Με τη ζωή να προχωράει και τα πάντα να εξελίσσονται, συνήθως πολύ γρήγορα μάλιστα, το αποτέλεσμα πολλές φορές είναι καταστάσεις, αντιλήψεις, τρόποι ζωής ή δουλειάς από το παρελθόν, να χάνουν σε αξία. Να υποτιμούνται ή και να απαξιώνονται σαν «αστεία», «γραφικά». Κατά συνέπεια, το ίδιο συμβαίνει και με τα πρόσωπα, τους πρωταγωνιστές αυτών των καταστάσεων.
Όχι με τον Γιάτσεκ Γκμοχ όμως και οι λόγοι είναι διάφοροι: Επειδή τον συμπαθούμε όλοι, επειδή κατάλαβε τους Έλληνες πολύ νωρίς, επειδή ο αστικός μύθος λέει ότι καταλάβαινε και μιλούσε άπταιστα ελληνικά όταν δεν είχε μια κάμερα μπροστά του, επειδή στο κάτω-κάτω δεν είδαμε πολλούς να πετυχαίνουν ό,τι αυτός. Κι ας έχουν πιο σύγχρονες μεθόδους πλέον…
Ο σημερινός «πρωταγωνιστής» μας, ασχολήθηκε με την προπονητική νωρίτερα απ’ ό,τι υπολόγιζε, επειδή νωρίτερα απ’ ό,τι υπολόγιζε έλαβε τέλος η καριέρα του ως ποδοσφαιριστής. Τα πήγαινε καλά στη Λέγκια Βαρσοβίας, με τη φανέλα της οποίας είχε κατακτήσει δύο κύπελλα και είχε αναδειχθεί και καλύτερος παίκτης της Πολωνίας, αλλά ένας σοβαρός τραυματισμός έφερε το τέλος. Και την αρχή του… προπονητή Γκμοχ.
Αρχικά στη Λέγκια και μετά ως βοηθός του Κάζιμιρ Γκόρσκι στην εθνική που βγήκε 3η στο Μουντιάλ του 1974, για να ακολουθήσει η 5η θέση το ’78 με τον Γιάτσεκ στο τιμόνι. Και αμέσως μετά η παραίτηση του, επειδή δε θεώρησε καλή την πορεία. Δυνατός. Όπως και να ‘χει, σημασία έχει ότι ένα χρόνο μετά, το 1979, θα ερχόταν για πρώτη φορά στην Ελλάδα για να αναλάβει τον ΠΑΣ Γιάννινα, τον οποίο θα οδηγούσε στην 4η θέση, αρχίζοντας ένα εντυπωσιακό ταξίδι για τον ίδιο.
Ενα ταξίδι που είχε τίτλους και ευρωπαϊκές επιτυχίες με μεγάλη ομάδα, είχε πρωτάθλημα με επαρχιακή ομάδα, είχε απόλυση πριν από φιέστα, είχε θητείες και στους τρεις του ΠΟΚ, είχε κόντρες με αστέρια, είχε τρελές προπονήσεις, είχε μέχρι και… σιδερένια κλουβιά. Με λίγα λόγια, τα είχε όλα, γιατί ο Γκμοχ έμεινε τόσα χρόνια… στο Ελλάντα, όπως χαρακτηριστικά είναι και ο τίτλος του βιβλίου του, ώστε να αφήσει διάφορες ιστορίες να μεταφέρονται από χρόνο σε χρόνο.
Όπως, για παράδειγμα, αυτές για τις προπονήσεις. Σήμερα, το να γίνονται αυτές με βάση τους μετεωρολόγους, μπορεί να ακουστεί κάπως. Τότε, όμως, στις δεκαετίες του ’80, για την Ελλάδα ήταν πρωτοποριακό. Σύμφωνα με όσους τον έζησαν εκείνα τα χρόνια, ο Γκμοχ προετοίμαζε την ομάδα του για το ματς της Κυριακής, με βάση τις προβλέψεις για τον καιρό. Αν το ματς θα γινόταν με βροχή, το γήπεδο ήταν… πισίνα κατά τη διάρκεια της εβδομάδας. Αν δεν προβλεπόταν βροχή για την Κυριακή, όλα καλά.
Αυτό, όμως, ήταν… έξτρα. Η βάση, ο κανόνας, ήταν ότι οι παίκτες θα έπρεπε να δεινοπαθήσουν την ώρα της προπόνησης. Η φυσική κατάσταση ήταν το Α και το Ω για τον Πολωνό, με τους Παναθηναϊκό και Λάρισα, ειδικά, να πετάνε. Νταμπλ και ως τους «4» του Πρωταθλητριών με τους πράσινους, πρωτάθλημα με τους Θεσσαλούς… Πιθανώς να είχε επιτυχίες και με τον Ολυμπιακό, αλλά εκεί τα αστέρια και ειδικά οι Λάγιος Ντέταρι και Χουάν Χιλμπέρτο Φούνες, λέγεται ότι δεν… τρελαίνονταν κι από τη χαρά τους. Και στον Πειραιά, ανέκαθεν, ο κόσμος στήριζε περισσότερο τους αστέρες και λιγότερο τους προπονητές…
Αυτή όμως, σε ό,τι αφορά τον Γκμοχ, ήταν η εξαίρεση, αφού τέτοια προβλήματα δεν αντιμετώπισε αλλού. Σύμφωνα με μαρτυρίες, προφορικές ή γραπτές, όσων τον είχαν ζήσει στην πρώτη του θητεία στον Παναθηναϊκό, για παράδειγμα, ο Πολωνός κατάφερε να κερδίσει όλους τους παίκτες του, ακόμη κι αν αρχικά τους έδινε άλλη εντύπωση. Για τον Άνθιμο Καψή, για παράδειγμα, λένε πως αρχικά δεν είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του Γκμοχ, αλλά όταν τον είδε να ματώνει τα πόδια του σε κάθε προπόνηση, τον έχρισε τελικά αρχηγό.
Το να ματώνουν τα πόδια τους οι παίκτες του Πολωνού εκείνα τα χρόνια, εν τω μεταξύ, ήταν μάλλον σύνηθες φαινόμενο. Είτε στην προπόνηση με μπάλα, είτε στο τρέξιμο, το οποίο ήταν ακατάπαυστο στα βουνά, ακόμη και αυτά πέριξ της Αθήνας, με τον ίδιο να ακολουθεί τους παίκτες του με ένα μηχανάκι. Και ίσως γι’ αυτό, τελικά, να έτρεχαν σαν μηχανάκια και οι παίκτες του την ώρα του αγώνα.
Το κακό είναι ότι υπήρξαν περιπτώσεις που έπρεπε να τρέξουν και δεν πρόλαβαν, δημοσιογράφοι. Η κόντρα του με τον Μένιο Σακελλαρόπουλο όταν ήταν στον Παναθηναϊκό, είχε ως συνέπεια ο δημοσιογράφος να δεχθεί επίθεση από οπαδούς μια μέρα στη Λεωφόρο, στην οποία κάποτε κατασκευάστηκε και ένα… σιδερένιο κλουβί, απ’ όπου ο τιμωρημένος προπονητής θα έδινε οδηγίες στους παίκτες του. Μια τρελή ιστορία, η οποία τελικά ποτέ δεν έγινε πραγματικότητα, υπό την έννοια πως το κλουβί… εμφανίστηκε και εξαφανίστηκε.
Ο Γκμοχ ήταν τιμωρημένος, οι πράσινοι φρόντισαν να κατασκευαστεί ένα κλουβί πάνω από τη θύρα 11 ώστε να δίνει από εκεί οδηγίες ο Πολωνός, το θέμα διέρρευσε στον Τύπο, ο Παναθηναϊκός κλήθηκε για δυσφήμιση του αθλήματος, το κλουβί εξαφανίστηκε αμέσως και ειπώθηκε μέχρι και ότι μπορεί να ήταν φωτομοντάζ και η ευκαιρία να δουν όλοι τον Γκμοχ να το κάνει κι αυτό, να ακούσουν τα χαρακτηριστικά σφυρίγματα του την ώρα του αγώνα, όντας μέσα σε ένα κλουβί, χάθηκε.
Μικρό το κακό… Το πραγματικό κακό, άλλωστε, ήταν το φινάλε της ιστορίας του με την ΑΕΛ. Η κατάκτηση του πρωταθλήματος με τη Λάρισα είναι, όπως λέει ο ίδιος, η μεγαλύτερη επιτυχία της καριέρας του. Θα ήταν ακόμη κι αν δεν το έλεγε, φυσικά, αλλά εκεί έζησε και τη μεγαλύτερη πίκρα της καριέρας του, αφού απολύθηκε αμέσως μετά τη μαθηματική κατάκτηση του τίτλου, μία αγωνιστική πριν το τέλος, επειδή είχε συμφωνήσει με τον Γιώργο Κοσκωτά για να αναλάβει τον Ολυμπιακό και δεν είχε πει τίποτα στη διοίκηση των Θεσσαλών.
Στο 2020 πλέον, 32 χρόνια μετά, με τη ζωή να προχωράει και τα πάντα να εξελίσσονται, αυτή η συμπεριφορά προς τον Γιάτσεκ Γκμοχ μπορεί να θεωρηθεί κάπως. Έτσι είναι, όμως, «στο Ελλάντα» που λέει κι αυτός. Αυτό «το Ελλάντα» που το αγάπησε και το έδειξε δουλεύοντας συνολικά σε 12 ομάδες μέχρι και το 2003, για να επιστρέψει ως υπηρεσιακός για λίγα παιχνίδια στον Παναθηναϊκό το 2010, γνωρίζοντας πλέον πολύ καλά ότι είχε πλέον την αναγνώριση ως ο «σαγόνιας» που συμπαθούμε όλοι…