Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Μάμα Μάμα του βρετανικού Πανεπιστημίου του Κιλ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο καρδιολογικό περιοδικό “Heart”, αξιολόγησαν 34 δημοσιευμένες έρευνες της περιόδου 1963-2015, που αφορούσαν συνολικά πάνω από δύο εκατομμύρια ανθρώπους ηλικίας 42 έως 77 ετών από όλο τον κόσμο.
Η μετα-ανάλυση έδειξε ότι, σε σχέση με τους παντρεμένους, οι ανύπαντροι, χήροι και διαζευγμένοι έχουν κατά μέσο όρο 42% μεγαλύτερο κίνδυνο για καρδιαγγειακή νόσο και 16% ειδικότερα για στεφανιαία νόσο. Επίσης έχουν 42% μεγαλύτερη πιθανότητα να πεθάνουν από στεφανιαία και 55% από εγκεφαλικό.
Το διαζύγιο σχετίζεται με αυξημένο κατά 35% κίνδυνο καρδιοπάθειας τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες, ενώ η χηρεία με 16% μεγαλύτερη πιθανότητα εγκεφαλικού και στα δύο φύλα. Μετά από ένα έμφραγμα ο κίνδυνος θανάτου είναι σημαντικά μεγαλύτερος (42%) για τους μη παντρεμένους, σε σχέση με όσους ποτέ δεν παντρεύτηκαν.
Ύστερα από αυτά τα ευρήματα, οι ερευνητές ανέφεραν ότι η οικογενειακή κατάσταση θα πρέπει να συμπεριληφθεί ως ανεξάρτητος παράγων καρδιαγγειακού κινδύνου. Περίπου το 80% αυτού του κινδύνου μπορεί να αποδοθεί σε γνωστούς παράγοντες (ηλικία, φύλο, υπέρταση, υψηλή χοληστερίνη, κάπνισμα, διαβήτης κ.α.), ενώ για το υπόλοιπο 20% επικρατεί μεγαλύτερη ασάφεια.
Η νέα μελέτη έρχεται να ρίξει περισσότερο φως, αναδεικνύοντας τη σημασία της έλλειψης μόνιμου συντρόφου. Σύμφωνα με τους ερευνητές, η προστατευτική δράση του γάμου μπορεί να οφείλεται στο ότι οι παντρεμένοι αναγνωρίζουν πιο έγκαιρα ένα πιθανό πρόβλημα υγείας και κάνουν κάτι γι` αυτό, τηρούν πιο πιστά τη φαρμακευτική αγωγή τους, έχουν καλύτερη οικονομική ασφάλεια και σταθερότητα, λιγότερη μοναξιά και περισσότερη κοινωνική υποστήριξη.