Την αναγκαιότητα ψήφισης των νομοσχεδίων για την διαρθρωτική μεταρρύθμιση των ανώτερων βαθμίδων της δικαιοσύνης και για δημιουργία Εφετείου, τονίζει για άλλη μια φορά η Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης Έμιλυ Γιολίτη με αφορμή τη συζήτηση για το θέμα στη Βουλή. Σε δήλωσή της στο ΚΥΠΕ σημειώνει ότι ενδεχομένως να τίθεται σε αμφισβήτηση και η αξιοπιστία μας στην ΕΕ προσθέτοντας ότι η μεταρρύθμιση επείγει ώστε σε εύλογο χρόνο να βρίσκουν οι πολίτες το δίκαιό τους.
Στην δήλωσή της η Υπουργός υπενθυμίζει ότι σήμερα χρειάζονται δεκατέσσερα περίπου χρόνια για να τελεσιδικήσει μια υπόθεση στα δικαστήρια μας, με όλες τις αλυσιδωτές αρνητικές επιπτώσεις που αυτό συνεπάγεται στον κοινωνικό και οικονομικό ιστό της χώρας μας.
Η κ. Γιολίτη αναφέρει ότι η εκτελεστική εξουσία ακούει όλους τους εμπλεκόμενους, συντάσσει και συνεχώς αναθεωρεί νομοσχέδια και όταν φτάνουμε στην τελική ευθεία, όπως τώρα, “η Βουλή επικαλείται λόγους ώστε το θέμα να μετατίθεται παρακάτω”.
“Πόσο ακόμα θα αντέξει η δικαιοσύνη να καθυστερεί; Ευσταθούν οι λόγοι μετάθεσης της ψήφισης των νομοσχεδίων;” διερωτάται.
Η Υπουργός αναφέρεται στην πίεση χρόνου που επικαλείται η Βουλή και υπενθυμίζει ότι η μεταρρύθμιση της δικαιοσύνης συζητείται εδώ και δεκαετίες και τα τελευταία δύο χρόνια εντατικά, στην παρούσα της μορφή.
“Κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί πως δεν δόθηκε χρόνος για μελέτη και διαβούλευση. Το να μετατεθεί η ψήφιση των νομοσχεδίων στην επόμενη Βουλή, δεν συνεπάγεται μόνο καθυστέρηση 2-3 μηνών, όπως ισχυρίζονται κάποιοι”, αναφέρει. Σημειώνει πως η νέα Βουλή θα εκλεγεί στις 30 Μαΐου 2021, τον Ιούνιο αναμένεται να καταρτιστεί σε σώμα και συνήθως από τα μέσα Ιουλίου και τον Αύγουστο η Βουλή δεν έχει εργασίες, παρά μόνο τις επείγουσες, “άρα το νωρίτερο που θα μπορούσε να συζητηθεί ξανά η μεταρρύθμιση θα ήταν τον Σεπτέμβριο”.
Η κ. Γιολίτη εξηγεί ακόμη ότι στον χρόνο καθυστέρησης πρέπει να ληφθούν υπόψη ο διορισμός νέων δικαστών και η ημερομηνία έναρξης λειτουργίας των νέων δικαστηρίων (προτείνεται η 1η Σεπτεμβρίου, 2021) ημερομηνία που εκμεταλλεύεται τους «νεκρούς» μήνες του καλοκαιριού, ώστε το Ανώτατο Δικαστήριο να μπορέσει να προκηρύξει τις 16 νέες θέσεις Εφετών και να διεξάγει την διαδικασία διορισμού τους μέχρι 1η Σεπτεμβρίου 2021.
Σε ό, τι αφορά την τοποθέτηση της Βουλής ότι δεν μπορεί να μην λάβει υπόψη τις επιφυλάξεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου για τη διατήρηση του ενιαίου δικαστηρίου και για την συνταγματικότητα της διευρυμένης σύνθεσης του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου η Υπουργός αναφέρει ότι η δομή που συζητείται αποτέλεσε αντικείμενο πολλών συζητήσεων στην Ομάδα Μεταρρύθμισης, όπου ομόφωνα οι εκπρόσωποι των κομμάτων και ο Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος, εκπροσωπούμενος δια του Προέδρου του, ζύγισαν τα υπέρ και τα κατά των δυο λύσεων και κατέληξαν στη λύση δυο Δικαστηρίων, προτάσσοντας πρωτίστως λόγους αλληλοελέγχου στις Ανώτατες βαθμίδες σε θέματα κυρίως πειθαρχικά.
Για τη διεύρυνση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, η Υπουργός σημειώνει ότι το Ανώτατο δεν ήρε τις επιφυλάξεις του για αυτό το θεμελιώδες άρθρο του Συντάγματος, παρά τις συζητήσεις και τις ως άνω υποχωρήσεις, σημειώνοντας πως επιφυλάσσεται ως προς τη συνταγματικότητα του νέου Δικαστικού Συμβουλίου, αν και εφόσον το θέμα τεθεί ενώπιον του.
“Τα ζητήματα αυτά δεν μπορούν να αφεθούν να καθυστερήσουν περαιτέρω τη μεταρρύθμιση της δικαιοσύνης. Οι λόγοι για τους οποίους η Ομάδα Μεταρρύθμισης κατέληξε στις πιο πάνω θέσεις, έχοντας διεξάγει ευρεία διαβούλευση, δεν θα εκλείψουν με τη νέα Βουλή. Η κάθε εξουσία οφείλει να αναλάβει την ευθύνη που της αναλογεί”, αναφέρει.
Η Υπουργός με λεπτομερέστατο τρόπο αναφέρεται στα οφέλη από τη δομή που εισηγείται η εκτελεστική εξουσία, μεταξύ αυτών τη μείωση του χρόνο εκδίκασης κατ΄ έφεση των νέων υποθέσεων από επτά περίπου χρόνια, σε δύο, την διασφάλιση της δημοκρατικότητας και την πρόσβαση των πολιτών σε αυτό το επίπεδο δικαιοσύνης και τον αποτελεσματικό αλληλοέλεγχο μεταξύ των δικαστηρίων.
Προσθέτει πως αν και εφόσον εγερθεί το θέμα συνταγματικότητας, θα εξεταστεί με εφαρμογή όλων των αρχών που διέπουν τον συνταγματικό αυτό έλεγχο, συμπεριλαμβανομένης της αρχής του «δικαστικού αυτοπεριορισμού» που επιτάσσει την επιλογή, όπου υπάρχει, ερμηνείας που διασώζει τη συνταγματικότητα του Νόμου.
“Η κάθε εξουσία οφείλει να αναλάβει τις ευθύνες της, αναλογιζόμενοι όλοι μας ότι έχουμε και εξωτερικούς παρατηρητές. Ότι η συμμετοχή μας στην ΕΕ με τα όποια πλεονεκτήματα αυτή συνεπάγεται, όπως είναι η άντληση κεφαλαίων, επισύρει και υποχρεώσεις. Πρέπει οι ίδιοι να είμαστε συνεπείς και να θέλουμε να βοηθηθούμε για να έχουμε ταυτόχρονα απαιτήσεις. Το κράτος δικαίου, στην ευρεία του έννοια, είναι πια προϋπόθεση για ευρωπαϊκή χρηματοδότηση. Η ΕΕ δεν είναι ένας οργανισμός ‘α λα καρτ’ όπου μπορεί κάποιος να διατηρεί τα δικαιώματα του, αλλά παράλληλα να μην είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του” αναφέρει.
Η Υπουργός προσθέτει ότι όταν συζητούμε για το Rule of Law Report και τις παρατηρήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, είτε είναι για τη διαφάνεια, είτε για τη διαφθορά, είτε για τη μεταρρύθμιση, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι είμαστε υπό στενή παρακολούθηση.
“Πέρυσι τέτοια εποχή ενημερώσαμε την ΕΕ για την ολοκλήρωση της συζήτησης των νομοσχεδίων της μεταρρύθμισης, ενώπιον της αρμόδιας Κοινοβουλευτικής Επιτροπής και χαιρέτισαν τις δράσεις. Αν κάθε χρόνο θα λέμε τα ίδια, η αξιοπιστία μας τίθεται σε αμφισβήτηση. Και για την ΕΕ που στέκεται αρωγός στα θέματα της μεταρρύθμισης αλλά πρωτίστως για εμάς, για τους πολίτες αυτού του τόπου που χρειάζονται σήμερα 14 χρόνια για να τελεσιδικήσει μια υπόθεση τους, οφείλουμε να αναδιαρθρώσουμε το δικαστικό σύστημα ώστε σε εύλογο χρόνο ένας πολίτης να βρίσκει το δίκαιο του”, καταλήγει η Υπουργός.