουλάχιστον 14 ημέρες προηγουμένως αλλά όχι πέραν των 270 ημερών (τα κράτη μέλη μπορούν να αποδέχονται και εμβολιασμό με σκευάσματα που εγκρίθηκαν από τις εθνικές αρχές ή τον ΠΟΥ)
– έχει αρνητικό PCR τεστ το οποίο πραγματοποιήθηκε εντός 72 ωρών πριν το ταξίδι, ή τεστ αντιγόνου (rapid test) το οποίο πραγματοποιήθηκε 24 ώρες πριν το ταξίδι ή
– έχει πιστοποιητικό νόσησης και ανάρρωσης το οποίο ισχύει μέχρι και 180 ημέρες (έξι μήνες) μετά το πρώτο θετικό τεστ.
Όπως σημειώνεται, ένα κράτος μέλος μπορεί να ζητήσει από άτομα που δεν φέρουν ψηφιακό πιστοποιητικό να προχωρήσουν σε τεστ πριν ή τουλάχιστον 24 ώρες μετά την άφιξή τους, με εξαίρεση όσους ταξιδεύουν για απαραίτητες υπηρεσίες ή ανάγκη, όσοι μετακινούνται διασυνοριακά και τα παιδιά κάτω των 12 ετών θα πρέπει να εξαιρούνται από αυτήν την απαίτηση.
Όσον αφορά τους χάρτες του ECDC, τα κράτη μέλη καλούνται να εφαρμόζουν μέτρα για τα άτομα που ταξιδεύουν από και προς περιοχές που βρίσκονται στην κατηγορία «βαθύ κόκκινο» (όπου ο ιός εξαπλώνεται με ταχύτερους ρυθμούς), να αποθαρρύνουν τα μη αναγκαία ταξίδια και να ζητούν από όσους δεν έχουν πιστοποιητικό να πραγματοποιούν τεστ πριν την αναχώρησή τους και να μπουν σε καραντίνα κατά την άφιξή τους.
Ορισμένες εξαιρέσεις από αυτά τα μέτρα θα πρέπει να ισχύουν για όσους ταξιδεύουν για απαραίτητες υπηρεσίες ή ανάγκη, όσους μετακινούνται διασυνοριακά και παιδιά κάτω των 12 ετών.
Τέλος, όσον αφορά το φρένο έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση της εμφάνισης νέων μεταλλάξεων που προκαλούν ανησυχία ή ενδιαφέρον, όταν ένα κράτος μέλος επιβάλλει περιορισμούς ως απάντηση στην εμφάνιση μιας νέας παραλλαγής το Συμβούλιο, σε στενή συνεργασία με την Επιτροπή και με την υποστήριξη του ECDC, θα πρέπει να επανεξετάσει την κατάσταση.
Ταυτόχρονα η Επιτροπή, βάσει της τακτικής αξιολόγησης νέων αποδεικτικών στοιχείων για παραλλαγές, θα μπορεί επίσης να προτείνει συζήτηση στο πλαίσιο του Συμβουλίου. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης η Κομισιόν θα έχει τη δυνατότητα να προτείνει στο Συμβούλιο να συμφωνήσει σε μια συντονισμένη προσέγγιση όσον αφορά τα ταξίδια από τις επηρεαζόμενες περιοχές. Η κατάσταση θα επανεξετάζεται τακτικά.