Στον ελληνικό κινηματογράφο, ουκ ολίγες είναι οι ατάκες εκείνες σπουδαίων ηθοποιών που λέγονται μέχρι και σήμερα. Και που βοήθησαν με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο τους ηθοποιούς που τις είπαν στην καριέρα τους ή τους συντρόφευσαν μέχρι το τέλος αυτής.
Η περίπτωση του Μίμη Φωτόπουλου, όμως, είναι ξεχωριστή. Γιατί η περίφημη ατάκα του «Και ύστερα θα καααθεσαι» που τον συντρόφευσε όλα τα χρόνια της λαμπρής καριέρας του, δεν ξεπήδησε από τον κινηματογράφο, αλλά από το θέατρο. Και μάλιστα, στο ξεκίνημά του, τότε που ο Φωτόπουλος έψαχνε μια θέση στην επιθεώρηση. Η ατάκα, δε αυτή, έκανε τόση θραύση την εποχή εκείνη, που έγινε μέχρι και τραγούδι από τον Βασίλη Τσιτσάνη.
Η ζωή έδειξε στον ηθοποιό το σκληρό της πρόσωπο από πολύ νωρίς. Γεννημένος το 1913 στη Ζάτουνα της Γορτυνίας, σε μια φτωχή οικογένεια, ο Μίμης (Δημήτρης το βαφτιστικό του) Φωτόπουλος έμεινε ορφανός από πατέρα στα πρώτα χρόνια της παιδικής του ηλικίας.
Μεγάλωσε μέσα σε οικονομική ανέχεια και δυσκολίες με πολλές στερήσεις, λόγω της φτώχιας. Η θλίψη τον συντρόφευε σε όλη την παιδική του ηλικία, όμως, μεγαλώνοντας και παρόλες τις οικονομικές δυσκολίες, ο νεαρός Μίμης κατάφερε να μπει στη Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών.
Εξαιτίας των σπουδών του και γενικότερα της μόρφωσής του και των καλλιτεχνικών του ανησυχιών, του προσέδωσαν χρόνια αργότερα τον τίτλο του «σοφού» του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου.
Ωστόσο, εκεί στο δεύτερο έτος των σπουδών του παίρνει την απόφαση να τα βροντήξει και να ασχοληθεί με την Υποκριτική, που από τα μικράτα του ήταν και το όνειρό του. Μπήκε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου (Βασιλικού Θεάτρου) και σύντομα άρχισε να ξεδιπλώνεται το ατόφιο κωμικό του ταλέντο.
Άλλωστε και ο ίδιος πίστευε πως έγινε καλός κωμικός λόγω της παιδικής του θλίψης αλλά και των τραγικών αναμνήσεών του από την έλευση των Μικρασιατών προσφύγων το 1922. Το ντεμπούτο του στο σανίδι έγινε το 1932 και κατόπιν πήρε μέρος σε θεατρικά μπουλούκια «οργώνοντας» την ελληνική επαρχία.
Λίγο πριν από τον Πόλεμο του ’40 επέστρεψε στην Αθήνα και πήρε μέρος σε πλήθος πολεμικών επιθεωρήσεων και μουσικών ηθογραφιών. Κι ενώ το άστρο του ως ηθοποιός είχε αρχίσει να ανατέλλει και οι δρόμοι του θεάτρου άνοιγαν σιγά σιγά για εκείνον, το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου βρήκε τον Φωτόπουλο να πολεμά στο μέτωπο του αγώνα.
Η εξορία στην Αίγυπτο
Στην περίοδο της Κατοχής, θα ενταχθεί στις τάξεις του ΕΑΜ παίρνοντας μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Στα Δεκεμβριανά του 1945 και έχοντας καταφύγει σε στέκι καλλιτεχνών στο Κολωνάκι, προδίδεται από τον ταξιθέτη του θεάτρου και συλλαμβάνεται ως αριστερός από τις βρετανικές μονάδες με μοναδικό επιβαρυντικό στοιχείο την κατάθεση του σπιούνου.
Είναι παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1945 όταν τον πιάνουν και σύντομα θα εκτοπιστεί στο στρατόπεδο της Ελ Ντάμπα της Αιγύπτου, από όπου θα επιστρέψει τον Μάρτιο του 1945.
«Ξαφνικά, ένα βάναυσο χέρι μου χτύπησε τον ώμο. Γυρίζω και βλέπω έναν ταξιθέτη. Ήτανε το πασίγνωστο τομάρι του θεάτρου, ο Αποστόλης. Σε λίγο, να ’μαι στα βάθη ενός κρατητηρίου. Βρισκόμουν βέβαια σε ένα αστυνομικό τμήμα, που στεγαζόταν σε κάποια πολυκατοικία κοντά στην οδό Αμερικής. Στην αρχή ήμουν ο μόνος ένοικος. Μα μέσα σε δύο ώρες, αυτό το μπουντρούμι είχε γεμίσει με τόσο κόσμο, που δεν είχαμε αέρα να αναπνεύσουμε» (απόσπασμα από το αυτοβιογραφικό του έργο «Το ποτάμι της ζωής μου»).
Η επιστροφή του στην Ελλάδα θα σημάνει και την καλλιτεχνική του επάνοδο, με τον ίδιο να μη λείπει ποτέ πια από το θεατρικό σανίδι της πρωτεύουσας.
Η ατάκα που τον καθιέρωσε ως μέγιστο κωμικό
Ο Μίμης Φωτόπουλος συνεργάστηκε με πολλούς θιάσους και όλα τα μεγάλα ονόματα των αστέρων της εποχής, από το Θέατρο Τέχνης μέχρι και το Εθνικό. Ωστόσο, έγινε κυριολεκτικά διάσημος το 1948, όταν πήρε μέρος στην επιθεώρηση «Άνθρωποι-Άνθρωποι» των Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου. Ο λόγος; Η ατάκα που έλεγε στην παράσταση «Και ύστερα θα καααθεσαι».
Σε ένα από τα νούμερα, λοιπόν, της παράστασης ο πρωταγωνιστής (που ήταν ο Φωτόπουλος) έψαχνε έναν υπηρέτη να του κάνει τις δουλειές του σπιτιού. Πήγαινε λοιπόν να πιάσει δουλειά και εκείνος τον υποδεχόταν καθισμένος αναπαυτικά στην πολυθρόνα, εξηγώντας τις καθημερινές του υποχρεώσεις.
Κάθε φορά που του έλεγε μία από τις υποχρεώσεις, ολοκλήρωνε με το «και ύστερα θα κάααθεσαι». Η ατάκα λατρεύτηκε από το κοινό, έκανε θραύση και με σημερινούς όρους, έγινε σύντομα viral. Και ήταν αρκετή για να καθιερώσει τον Φωτόπουλο στην ελληνική επιθεώρηση, αλλά και γενικότερα ως μέγιστου κωμικού ηθοποιού.
Μάλιστα, τη συγκεκριμένη ατάκα ο ηθοποιός την χρησιμοποίησε και στον ελληνικό κινηματογράφο. Και είναι από τις περιπτώσεις εκείνες που μία ατάκα συνδέεται τόσο πολύ με τον ηθοποιό που την είπε.
Αν και ο ίδιος, χρόνια αργότερα είχε παραδεχτεί σε συνέντευξή του πως η ατάκα αυτή του είχε γίνει, εφιάλτης.
Έγινε τραγούδι από τον Βασίλη Τσιτσάνη
Εδώ, όμως, έχουμε να κάνουμε πράγματι με ειδική περίπτωση. Γιατί το «Και μετά θα κάααθεσαι», είχε τέτοια επιτυχία, που ενέπνευσε μέχρι και τον Βασίλη Τσιτσάνη για να την κάνει τραγούδι, με τη φωνή της Σωτηρίας Μπέλλου.
Το καλοκαίρι της ίδια χρονιάς (1948) κι ενώ η επιθεώρηση παιζόταν ακόμη, ο Τσιτσάνης κυκλοφόρησε το ομώνυμο τραγούδι. Στους στίχους του τραγουδιού οι δουλειές μένουν σχεδόν ίδιες, ενώ αλλάζουν μόνο τα πρόσωπα. Η μελλοντική σύζυγος εξυμνεί στον μέλλοντα σύζυγό της, τις καθημερινές του υποχρεώσεις, τις οποίες πρέπει αδιαμαρτύρητα να δεχτεί, προκειμένου να παντρευτούν.
«Θέλεις να σε παντρευτώ; Θα μου κάνεις το και το: Στις εφτά θα με ξυπνάς με τα φιλιά σου, θα με σφίγγεις στη θερμή την αγκαλιά σου κι αφού κάνεις τα καθήκοντά σου τ’ άλλα, θα μου φέρνεις στο κρεβάτι μου το γάλα κι ύστερα θα κάθεσαι……», είναι κάποιοι από τους στίχους του τραγουδιού.