Ουδέποτε υπήρξε θιασώτης του Κυπριακού Επενδυτικού Προγράμματος (ΚΕΠ) ανέφερε ο τέως Υπουργός Εσωτερικών και νυν Υπουργός Οικονομικών Κωνσταντίνος Πετρίδης, στην κατάθεσή του ενώπιον της Ερευνητικής Επιτροπής των κατ’ εξαίρεση πολιτογραφήσεων, λέγοντας πως από την αρχή είχε «ανησυχίες για τους κινδύνους που εγκυμονούσε».
Διαβάστε την πλήρη κατάθεση του Υπουργού Οικονομικών Κωνσταντίνου Πετρίδη ΕΔΩ
Στην κατάθεσή του, στις 24 Νοεμβρίου 2020, ο κ. Πετρίδης – που διετέλεσε Υπουργός Εσωτερικών κατά την περίοδο Μαΐου 2017-Δεκεμβρίου 2019 – εξέφρασε την πεποίθηση ότι το πρόγραμμα «ωφέλησε, αλλά έπρεπε να περιοριστεί τα πρώτα χρόνια». O κ. Πετρίδης ανέγνωσε γραπτή κατάθεση, ενώ απάντησε και σε ερωτήσεις του Προέδρου και των Μελών της Επιτροπής.
«Έγιναν λάθη, υπήρχαν εγγενείς αδυναμίες, ενδεχομένως θα έπρεπε να το τερματίσουμε πιο γρήγορα το πρόγραμμα ή να το αλλάξουμε» είπε, σημειώνοντας πως το πρόγραμμα δημιούργησε «εξαρτήσεις» και «συμφέροντα».
Παραδέχτηκε ότι η έκβαση του ΚΕΠ, ανέτρεψε εν μέρει την «εξαιρετική εικόνα που με κόπο και ωφέλιμες πολιτικές είχαμε κτίσει» από το 2013. Πρόσθεσε ωστόσο πως η εικόνα της χώρας σήμερα δεν συγκρίνεται με την προ του 2013 κατάσταση και είναι πιο εύκολα ανατρέψιμη, αλλά «σίγουρα έχουμε δεχθεί ένα σοβαρό πλήγμα».
Σύμφωνα με τον κ. Πετρίδη, η αξιοπιστία της Κύπρου επλήγη γιατί κατά πρώτο λόγο πολιτογραφήθηκαν άτομα ύποπτου ιστορικού και κατά δεύτερο λόγο δημιουργήθηκε διεθνώς η αντίληψη ότι η Κύπρος «πουλά διαβατήρια», κάτι που δημιούργησε και πολιτικό-νομικό θέμα στις σχέσεις της Κύπρου με την ΕΕ.
Αν γίνονταν μόνο επιλεκτικά πολιτογραφήσεις επενδυτών, εξατομικευμένα και με βάση τη διακριτική ευχέρεια για τέτοιου είδους επενδύσεις, η Κύπρος δεν θα ενέπιπτε καν στο πεδίο εξέτασης της έκθεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία «σηματοδότησε και την απαρχή ουσιαστικά της πολιτικής διάστασης του προγράμματος σε επίπεδο ΕΕ» είπε.
Ανέφερε ότι η δημοσιότητα που έλαβε το όλο θέμα διεθνώς, ζημίωσε περαιτέρω την εικόνα της Κύπρου στους σοβαρούς, θεσμικούς επενδυτές στο εξωτερικό.
Σύμφωνα με τον κ. Πετρίδη «τα κακώς έχοντα σε σχέση με το ΚΕΠ, δεν έχουν σχέση με τις όποιες διοικητικές ελλείψεις, αλλά με θέματα όπως η εξ’ αρχής μη ύπαρξη κριτηρίων για άτομα υψηλού ρίσκου, η μη ύπαρξη ορθών εργαλείων για ελέγχους δέουσας επιμέλειας» κάτι που, όπως είπε, διορθώθηκε στη συνέχεια, αλλά και «η κατάχρηση από την ‘βιομηχανία’ που δημιουργήθηκε».
Ο κ. Πετρίδης είπε ότι έδωσε επίσπευση σε 27 μόνον περιπτώσεις επενδυτών, εκ των οποίων οι 18 αφορούν μετόχους και Διευθυντικά Στελέχη διεθνούς φήμης εταιρίας.
Απαντώντας εξάλλου σε ερωτήσεις των μελών της Επιτροπής, ο κ. Πετρίδης ανέφερε ότι έγινε δέκτης πιέσεων ακόμη και από Ευρωβουλευτή και βουλευτή, ενώ αναφέρθηκε και σε περίπτωση διαμεσολάβησης για την πολιτογράφηση ατόμου, το οποίο αποδείχθηκε αργότερα ότι είχε καζίνο στα κατεχόμενα και εμπλεκόταν σε λαθρεμπόριο.
«Από την αρχή είχα ανησυχίες»
«Από την αρχή είχα ανησυχίες για τους κινδύνους που εγκυμονούσε αυτό το σκέλος της κυβερνητικής πολιτικής, του οποίου ουδέποτε ήμουν θιασώτης, παρά το οικονομικό όφελος που αδιαμφισβήτητα συνεπαγόταν στον τομέα ανάπτυξης γης και τον κατασκευαστικό τομέα, ιδιαίτερα το πρώτο διάστημα μετά την κρίση του 2013» ανέφερε μιλώντας ενώπιον της Ερευνητικής.
Είπε ότι με την ανάληψη των καθηκόντων του στο ΥΠΕΣ ζήτησε άμεση πληροφόρηση για το πρόγραμμα. «Ήταν φανερό ότι υπήρχαν πολλές προβληματικές πτυχές και πολλά κενά στο πρόγραμμα τα οποία έπρεπε να διορθωθούν προς διαφύλαξη της αξιοπιστίας της Κύπρου» σημείωσε.
Ανέφερε εξάλλου ότι τους πρώτους μήνες παρατήρησε ότι υποβαλλόταν αυξημένος αριθμός αιτήσεων από άτομα υψηλού ρίσκου, όπως Πολιτικά Εκτεθειμένα Άτομα (ΠΕΠ), καθώς και από πρόσωπα που κατάγονταν από χώρες που συνδέονταν με ευρωπαϊκές ή διεθνείς κυρώσεις, ή διαφθορά, όπως Ιράν, Συρία, Αφγανιστάν.
Επίσης, συνέχισε, συνειδητοποίησε ότι αριθμός πάροχων υπηρεσιών επιδίδονταν σε «αμφισβητούμενες μεθόδους και είχαν εφαρμόσει επιθετική διαφημιστική εκστρατεία – κυρίως στο εξωτερικό και στο διαδίκτυο – η οποία ξεκάθαρα αναφερόταν σε πώληση διαβατηρίων, κάτι το οποίο αδιαμφισβήτητα προκαλούσε ζημιά στο όνομα της χώρας».
Ανέφερε επίσης ότι «δέκα χρόνια μετά τη θέσπιση του ΚΕΠ δεν υπήρχε αξιόπιστος μηχανισμός διεξαγωγής ελέγχου δέουσας επιμέλειας, ενώ δεν υπήρχε απολύτως καμία πρόνοια σε σχέση με τους ‘επενδυτές’ υψηλού κινδύνου ή κριτήρια αποκλεισμού» ενώ δεν υπήρχε και οποιαδήποτε πρόνοια ρύθμισης των πάροχων του Προγράμματος.
Είχε ήδη δημιουργηθεί μια μεγάλη «βιομηχανία» συμφερόντων και άντλησης επενδυτών χωρίς τις εν λόγω αναγκαίες ρυθμίσεις, κάτι που, σύμφωνα με τον κ. Πετρίδη, καθιστούσε πολύ δύσκολη και την εκ των υστέρων προσπάθεια διόρθωσης των κακώς εχόντων.
Μεταξύ άλλων, ο κ. Πετρίδης είπε ότι κατά την θητεία μου αποφασίσθηκε και εφαρμόστηκε επιπρόσθετη αξιολόγηση των αιτούντων επενδυτών και των μελών της οικογένειας τους μέσω συνδρομητικής εμπορικής βάσης δεδομένων (World-check), ενώ από την 1 Αυγούστου του 2018 αιτήσεις πολιτογράφησης υπέβαλλαν μόνο όσοι ήταν εγγεγραμμένοι στο «Μητρώο Παρόχων Υπηρεσιών» και εισήχθη και «Κώδικας συμπεριφοράς».
Σύμφωνα με τον κ. Πετρίδη «στο πρόγραμμα υπήρχαν πολύ σημαντικά κενά όσον αφορά τους μηχανισμούς δέουσας επιμέλειας εκ μέρους του κράτους», αφού, όπως ανέφερε, πριν την ανάληψη των καθηκόντων του, ο έλεγχος περιοριζόταν στην υποβολή λευκού ποινικού μητρώου, και στην ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρχές ασφαλείας του κράτους και στον έλεγχο μέσω διαδικτύου.
Σε σχέση με την Κυβέρνηση, ο κ. Πετρίδης ανέφερε ότι «υιοθετήθηκαν όχι μόνον όλοι οι αναγκαίοι, αλλά και ιδιαίτερα αυστηροί μηχανισμοί ελέγχου» είπε όμως ότι παρέμειναν εγγενείς δυσκολίες ελέγχου των παρόχων και γενικά του ιδιωτικού τομέα.
Ο κ. Πετρίδης αναφέρθηκε λεπτομερώς στον έλεγχο από οργανισμούς και εποπτικές αρχές για καταπολέμηση ύποπτων συναλλαγών και τη σχετική νομοθεσία, λέγοντας πως «εκ των πραγμάτων προκύπτουν σοβαρά θέματα όσον αφορά την τήρηση της» τόσο για τις οντότητες τις οποίες καλύπτει, όσο και για τις Εποπτικές Αρχές που ορίζονται δυνάμει του Νόμου.
Συνέχισε λέγοντας πως «η νομοθεσία ήταν σε ισχύ και όφειλαν όλοι να την εφαρμόζουν, τόσοι οι πάροχοι διοικητικών υπηρεσιών όσο και οι αρμόδιες Εποπτικές τους Αρχές» για να προσθέσει ότι το ΥΠΕΣ ουδέποτε θα μπορούσε να αποτελεί επόπτη των εν λόγω οντοτήτων, όπως για παράδειγμα των τραπεζών.
«Το όλο σύστημα που υιοθετήθηκε από την πολιτεία στηρίχθηκε στην υπόθεση ότι όλες οι εμπλεκόμενες οντότητες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των πιο πάνω νομοθεσιών θα ενεργούσαν με τη δέουσα επιμέλεια και στη βάση των κατευθύνσεων που είχαν από τους εποπτικές τους αρχές» συμπλήρωσε.
Σε σχέση με τα κριτήρια αποκλεισμού ατόμων υψηλού ρίσκου, ανέφερε ότι πρόκειται για «το μεγαλύτερο κενό από κυβερνητικής πλευράς». Ο κ. Πετρίδης έφερε ως παράδειγμα άτομα τα οποία υπόκειντο σε ποινική διερεύνηση στις χώρες τους, ακόμη και για σοβαρά αδικήματα, τα οποία κατείχαν λευκό ποινικό μητρώο και ως εκ τούτου δεν τύγχαναν απαγόρευσης για πολιτογράφηση στην Κύπρο. Είπε επίσης ότι δεν υπήρχε καμία απολύτως πρόνοια για ΠΕΠ, έστω και αν αυτά προέρχονταν από χώρες οι οποίες συνδέονταν με διαφθορά ή καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
«Αυτό κατά την άποψη μου ήταν το πιο σημαντικό κενό του προγράμματος από την ημερομηνία έναρξής του» είπε.
«Η πιο σημαντική απόφαση προς διασφάλιση του προγράμματος από την ημερομηνία έναρξης του, ήταν – κατά την άποψή μου – η θέσπιση αυστηρών κριτηρίων αποκλεισμού για επενδυτές υψηλού ρίσκου» είπε, προσθέτοντας ότι κατέθεσε πρόταση αποκλεισμού ατόμων υψηλού ρίσκου στις 25 Ιουλίου 2019, η οποία ήταν «ιδιαίτερα αυστηρή και περιοριστική, ούτως ώστε σε συνδυασμό με το δυνατό πλέον σύστημα δέουσας επιμέλειας, να περιορίσει αν είναι δυνατό στο μηδέν την πιθανότητα έκθεσης της Κύπρου από άτομα αμφιβόλου αξιοπιστίας».
Απόδειξη της ιδιαίτερης αυστηρότητας των αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου του Ιουλίου του 2019, είναι το γεγονός ότι οι κανονισμοί οι οποίοι εγκρίθηκαν από την ίδια τη Βουλή, ήταν αρκετά πιο ελαστικοί όσον αφορά τα κριτήρια αποκλεισμού, συμπλήρωσε.
Τα κριτήρια αποκλεισμού άρχισαν να ισχύουν άμεσα και για όλες τις εκκρεμούσες αιτήσεις, παρά τις έντονες ενστάσεις και πιέσεις των παρόχων και επιχειρηματιών γης, είπε.
Όσον αφορά τον ρόλο του ΥΠΕΣ, είπε ότι η διαδικασία πολιτογράφησης είχε δύο σκέλη, με το πρώτο να αφορά θέματα πολιτικής και πολιτικών προτάσεων σε σχέση με το Πρόγραμμα μαζί με το Υπουργείο Οικονομικών και το δεύτερο τη διενέργεια ελέγχων δέουσας επιμέλειας σύμφωνα με τα ισχύοντα κριτήρια, καθώς και τον διεκπεραιωτικό/διαδικαστικής φύσεως ρόλο.
«Αυτό ήταν απόλυτα φυσιολογικό αφού το ΚΕΠ και η αξιολόγηση του δεν βασιζόταν πάνω στην εξατομίκευση της αίτησης ή της επένδυσης, αλλά σε ένα ευρύτερο τυποποιημένο πρόγραμμα συστηματικής χορήγησης ιθαγένειας με βάση τυποποιημένα τυπικά κριτήρια» τα οποία, όπως είπε «έπασχαν πριν την εισαγωγή των αυστηρών μέτρων ελέγχου και κριτηρίων αποκλεισμού» είπε.
Ο κ. Πετρίδης ανέφερε μεταξύ άλλων ότι με την ανάληψη των καθηκόντων του, αρμόδια λειτουργός – την οποία κατονομάζει – χειριζόταν μόνη της το πρόγραμμα. «Έγιναν σημαντικές προσπάθειες ενίσχυσης της παρά το γεγονός ότι ήταν μια περίοδος παγοποίησης θέσεων διορισμού, με όλα τα τμήματα του δημοσίου να δηλώνουν υποστελέχωση» είπε.
Ακόμη ανέφερε ότι το 2018 αποφασίστηκε, μετά από δική του επιμονή, ο πλήρης διαχωρισμός αρμοδιοτήτων μεταξύ ΥΠΕΣ και ΥΠΟΙΚ. «Το ΥΠΟΙΚ δεν θα έστελνε απλώς απόψεις αλλά θα ήταν υπεύθυνο για τον έλεγχο των οικονομικών κριτηρίων που αφορούν το πρόγραμμα, τον έλεγχο διατήρησης τη επένδυσης μετά την απόκτηση της υπηκοότητας για το απαιτούμενο χρονικό διάστημα, καθώς και την συλλογή των σχετικών με την οικονομία στατιστικών» είπε
Για τις προτάσεις που υποβάλλονταν προς το Υπουργικό Συμβούλιο, είπε ότι το ΚΕΠ ήταν ένα τυποποιημένο πρόγραμμα, και το Υπουργικό τύγχανε πληροφόρησης για το αν οι αιτήσεις τηρούσαν ή όχι τα τυπικά κριτήρια που αυτό είχε θέσει.
Σύμφωνα με τον κ. Πετρίδη «τα κακώς έχοντα σε σχέση με το ΚΕΠ, δεν έχουν σχέση με τις όποιες διοικητικές ελλείψεις, αλλά με θέματα όπως η εξ’ αρχής μη ύπαρξη κριτηρίων για άτομα υψηλού ρίσκου, η μη ύπαρξη ορθών εργαλείων για ελέγχους δέουσας επιμέλειας – κάτι που διορθώθηκε στη συνέχεια – αλλά και η κατάχρηση από την ‘βιομηχανία’ που δημιουργήθηκε».
«Πεποίθηση μου είναι ότι ο Γενικός Διευθυντής, η αρμόδια λειτουργός και όλα τα άτομα τα οποία ασχολήθηκαν διαδικαστικά και διοικητικά με το θέμα διεκπεραίωναν με μεγάλη επάρκεια την θεσμοθετημένη διαδικασία αλλά και ένα μεγάλο όγκο εργασίας, υπό δύσκολες και πιεστικές συνθήκες, σύμφωνα πάντα με τα ισχύοντα κριτήρια» συμπλήρωσε.
Σύμφωνα με τον κ. Πετρίδη, υπήρχε τεράστιος αριθμός παρόχων που πίεζαν για επιτάχυνση των αιτήσεων εξέτασης, καθώς, σύμφωνα με την αντίληψη που αποκόμισε, «υπήρχε ένας μεγάλος ανταγωνισμός για την εξασφάλιση επισπεύσεων, είτε τηλεφωνικώς είτε με την αποστολή γενικόλογων και ατεκμηρίωτων επιστολών». Για αυτό τον λόγο έδωσα οδηγίες να ενημερώνονται οι πάροχοι ότι δεν θα δίνονται επισπεύσεις και ότι θα τηρείται αυστηρά χρονολογική σειρά, είπε.
Ανέφερε ότι κατά τη διάρκεια της θητείας του στο ΥΠΕΣ έδωσε επίσπευση σε 27 μόνον περιπτώσεις επενδυτών, εκ των οποίων οι 18 αφορούν μετόχους και Διευθυντικά Στελέχη διεθνούς φήμης εταιρίας, την οποία κατονόμασε, για μια πολύ σημαντική, όπως είπε, επένδυση. «Αυτή η επένδυση δεν μπορούσε να συγκριθεί με τις άλλες και θεώρησα απολύτως ορθό να γίνει επίσπευση» ανέφερε ο κ. Πετρίδης.
Οι άλλες 9 περιπτώσεις ανέφερε ότι αφορούσαν διευκόλυνση επενδυτών κατόπιν τεκμηρίωσης για θέματα υγείας ή άλλους ανθρωπιστικούς λόγους.
Είπε ότι ουδεμία έκπτωση γινόταν όσον αφορά τη διαδικασία ελέγχου στις περιπτώσεις των επισπεύσεων. Ενώ ανέφερε ότι η αίτηση μιας πολιτογράφησης από τις 9 που έτυχαν επίσπευσης απορρίφθηκε λόγω των αποτελεσμάτων των ελέγχων που διενεργήσαμε ως Υπουργείο. Το γεγονός ότι δόθηκε ένας πολύ μικρός αριθμός επισπεύσεων «καταδεικνύει ότι αυτή η διακριτική ευχέρεια δεν έτυχε καμίας απολύτως κατάχρησης» είπε.
Όσον αφορά τη διακριτική ευχέρεια που παρείχε το Άρθρο 111Α στο Υπουργικό Συμβούλιο για πολιτογραφήσεις πέραν του πεδίου των τυποποιημένων κριτηρίων ΚΕΠ, ο κ. Πετρίδης ανέφερε ότι ασκήθηκε σε ελάχιστες εξαιρετικές περιπτώσεις και κατά περίπτωση, κατόπιν πλήρους τεκμηρίωσης, για πολιτογραφήσεις μετόχων είτε διευθυντικών στελεχών εταιριών πού έκαναν μεγάλες επενδύσεις στην Κύπρο, χωρίς ενδεχομένως να τηρούνται τα ελάχιστα οικονομικά κριτήρια του τυποποιημένου προγράμματος συστηματικής χορήγησης ιθαγένειας, λόγω του ύψους, σημασίας και δημόσιου οφέλους της επένδυσης.
Αναφέρθηκε σε περίπτωση όπου παραχωρήθηκαν κατόπιν αιτήματος, 18 ιθαγένειες σε επενδυτές/μετόχους/διευθυντικά στελέχη εταιρείας, λέγοντας πως η επένδυση αυτή μέχρι το έτος 2019, και πριν την ολοκλήρωση του τελικού έργου, συνείσφερε πέραν των 19 εκ. ευρώ στα κρατικά ταμεία υπό την μορφή φορολογίας, δαπάνησε σε μισθούς πέραν των 42 εκ. ευρώ, και σε κυπριακές εταιρίες πέραν των 138 εκ. ευρώ σε οικοδομικά και άλλα έργα.
«Εργοδοτεί ήδη πέραν των 700 ατόμων σε μόνιμη βάση συν αρκετές εκατοντάδες απασχολουμένων στις οικοδομικές εργασίες. Με το πέρας της ολοκλήρωσης του έργου θα προσφέρει πέριξ των 3,000 μόνιμων και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας» είπε.
Ανέφερε εξάλλου ότι στη σφαίρα της δημόσιας συζήτησης για το λεγόμενο «σκάνδαλο των διαβατηρίων», η εν λόγω υπόθεση «αντί να αναδειχθεί σε θετικό παράδειγμα για σημαντικές, εξατομικευμένες επενδύσεις με πραγματική προστιθέμενη αξία που θα μπορούσαν να εμπίπτουν στο πλαίσιο ενός μη προβληματικού προγράμματος πολιτογραφήσεων, έγινε προσπάθεια ανάδειξης της υπόθεσης ως πέτρα σκανδάλου».
Σύμφωνα με τον κ. Πετρίδη, για τη διαδικασία του προγράμματος πάντα ενημερωνόταν η Βουλή και ουδέποτε στο πλαίσιο αυτό ζητήθηκε η όποια περαιτέρω ενημέρωση ή διευκρινήσεις ή ένσταση. Η πληροφόρηση ήταν λεπτομερής και πλήρης, είπε.
Ως ΥΠΕΣ, συνέχισε, η θέση μου ήταν η πλήρης συνεργασία, πληροφόρηση, διαφάνεια, αλλά και διάθεση για συζήτηση θεμάτων πολιτικής με τη Βουλή.
Ανέφερε ότι παρά τις πολιτικές αντιπαραθέσεις οι οποίες ως επί το πλείστον ήταν διακηρυκτικές, «ουδεμία πολιτική πρόταση προήλθε από οιονδήποτε πολιτικό χώρο, εντός ή εκτός Βουλής, που αφορούσε είτε τον τερματισμό του προγράμματος, είτε την αλλαγή της φιλοσοφίας του σχετικό και με τις ανησυχίες της ΕΕ».
«Από την ‘βιομηχανία’ που δημιούργησε το ΚΕΠ επωφελούνταν άλλωστε άτομα που προέρχονταν από όλο το πολιτικό τοπίο, ως καταδεικνύει και το βίντεο του Al Jazeera» συμπλήρωσε.
Σύμφωνα με τον κ. Πετρίδη υπάρχει ζήτημα και «εξαιτίας της έλλειψης σαφούς νομικού πλαισίου ασυμβίβαστου, το οποίο να μην επιτρέπει σε πολιτειακούς αξιωματούχους της νομοθετικής εξουσίας (αλλά και της εκτελεστικής) να ασκούν άλλη επαγγελματική δραστηριότητα πέραν του αξιώματος που κατέχουν».
«Εξαιτίας αυτού παρατηρείται το φαινόμενο βουλευτές να έχουν δικηγορικά γραφεία ή εταιρείες ανάπτυξης γης και να σχετίζονται την ίδια ώρα με υπηρεσίες για το ΚΕΠ, γεγονός που δημιουργούσε ευλόγως σύγκρουση συμφερόντων, αλλά και άλλες στρεβλώσεις όπως αυτές που παρουσιάστηκαν στο ρεπορτάζ του Al Jazeera της 12ης Οκτωβρίου 2020» είπε.
Αναφορικά με την πολιτογράφηση ατόμων που εξέθεσε την Κύπρο, είπε ότι η κακή εικόνα για την χώρα οφείλεται στο ότι τα άτομα αποκτούσαν την ιθαγένεια λόγω της απουσίας ενός ορθού κανονιστικού πλαισίου, σε συνδυασμό με την κατάχρηση η οποία παρατηρήθηκε από μία μη ρυθμισμένη βιομηχανία παρόχων, εμπλεκομένων και συμφερόντων που επωφελούνταν από το ΚΕΠ χωρίς οι ίδιοι να έχουν τους όποιους ηθικούς φραγμούς. «Τα λεφτά ήταν πολλά» ανέφερε ο κ. Πετρίδης.
Συνέχισε λέγοντας ότι η υπηρεσία του στο ΥΠΕΣ «ήταν μια συνεχής και επίπονη προσπάθεια βελτίωσης του προγράμματος, η οποία δεν ήταν χωρίς αντιστάσεις. Αλλά νοιώθω ότι επιτέλεσα το καθήκον μου αφού κατά τη δική μου υπηρεσία λήφθηκαν τα πιο σημαντικά μέτρα προστασίας της Κύπρου από τους εγγενείς κινδύνους του προγράμματος»
Αναφέρθηκε στη ρύθμιση του θέματος των παρόχων, αλλά και την υποχρέωση τους να διεξάγουν το πρώτο επίπεδο ελέγχου και εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι αν αυτά τα μέτρα είχαν ληφθεί από την εισαγωγή του προγράμματος, ή έστω νωρίτερα, τότε οι πλείστες υποθέσεις, οι οποίες είδαν το φως της δημοσιότητας και σχετίζονται με αμφιβόλου ποιότητας ή ύποπτους επενδυτές, θα είχε προληφθεί, αφού αφορούν πολιτογραφήσεις που έγιναν πριν τον Ιούλιο του 2019.
«Αν ακόμη και σήμερα, γινόταν επανέλεγχος όλων των ατόμων τα οποία απέκτησαν την Κυπριακή ιθαγένεια μέσω του ΚΕΠ και το όνομα τους έχει δει το φως της δημοσιότητας λόγω αρνητικού ιστορικού, με βάση το σύστημα όπως άρχισε να ισχύει από τον Ιούλιο του 2019, πιστεύω ότι στην συντριπτική τους πλειοψηφία οι αιτούντες θα είχαν απορριφθεί. Κάτι το οποίο δεν είμαι σίγουρος αν θα γινόταν αν γινόταν επανεξέταση με βάση τους σημαντικά πιο ελαστικούς κανονισμούς που πέρασαν από την Βουλή το 2020» συμπλήρωσε.
Είπε ότι ενδεικτικό της σημασίας των ελέγχων αλλά και των κριτηρίων που εφαρμόστηκαν ήταν ότι το 2019, απορρίφθηκαν εξαπλάσιες αιτήσεις (37) σε σχέση με το 2018 (8), το 2017 (8), το 2016 (8), 2015 (3), 2014 (5), 2013 (2) έστω και αν τα κριτήρια αποκλεισμού εφαρμόστηκαν από το δεύτερο εξάμηνο του έτους.
Είπε επίσης ότι λόγω της αλλαγής των Κανονισμών του Ιουλίου του 2019, απετράπη η υποβολή αίτησης από αρκετούς αιτητές, λόγω του ότι γνώριζαν εκ των προτέρων ότι θα εφαρμόζονταν τα κριτήρια τα οποία και δεν θα ήταν σε θέση να ικανοποιήσουν.
Ο κ. Πετρίδης ανέφερε ότι παρά τις αλλαγές, ακόμη και τους Κανονισμούς του 2020, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν θεώρησε ότι το ΚΕΠ ήταν ένα αξιόπιστο πρόγραμμα και υπενθύμισε ότι τον Απρίλιο του 2020, μετά και την ψήφιση των Κανονισμών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κάλεσε την Κύπρο να τερματίσει σταδιακά το Πρόγραμμα.
Είπε πως το πραγματικό πρόβλημα με την ΕΕ δημιουργήθηκε λόγω της φιλοσοφίας του ΚΕΠ. «Τα εγγενή χαρακτηριστικά του ΚΕΠ ήταν η θεσμοθετημένη και συστηματική χορήγηση ιθαγένειας, έναντι προκαθορισμένου επίπεδου επένδυσης (δηλαδή τιμής), χωρίς να υπάρχει πραγματικός δεσμός μεταξύ της χώρας και του επενδυτή (ως αυτός ερμηνεύεται από την Επιτροπή). Αυτά τα χαρακτηριστικά ήταν αυτά που θεωρούνται από την Ε.Ε αλλά και άλλους ως η γενεσιουργός αιτία μιας αυτοτροφοδοτούμενης από τέτοια σχέδια διαφθοράς, πέραν των όποιων κριτηρίων τα συνοδεύουν. Αυτός ήταν και ο λόγος δημιουργίας πολιτικού θέματος με την Ε.Ε με ότι αυτό συνεπάγεται για την εικόνα της χώρας, και όχι οι όποιες ενδεχόμενες παρατυπίες, ή λάθη ενδεχομένως να έγιναν στην πολύχρονη πορεία του Προγράμματος, όπως είναι η αντίληψη κάποιων» είπε.
Ανέφερε πως αν το Πρόγραμμα περιοριζόταν στην πραγματική διακριτική ευχέρεια του Υπουργικού Συμβουλίου σε εξατομικευμένες ή «εξαιρετικές περιπτώσεις» τότε δεν θα ετίθετο θέμα ούτε από την ΕΕ ούτε από τα διεθνή δημοσιογραφικά πρακτορεία, για να προσθέσει πως «φυσικά, ούτε και θα γίνονταν επενδύσεις δισεκατομμυρίων στον τομέα ανάπτυξης ακινήτων, πολλές εκ των οποίων ήταν ενδεχομένως καθοριστικές για την ανάκαμψη της οικονομίας και την αντιμετώπιση των σοβαρών προβλημάτων του τραπεζικού τομέα».
Πιέσεις από «ευρωβουλευτή, βουλευτή και δικηγορικό γραφείο»
Ερωτηθείς αν ο ίδιος ως Υπουργός Εσωτερικών ή και ως Υπουργός Οικονομικών, μετέπειτα, είχε καθόλου ενστάσεις σχετικά με συγκεκριμένες κατ` εξαίρεση πολιτογραφήσεις, ο κ. Πετρίδης απάντησε καταφατικά, λέγοντας ότι τις απέρριψε «κατόπιν πολλών πιέσεων» ενώ έδωσε και συγκεκριμένα παραδείγματα.
Συγκεκριμένα, είπε ότι υπήρχε μια περίπτωση στην οποία τον συνάντησαν άτομα, τα οποία κατονομάζει, στο γραφείο του για την πολιτογράφηση ενός ατόμου, το οποίο ήταν σε λίστα κυρώσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προσάρτηση της Κριμαίας. «Ήταν ιδιαίτερα έντονα σε σημείο που έφτασε ο ένας εκ των δύο να με αποκαλέσει σχεδόν ότι ήμουν προδότης και θα έβλαπτα τις σχέσεις μεταξύ της Κύπρου και της Ρωσίας, επειδή δεν ήθελα να πολιτογραφήσω άτομο, ο εν λόγω κύριος είχε πάει στο προεδρικό να ενοχλήσει» είπε.
Αναφέρθηκε επίσης στην περίπτωση ατόμου από την Ινδία, καθώς και «σε άλλη περίπτωση την οποία με ενόχλησαν ένας πρώην ευρωβουλευτής, ένας πρώην βουλευτής, ένα μέρος διαφορετικού πολιτικού γραφείου του κόμματος και ένα πολύ γνωστό δικηγορικό γραφείο, οι οποίοι είχαν σπάσει τα τηλέφωνα παντού για τέτοιο θέμα» για να προσθέσει ότι όλες αυτές οι αιτήσεις είχαν απορριφθεί.
Κληθείς να κατονομάσει τον ευρωβουλευτή, βουλευτή και το δικηγορικό γραφείο, ο κ. Πετρίδης είπε ότι «ο ευρωβουλευτής δεν γνώριζε συγκεκριμένα πράγματα, κάποιοι τον είχαν ενοχλήσει και έκριναν σκόπιμο να τον ενοχλήσουν».
«Προσπαθούσα να διασφαλίσω την αξιοπιστία μου και αντιτίθεμαι και είμαι εναντίον τέτοιων ειδών πιέσεων και γι` αυτό το θυμούμαι χαρακτηριστικά» είπε και αναφέρθηκε σε δικηγόρους-εκπροσώπους των αιτητών, λέγοντας πως σε μια περίπτωση ένας προσπάθησε να πάει και στο Προεδρικό.
«Προσπαθούσαν μέσω των γραφείων τούτων, εντάξει, ποιος έχει τις παραπάνω πολιτικές, παραπάνω διασυνδέσεις, πέρκει καταφέρουμε κάτι για τούτο το πράγμα» είπε.
Ακόμη, ο κ. Πετρίδης έκανε λόγο για περιπτώσεις διαμεσολαβητών με «καλές προθέσεις». Αναφέρθηκε σε μια περίπτωση στην οποία, μετά και από αναφορές Μητροπολίτη, έδωσε επίσπευση, αλλά κατόπιν διαπιστώθηκε ότι η αίτηση έπρεπε να απορριφθεί, καθώς βρήκαν από την ΚΥΠ ότι είχε καζίνο στα κατεχόμενα και ότι εμπλεκόταν το όνομα του αιτητή σε ιστορίες που αφορούσαν τσιγάρα και λαθρεμπόριο.