Στην Κύπρο 12 χιλιάδες Σύροι – Η λίστα με τις 10 πρώτες χώρες προέλευσης των νέων αιτητών

Οι δέκα πρώτες χώρες προέλευσης των νέων αιτητών ασύλου στην Κύπρο το διάστημα Ιανουαρίου - Δεκεμβρίου 2020

αιτητές ασύλου

Σύμφωνα με τα στοιχεία της UNHCR, στην Κύπρο έχουν αναζητήσει προστασία πάνω από 12 χιλιάδες Σύροι από το 2011 και σε 8.500 από αυτούς έχει χορηγηθεί διεθνής προστασία, κυρίως καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (96,4%) με τους υπόλοιπους να έχουν εξασφαλίσει καθεστώς πρόσφυγα. Προστίθεται ότι το 2020 έκαναν αίτηση ασύλου στην Κυπριακή Δημοκρατία 7.036 πρόσωπα που σημειώνει μείωση 44,7% από τον αριθμό αιτήσεων ασύλου του 2019 που ήταν 12.724. 

Οι δέκα πρώτες χώρες προέλευσης των νέων αιτητών ασύλου στην Κύπρο το διάστημα Ιανουαρίου – Δεκεμβρίου 2020 είναι η Συρία, η Ινδία, το Καμερούν, το Μπαγκλαντές, το Πακιστάν, η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, η Νιγηρία, το Νεπάλ, η Γεωργία και η Αίγυπτος. Στα τέλη του 2020 εκκρεμούσαν 19.660 αιτήσεις ασύλου – 18.995 στην Υπηρεσία Ασύλου και 665 στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων. Στη διάρκεια του 2020 δόθηκε το καθεστώς του πρόσφυγα σε 172 πρόσωπα και το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας σε 1.512 πρόσωπα με ένα σύνολο 1.684 θετικών απαντήσεων κυρίως από την Υπηρεσία Ασύλου και 41 από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων.

Στη μεγάλη πλειοψηφία των Σύρων προσφύγων παραχωρήθηκε συμπληρωματική προστασία (1404) ενώ μόνο σε 21 παραχωρήθηκε το καθεστώς πρόσφυγα. Η πλειοψηφία των αιτήσεων ασύλου που απορρίφθηκαν το 2020 αφορούν αιτητές ασύλου από το Πακιστάν, τη Γεωργία, την Ινδία, το Μπαγκλαντές, την Αίγυπτο, το Καμερούν και τη Νιγηρία.

Οι πέντε κυριότερες εθνικότητες που πήραν διεθνή προστασία από το 2002 μέχρι τον Δεκέμβρη 2020 είναι Σύροι, Παλαιστίνιοι, Ιρακινοί, Ιρανοί και Σομαλοί. Από τον συνολικό αριθμό των αιτήσεων ασύλου που λήφθηκαν και προωθήθηκαν από το 2002, παραχωρήθηκε στο 20,7% διεθνής προστασία, ενώ στην πλειοψηφία των περιπτώσεων δόθηκε συμπληρωματική προστασία».

Μια νέα ζωή για τη Lama Swas

Σε μια πρόσφατη πολύ ενδιαφέρουσα ενημερωτική της παρουσίαση με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας (8 Μαρτίου 2021) η UNHCR περιγράφει την περιπετειώδη ζωή μερικών από τις γυναίκες πρόσφυγες από τη Συρία που ζουν στην Κύπρο, επισημαίνοντας ότι γυναίκες και κορίτσια αποτελούν περίπου το 50% των προσφύγων, εσωτερικά εκτοπισμένων και ανιθαγενών πληθυσμών παγκοσμίως.

Ξεχωρίσαμε την περίπτωση της επιστήμονα και μητέρας Lama Swas, 27 χρονών, που εγκατέλειψε την εμπόλεμη πατρίδα της και έγινε πρόσφυγας στην Κύπρο, όπου και γνώρισε τον Απόστολο με τον οποίο παντρεύτηκε. Απέκτησαν την κόρη τους Aurelia και ζουν σήμερα στη Λευκωσία. Η Lama ήταν φοιτήτρια βιοτεχνολογίας στο Πανεπιστήμιο του Χαλεπίου (Aleppo) την πόλη καταγωγής της όταν ξέσπασε ο πόλεμος στη Συρία και έζησε για πολύ καιρό τη φρίκη των στερήσεων και του καθημερινού φόβου. Όταν κινδύνευσε να χάσει τη ζωή της από σφαίρα ελεύθερου σκοπευτή, αποφάσισε ότι η μόνη της επιλογή ήταν να φύγει και να αφήσει τα πάντα πίσω της – την οικογένειά της, τις σπουδές της και τους φίλους της. Ανέφερε ότι «μετά από δύο χρόνια συνεχών βομβαρδισμών, χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα ή νερό και με τη μετάβαση στο πανεπιστήμιο να γίνεται κάθε μέρα δυσκολότερη και πιο επικίνδυνη, αποφάσισε να φύγει».

Αρχικά κατέφυγε στο Κατάρ με τη μητέρα της και την αδελφή της για να συναντήσει τον θείο της ο οποίος εργαζόταν εκεί, με σκοπό να ολοκληρώσει τις σπουδές της σε πανεπιστήμιο της χώρας. Ωστόσο, αυτό δεν κατέστη δυνατό και μετά από συμβουλή ενός φίλου της αποφάσισε να έρθει στην κατεχόμενη Κύπρο, όπου με την οικονομική βοήθεια της οικογένειάς της ολοκλήρωσε τις σπουδές της και πήρε πτυχίο στη Μοριακή Βιολογία και Γενετική. Όμως χωρίς τη δυνατότητα να συνεχίσει τις σπουδές της ή να εργαστεί εκεί ή να ταξιδέψει σε άλλη χώρα μέσω ασφαλούς και κανονικής οδού, αποφάσισε να περάσει στις ελεύθερες περιοχές και να υποβάλει αίτηση ασύλου. Αυτό έγινε τον Οκτώβριο 2017 και για όσο διάστημα εκκρεμούσε η εξέταση της αίτησής της διέμενε στο Κέντρο Υποδοχής Κοφίνου.

Ύστερα από ένα χρόνο διαμονής στο Κέντρο και αφού εξασφάλισε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, η Lama ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2018 μια νέα ζωή στη Λευκωσία. Έκανε αίτηση και κέρδισε μια θέση σε πρόγραμμα mentoring για ενδυνάμωση γυναικών που υλοποιείται από την EY Κύπρου, την AIPFE Κύπρου και το Cyprus Institute of Marketing. Μέσα από το πρόγραμμα αυτό κέρδισε υποτροφία για το μεταπτυχιακό πρόγραμμα MSc στο Ψηφιακό Μάρκετινγκ του Cyprus Institute of Marketing. Κατά τη διάρκεια του προγράμματος mentoring ανέπτυξε την ιδέα να ξεκινήσει μία πλατφόρμα στο YouTube για να μιλά για θέματα γενετικής, βιολογίας και επιστήμης, απεθυνόμενη κυρίως σε παιδιά. «Μέσα από αυτή την πλατφόρμα θέλω να μιλάω για βιολογία και γενετική διότι αγαπώ τα θέματα αυτά και θέλω να επηρεάσω νέους ανθρώπους να σπουδάσουν το αντικείμενο όπως και εγώ επηρεάστηκα από τους δασκάλους μου. Όταν μοιράστηκα την ιδέα αυτή με ένα φίλο που γνώρισα στο Κέντρο Υποδοχής στην Κοφίνου, με έφερε σε επαφή με τον Απόστολο, έναν παραγωγό ταινιών, για να με βοηθήσει να υλοποιήσω την ιδέα».

Αμέσως μετά η Lama και ο Απόστολος άρχισαν να συζητούν την ιδέα αυτή και να γνωρίζονται καλύτερα. Μπορεί το συγκεκριμένο πρότζεκτ να μην έχει ολοκληρωθεί ακόμα, ωστόσο η Lama και ο Απόστολος ερωτεύτηκαν, παντρεύτηκαν και απέκτησαν την κόρη τους Aurelia. Αν και η Κύπρος είναι τώρα η πατρίδα της, η Lama νοσταλγεί τη ζωή πριν από τον πόλεμο, δηλώνει ότι της λείπει πολύ η οικογένεια της, όμως δεν χάνει το κουράγιο της και προσβλέπει ότι κάποια στιγμή θα μπορέσει να συναντηθεί με τους γονείς και τα αδέλφια της που βρίσκονται τώρα σε άλλες χώρες. Στο μεταξύ παραμένει πλήρως απασχολημένη με τις σπουδές της, τα όνειρά της, την εθελοντική εργασία μέσω της συμμετοχής της στο πρόγραμμα εθελοντισμού της Ύπατης Αρμοστείας και πάνω από όλα με το να είναι μία στοργική μητέρα».

Μια δυναμική μητέρα και εθελόντρια

Ξεχωρίσαμε επίσης την περίπτωση της μονογονιού Rehab Al Habrat 37 χρόνων από τη Δαμασκό που ζει στην Κύπρο εδώ και 18 χρόνια με τα τέσσερα παιδιά της, που έχουν όλα γεννηθεί στην Κύπρο. Τα τελευταία επτά χρόνια είναι ενεργό μέλος ως εθελόντρια της ανθρωπιστικής μη κυβερνητικής οργάνωσης Caritas στην Πάφο και πιο πρόσφατα εθελόντρια στο πρόγραμμα «Outreach Volunteer program»  της UNHCR προσφέροντας στήριξη και συμβουλευτικές υπηρεσίες σε αιτητές ασύλου και πρόσφυγες. Στη Rehab και τα παιδιά της έχει χορηγηθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Εμπνευσμένη από την αγάπη και την στήριξη που η ίδια έτυχε από ΜΚΟ και εθελοντές κατά τη διάρκεια των δικών της δύσκολων χρόνων, η Rehab αποφάσισε να βοηθήσει άλλους που έχουν ανάγκη. 

Ήταν μόλις 18 χρόνων όταν ήρθε στην Κύπρο, αφού ο πρώην σύζυγός της εξασφάλισε βίζα για να έρθει στο νησί να εργαστεί. «Όταν ξέσπασε ο πόλεμος στη Συρία, ένιωθα ενοχές επειδή εγώ ζούσα σε περιβάλλον ασφάλειας ενώ η οικογένεια μου είχε παγιδευτεί στο χάος και τη βία του πολέμου», λέει. Δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να επιστρέψει όταν η επιστροφή θα είναι ασφαλής, αλλά τα τέσσερα παιδιά της, όλα γεννημένα και μεγαλωμένα στην Κύπρο, θεωρούν την Κύπρο ως πατρίδα τους.

Στη Rehab και στα παιδιά της έχει χορηγηθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας το οποίο πρέπει να ανανεώνεται κάθε δύο χρόνια, γεγονός που προκαλεί ανασφάλεια και αναστάτωση ειδικά στα παιδιά της φοιτούν σε σχολεία στην Κύπρο και έχουν πρώτη τους γλώσσα τα ελληνικά. 

Η απόκτηση της κυπριακής ιθαγένειας θα μπορούσε να αποκαταστήσει το αίσθημα ανασφάλειας που βιώνει η οικογένεια, αλλά οι αυστηρές προϋποθέσεις και απαιτήσεις για τη χορήγησή της, το καθιστούν αδύνατο. Ένα πράγμα είναι βέβαιο, ότι οι εμπειρίες της Rehab  την έχουν κάνει πιο δυνατή και πιο ανθεκτική, ένα άτομο με όνειρα και φιλοδοξίες για τον εαυτό της. «Πάντοτε ήθελα να γίνω δικηγόρος και ελπίζω ότι μια μέρα θα μπορέσω να εκπληρώσω το όνειρό μου και να γίνω δικηγόρος με ειδικότητα σε θέματα των δικαιωμάτων των μεταναστών και των προσφύγων».

Γνώση και δεξιότητες στην προσφυγιά

Η Rema Beshtawy 29 χρόνων είναι Παλαιστίνια από τη Συρία και τα τελευταία δύο χρόνια ζει στην Κύπρο ως αιτήτρια ασύλου. Απόφοιτος Αγγλικής Λογοτεχνίας, η Rema εργαζόταν σε νηπιαγωγείο και σε φροντιστήριο ως δασκάλα αγγλικών στη Λατάκια, όμως ο πόλεμος στη Συρία την ανάγκασε ν’ αναζητήσει μια ασφαλή ζωή στην Κύπρο. «Ζούσαμε σε συνθήκες ασφάλειας και σταθερότητας στη Συρία. Οι γονείς μου είχαν  εστιατόριο. Είχαμε μια καλή ζωή. Αλλά με τον πόλεμο κανείς δεν ένιωθε ασφαλής». Η Rema πήρε την απόφαση να έρθει στην Κύπρο με τον γιο και τους γονείς της. Ο αδελφός της ζούσε ήδη στο νησί. «Ήρθαμε με αεροπλάνο στο βόρειο τμήμα και μετά περάσαμε στις ελεύθερες περιοχές. Ο Atif είναι οκτώ χρονών και φοιτά σε δημόσιο σχολείο. Έμαθε γρήγορα ελληνικά και σήμερα μιλά όπως τους Κύπριους» λέει η Rema και αισθάνεται ευγνώμων που ο γιος της έχει πρόσβαση στη δημόσια εκπαίδευση στην Κύπρο. «Είμαστε τυχεροί που δικαιούμαστε δωρεάν εκπαίδευση και θα ήθελα να ευχαριστήσω το υπουργείο Παιδείας γι’ αυτό, καθώς και τους δασκάλους που φροντίζουν και στηρίζουν το γιο μου. Ο γιος μου νιώθει ευτυχής στο σχολείο και όταν είναι ευτυχισμένος, είμαι κι εγώ». 

Η Rema παρακολουθεί μαθήματα ελληνικών και εργάζεται ως εθελόντρια σε μια μη κερδοσκοπική εταιρεία συμβούλων που διαχειρίζεται διάφορα προγράμματα για την ένταξη προσφύγων και μεταναστών, όπως προγράμματα εκμάθησης της γλώσσας κι επαγγελματικής κατάρτισης καθώς και προγράμματα ενημέρωσης κι ευαισθητοποίησης. «Μου δίνεται η ευκαιρία μέσω της εθελοντικής εργασίας ν’ αποκτήσω γνώσεις και δεξιότητες, να γνωρίσω νέους ανθρώπους και να βελτιώσω τις πιθανότητές μου να βρω δουλειά σε μεταγενέστερο στάδιο», λέει. Ο εθελοντισμός της δίνει μια αίσθηση κανονικότητας και προτρέπει και άλλους  πρόσφυγες κι αιτητές ασύλου να συμμετέχουν σε τέτοιες δράσεις. Η Rema νιώθει σήμερα την Κύπρο σαν πατρίδα της και όνειρό της είναι να μπορέσει να αγοράσει το δικό της σπίτι μια μέρα. Προς το παρόν, όμως, οι προτεραιότητές της είναι άλλες: «Μαθαίνω τη γλώσσα και ίσως αυτό να με βοηθήσει να βρω δουλειά, να βοηθώ καλύτερα τον γιο μου στην κατ’ οίκον εργασία του, τους γονείς μου…και ίσως στο μέλλον να καταφέρω ν’ αγοράσω ένα σπίτι».

Αναζήτηση ασύλου σε 130 χώρες…

Σε αναφορά της για την προσφυγική κρίση στη Συρία σε παγκόσμιο επίπεδο, στην Ευρώπη και στην Κύπρο η UNHCR σημειώνει ότι «μετά από δέκα χρόνια πολέμου η Συρία παραμένει η μεγαλύτερη προσφυγική κρίση ανά το παγκόσμιο». Προσθέτει ότι «πάνω από 6,6 εκατομμύρια Σύροι έχουν εκδιωχθεί από το 2011 με τη βία από τα σπίτια τους και άλλα 6,7 εκατομμύρια άνθρωποι παραμένουν εκτοπισμένοι μέσα στην ίδιά τους την πατρίδα. Οι Σύροι πρόσφυγες έχουν αναζητήσει άσυλο σε περισσότερες από 130 χώρες, αλλά η συντριπτική πλειονότητα –περίπου 5,5 εκατομμύρια πρόσφυγες– ζουν σε γειτονικές χώρες της περιοχής όπως είναι η Τουρκία, ο Λίβανος, η Ιορδανία, το Ιράκ και η Αίγυπτος. Μόνο στην Τουρκία φιλοξενείται ο μεγαλύτερος αριθμός προσφύγων από τη Συρία –3,6 εκατομμύρια. Η φτώχεια και η ανεργία είναι μερικές από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι Σύροι πρόσφυγες, προκλήσεις που έχουν μεγιστοποιηθεί κατά τη διάρκεια της πανδημίας του COVID-19. Πάνω από το 70% των Σύρων προσφύγων διαβιούν σε συνθήκες φτώχειας και μία Έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας υπολογίζει ότι ένα ακόμη εκατομμύριο Σύροι πρόσφυγες, μαζί με 4,4 εκατομμύρια κατοίκους των κοινοτήτων που τους φιλοξενούν στην Ιορδανία, Λίβανο και Ιράκ, έχουν οδηγηθεί στη φτώχεια αμέσως μετά την πανδημία. Εκατομμύρια έχουν χάσει τις δουλειές τους και αδυνατούν ολοένα και περισσότερο να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες –περιλαμβανομένης της πρόσβασης σε τρεχούμενο νερό, ηλεκτρισμό, τροφή και φάρμακα και την πληρωμή των ενοικίων τους. Η οικονομική ύφεση τούς εκθέτει επίσης σε πολλαπλούς κινδύνους όσον αφορά θέματα προστασίας, όπως είναι η παιδική εργασία, η έμφυλη βία, γάμοι σε πολύ νεαρή ηλικία και άλλες μορφές εκμετάλλευσης. Οι πρόσφυγες που ζουν σε προσφυγικούς καταυλισμούς ή σε συνθήκες που προσομοιάζουν σε καταυλισμούς αντιμετωπίζουν επίσης αυξημένο κίνδυνο να προσβληθούν από COVID-19. Οι συνθήκες συνωστισμού σε προσφυγικούς καταυλισμούς καθιστούν δύσκολη την εφαρμογή μέτρων υγιεινής όπως είναι το συχνό πλύσιμο των χεριών και η κοινωνική αποστασιοποίηση».

Σύμφωνα με τα στοιχεία της UNHCR, οι ευρωπαϊκές χώρες φιλοξενούν πάνω από 1 εκατομμύριο Σύρους αιτητές ασύλου και πρόσφυγες, με ποσοστό 70% να φιλοξενείται από δύο μόνο χώρες: τη Γερμανία (59%) και τη Σουηδία (11%). Αυτό καθιστά τη Γερμανία την πέμπτη μεγαλύτερη σε αριθμούς χώρα υποδοχής σε παγκόσμιο επίπεδο, που φιλοξενεί ένα εκατομμύριο σε σύνολο, με περισσότερους από τους μισούς (560 χιλιάδες) να είναι Σύροι. Η Αυστρία, η Ελλάδα, η Ολλανδία και η Γαλλία φιλοξενούν μεταξύ 2% και 5%, ενώ οι άλλες χώρες φιλοξενούν ποσοστό κάτω από το 2%. Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, στους Σύρους χορηγείται σταθερά ένα διεθνές καθεστώς προστασίας, με τη συντριπτική πλειονότητα είτε να αποκτά καθεστώς πρόσφυγα είτε συμπληρωματικής προστασίας, ενώ η μειονότητα επωφελείται από άλλα καθεστώτα ανθρωπιστικής φύσεως. Από την έναρξη της συριακής κρίσης το 2011, έχουν ληφθεί περισσότερες από ένα εκατομμύριο (1.076.360) αποφάσεις από τις αρμόδιες Αρχές χορήγησης καθεστώτος ασύλου στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για αιτήσεις διεθνούς προστασίας από Σύρους.

Μερικές από τις σημαντικότερες προκλήσεις τις οποίες αντιμετωπίζουν οι Σύροι πρόσφυγες στην Ευρώπη είναι οι περιοριστικές πολιτικές σε σχέση με την επανένωση οικογενειών, η μορφή του νομικού καθεστώτος που συχνά δημιουργεί ένα αίσθημα αβεβαιότητας λόγω των τακτικών επανεξετάσεων, καθώς και οι δυσκολίες στην εξεύρεση εργασίας, ειδικά από τότε που η πανδημία του COVID-19 έχει προκαλέσει αύξηση στην ανεργία σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες».

*Στη φωτογραφία η Lama με τον σύζυγο της Απόστολο και την κορούλα τους. Φωτογραφίa Sebastian Rich.

Πηγή: Φιλελεύθερος