Στις 15 Δεκεμβρίου 1955, πέφτει μαχόμενος ο αγωνιστής της ΕΟΚΑ, Χαράλαμπος Μούσκος.
Ο Χαράλαμπος Μούσκος γεννήθηκε στο χωριό Παναγιά, της επαρχίας Πάφου, στις 19 Μαΐου 1932. Πριν την έναρξη του αγώνα, υπήρξε διευθυντής του τυπογραφείου της Αρχιεπισκοπής, όπου τύπωνε διάφορα φυλλάδια για τον αγώνα. Επίσης, ήταν στέλεχος της ΠΕΟΝ και της ΟΧΕΝ. Με την έναρξη του αγώνα, ανάλαβε θέση ομαδάρχη στις ομάδες δολιοφθορέων Λευκωσίας. Την βραδιά που ξεκινούσε ο αγώνας, έλαβε μέρος σε επίθεση στην Αρχιγραμματεία. Λόγω της συγγένειας του με τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο, συνελήφθη τον Ιούνιο του 1955 με την κατηγορία κατοχής εκρηκτικών υλών. Κατάφερε να δραπετεύσει και να καταφύγει στα βουνά. Όταν κατέφυγαν και άλλοι αντάρτες προς τα βουνά, δημιούργησαν την πρώτη ανταρτική ομάδα εν ονόματι “Ουρανός” και με αρχηγό το Μάρκο Δράκο.
Στις 15 Δεκεμβρίου 1955, ο Χαράλαμπος Μούσκος μαζί με τους συναγωνιστές του ήρωες Μάρκο Δράκο, Ανδρέα Ζάκο, Χαρίλαο Μιχαήλ και άλλους τέσσερις έστησαν ενέδρα εναντίον βρετανικής στρατιωτικής αυτοκινητοπομπής στην τοποθεσία Μερσινάκι κοντά στους αρχαίους Σόλους. Αποτέλεσμα, ήταν ο θάνατος ενός Άγγλου στρατιώτη και του Χαράλαμπου Μούσκου. Συνελήφθησαν βαριά τραυματισμένοι οι Ανδρέας Ζάκος και Χαρίλαος Μιχαήλ, ενώ ο Μάρκος Δράκος διέφυγε τραυματισμένος στο κεφάλι. Ήταν ο πρώτος αγωνιστής της ΕΟΚΑ που έπεσε εν ώρα μάχης. Στην τσέπη του Χαράλαμπου Μούσκου βρέθηκε ένα ματωμένο σημείωμα με τους στοίχους της Σοφίας Βέμπο: Την Ελλάδα αγαπώ αλλά κι εσένα.
Η κηδεία του στις 17 Δεκεμβρίου, πήρε την μορφή παγκύπριας εκδήλωσης, με πλήθος κόσμου να βγαίνει στον δρόμο για να μεταφέρει το φέρετρο του ήρωα στην Φανερωμένη. Στην σημερινή πλατεία Ελευθερίας, η πομπή δέχθηκε άγρια επίθεση Άγγλων στρατιωτών και Τούρκων «ειδικών αστυνομικών» που προσπάθησαν να την διαλύσουν με χρήση δακρυγόνων, ροπάλων και άλλων μέσων. Από εκείνη την ημέρα ο στρατάρχης Χάρτινγκ απαγόρευσε τις κηδείες των αγωνιστών και διέταξε να γίνεται η ταφή τους στα φυλακισμένα μνήματα.
Στην τσέπη του Χαράλαμπου Μούσκου βρέθηκε το πιο κάτω ποίημα, αφιερωμένο στην αγαπημένη του Αριάδνη:
«Δυο αγάπες στη καρδιά μου έχω κλείσει,η πατρίδα η μια, κι η άλλη εσύ,
δυο αγάπες που με έχετε μεθύσει,με της δόξας και του πόθου το κρασί.
Τώρα όμως που η πατρίδα με γυρεύεικαι στον πόλεμο η φωνή της με καλεί,
η αγάπη μου για `κείνη περισσεύεικαι σ’ αφήνω, έχε γεια μ’ ένα φιλί.
Μη δακρύσεις που σ’ αφήνωκαι στον πόλεμο θα πάω,
μη ζηλέψεις που την άλληπιο πολύ την αγαπάω.
Φίλησέ με δίχως λύπη, διώξε κάθε καρδιοχτύπι,
κάθε πόθο σου τρελό και σαν γνήσια Ελληνίδαμια και πας για την πατρίδα,
με τη νίκη στο καλό».
(Το αυθεντικό σημείωμα, όπως βρέθηκε στο μέρος της καρδίας του ήρωα, ματωμένο).