Η είδηση ότι ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ προσβλήθηκε από κορονοϊό μονοπωλεί όλες αυτές τις ημέρες τα μεγαλύτερα ειδησεογραφικά δίκτυα του πλανήτη – όπως επίσης και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε την ασθένεια ο «πλανητάρχης». Όπως και να ‘χει αποδείχθηκε για μια ακόμη φορά αυτό για το οποίο επιμένουν όλοι οι λοιμωξιολόγοι εξαρχής: ότι ο ιός δεν κάνει διακρίσεις ανάμεσα σε προέδρους χωρών, βασιλεί ή οποιονδήποτε άλλον ηγέτη σε σχέση με τους απλούς πολίτες.
Η νοσηλεία του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών έκανε πολλούς να αναρωτηθούν: τι θα συνέβαινε θεσμικά σε μια αντίστοιχη περίπτωση στη χώρα μας; Τι προβλέπεται σε περίπτωση που νοσήσει ω μη γένοιτο ο πρωθυπουργός ή η Πρόεδρος της Δημοκρατίας (που βάσει του ισχύοντος Συντάγματος είναι η αρχηγός του ελληνικού κράτους) και χρειαστεί να νοσηλευτούν στο νοσοκομείο; Ποιος τους αντικαθιστά και με ποιον τρόπο συνεχίζει να διοικείται η χώρα;
Κάθε χώρα έχει διαφορετικές προβλέψεις επί τούτου. Για παράδειγμα στη Μεγάλη Βρετανία, όταν νόσησε από κορονοϊό ο πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον και χρειάστηκε να νοσηλευτεί σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, τον αντικατέστησε στην προεδρία της κυβέρνησης ο Υπουργός Εξωτερικών της Γηραιάς Αλβιώνας Ντόμινικ Ράαμπ.
Στην Ελλάδα όμως δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Εάν νοσούσε από κορονοϊό ο πρωθυπουργός κ. Κυριάκος Μητσοτάκης καταρχάς το πιθανότερο είναι να μην νοσούσε βαριά καθώς πρόκειται για έναν υγιή οργανισμό, ηλικίας μόλις 52 ετών χωρίς σοβαρά προβλήματα.
Παράλληλα δεν είναι παχύσαρκος όπως ο κ. Τραμπ και αθλείται συχνά προσέχοντας την διατροφή του. Εάν παρ’ όλα αυτά κρινόταν επιβεβλημένη η νοσηλεία και αδυνατούσε να ασκήσει τα καθήκοντά του, τότε θα τον αναπλήρωνε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, εν προκειμένω ο κ. Παναγιώτης Πικραμμένος που παρεμπιπτόντως είχε διατελέσει υπηρεσιακός πρωθυπουργός από τις 16 Μαΐου 2012 ως τις 20 Ιουνίου 2012, με ευθύνη να οδηγήσει τη χώρα στις εκλογές του Ιουνίου του 2012.
Εάν δεν υπάρχει αντιπρόεδρος, «ο πρωθυπουργός ορίζει έναν από τους υπουργούς προσωρινό αναπληρωτή του, όταν παρουσιάζεται ανάγκη» αναφέρει ρητώς το Σύνταγμα στο άρθρο 81 παράγραφο 5. Συνήθως σε αυτή την περίπτωση μεταβιβάζονται προσωρινά τα καθήκοντα στον πρώτο τη τάξει υπουργό. Για την ιστορία να σημειώσουμε ότι αυτή τη στιγμή πρώτος τη τάξει υπουργός είναι ο Οικονομικών κ. Χρήστος Σταϊκούρας και ακολουθεί κατά σειρά ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων κ. Άδωνις Γεωργιάδης, ο Υπουργός Εξωτερικών κ. Νίκος Δένδιας, ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη Μιχάλης Χρυσοχοΐδης και ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Νίκος Παπαγιωτόπουλος.
Σε περίπτωση σημαντικής επιδείνωσης της υγείας του πρωθυπουργού το Σύνταγμα προβλέπει διαφορετική λύση που έχει εφαρμοστεί όπως θα δούμε στο παρελθόν.
Ο υπέρτατος νόμος του κράτους στο άρθρο 38 παράγραφο 2 αναφέρει πως «αν ο πρωθυπουργός παραιτηθεί, εκλείψει ή αδυνατεί για λόγους υγείας να ασκήσει τα καθήκοντά του, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει πρωθυπουργό αυτόν που προτείνει η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος στο οποίο ανήκει ο απερχόμενος πρωθυπουργός, εφόσον αυτό διαθέτει στη Βουλή την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών. Η πρόταση γίνεται το αργότερο σε τρεις ημέρες από την παραίτηση ή την έκλειψη του πρωθυπουργού ή από τη διαπίστωση της αδυναμίας του να ασκήσει τα καθήκοντά του. […] Η αδυναμία του πρωθυπουργού να ασκήσει τα καθήκοντά του για λόγους υγείας διαπιστώνεται από τη Βουλή με ειδική απόφασή της που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, ύστερα από πρόταση της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος στο οποίο ανήκει ο πρωθυπουργός, εφόσον αυτό διαθέτει στη Βουλή την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών. Σε κάθε άλλη περίπτωση η πρόταση υποβάλλεται από τα δύο πέμπτα τουλάχιστον του όλου αριθμού των βουλευτών (120 βουλευτές). Εωσότου διοριστεί ο νέος πρωθυπουργός, τα καθήκοντα του πρωθυπουργού ασκεί ο πρώτος κατά σειρά Αντιπρόεδρος και εφόσον δεν έχουν διοριστεί Αντιπρόεδροι ο πρώτος κατά σειρά υπουργός».
Με άλλα λόγια εάν η υγεία του όποιου πρωθυπουργού επιδεινωθεί σε σημείο που να μην έχει επαφή με το περιβάλλον ή ακόμη χειρότερα αποδημήσει εις Κύριον, τότε η Κοινοβουλευτική Ομάδα του πρώτου κόμματος που έχει την πλειοψηφία στη Βουλή (εν προκειμένω οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας) μέσα σε τρεις ημέρες από την στιγμή που διαπιστωθεί η αδυναμία ασκήσεως των πρωθυπουργικών καθηκόντων, θα πρέπει να ψηφίσει νέο πρόεδρο της κυβέρνησης (προσοχή, κυβέρνησης, όχι κόμματος, γιατί σε αυτή την περίπτωση κάθε κόμμα έχει το δικό του καταστατικό που ορίζει πως αλλάζει αρχηγό). Μια τέτοια περίπτωση είχαμε αρχές του 1996 με τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Ειδικότερα, από τον Νοέμβριο του 1995 ο πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου είχε εισαχθεί στο Ωνάσειο με σοβαρά προβλήματα υγείας. Από τα Χριστούγεννα η κατάστασή του επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο και έτσι στις 15 Ιανουαρίου 1996 ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ υπογράφει με τρεμάμενο χέρι από το κρεβάτι του καρδιοχειρουργικού κέντρου την επιστολή παραίτησής του από την πρωθυπουργία.
Στις 18 Ιανουαρίου συγκαλείται η Κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ προκειμένου να εκλέξει νέο πρωθυπουργό. Ως υποψήφιοι κατέρχονται ο Κώστας Σημίτης, ο Άκης Τσοχατζόπουλο και ο Γεράσιμος Αρσένης. Στην πρώτη ψηφοφορία ισοψηφούν οι Άκης Τσοχατζόπουλος και Κώστας Σημίτης με 53 ψήφους έκαστος, ενώ ο Γεράσιμος Αρσένης με 50 ψήφους, τίθεται εκτός μάχης. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, στη δεύτερη ψηφοφορία ο Κώστας Σημίτης με 86 ψήφους υπέρ, έναντι 75 του Άκη Τσοχατζόπουλου και 5 λευκών, ανακηρύσσεται νέος πρωθυπουργός και πεντέμισι μήνες αργότερα ανακηρύσσεται και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ από το συνέδριο του κινήματος. Στις 22 Σεπτεμβρίου του 1996 πραγματοποιεί πρόωρες εκλογές και επιβεβαιώνει την κυριαρχία του με ποσοστό 41,49%.
Και αφού… λύσαμε το ενδεχόμενο κωλύματος του πρωθυπουργού, πάμε να δούμε τι συμβαίνει σε περίπτωση που νοσήσει βαριά ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, εν προκειμένω η κ. Κατερίνα Σακελλαροπούλου. Κι εδώ η κείμενη νομοθεσία είναι ξεκάθαρη.
Στο άρθρο 34 του Συντάγματος αναφέρει επί λέξει ότι «τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όταν απουσιάζει στο εξωτερικό περισσότερο από δέκα ημέρες, αν πεθάνει, παραιτηθεί, κηρυχθεί έκπτωτος ή αν κωλύεται για οποιονδήποτε λόγο να ασκήσει τα καθήκοντά του, τον αναπληρώνει προσωρινά ο Πρόεδρος της Bουλής (εν προκειμένω ο κ. Κώστας Τασούλας). Αν δεν υπάρχει Bουλή, ο Πρόεδρος της τελευταίας Bουλής και, αν αυτός αρνείται ή δεν υπάρχει, η κυβέρνηση συλλογικά». Τονίζεται επίσης πως «αν η αδυναμία του Προέδρου της Δημοκρατίας να ασκήσει τα καθήκοντά του παρατείνεται πέρα από τριάντα ημέρες, συγκαλείται υποχρεωτικά η Bουλή, ακόμη και αν αυτή έχει διαλυθεί, για να αποφασίσει με την πλειοψηφία των τριών πέμπτων του συνόλου των μελών της (180 βουλευτές), αν συντρέχει περίπτωση εκλογής νέου Προέδρου.
Σε καμία πάντως περίπτωση η εκλογή νέου Προέδρου της Δημοκρατίας δεν μπορεί να καθυστερήσει περισσότερο από έξι συνολικά μήνες, αφότου άρχισε η αναπλήρωσή του που προκλήθηκε από αδυναμία του».