Οι ιστορικοί υπολογίζουν ότι ο άνθρωπος πριν 72.000 χρόνια ένιωσε την ανάγκη για πρώτη φορά να ντυθεί. Μέχρι τότε η γύμνια αποτελούσε τον κανόνα στην καθημερινότητα των ανθρώπων, τόσο για τον Homo Sapiens, όσο και για αρκετούς αρχαίους πολιτισμούς.
Πριν την καθιέρωση του χριστιανισμού το γυμνό σώμα δεν αποτελούσε ταμπού, τουλάχιστον όχι για όλους τους πολιτισμούς της αρχαιότητας. Ειδικά στην Αρχαία Ελλάδα εξυμνούνταν και θαυμάζονταν, όπως συμπεραίνεται και από τις καλλιτεχνικές απεικονίσεις της εποχής σε αγγεία και αγάλματα. Επίσης, τόσο για τους αρχαίους Έλληνες, όσο και για τους Ρωμαίους, η γυμναστική -οφείλει την ονομασία της στη λέξη γυμνός- πραγματοποιούνταν χωρίς ρούχα, παρά μόνο με «αδαμιαία περιβολή».
Τα διάφορα ταμπού, μάλιστα, που γεννήθηκαν γύρω από τον γυμνισμό άρχισαν να παρατηρούνται όταν ο ιματισμός μετατράπηκε από ανάγκη σε συνήθεια. Και έτσι τα ρούχα, που αρχικά δημιουργήθηκαν για πρακτικούς σκοπούς, όπως προστασία από τον ήλιο ή την ζέστη στην έρημο, αποτέλεσαν αναπόσπαστο κομμάτι του πολιτισμού του κάθε λαού.
Αν αναζητήσει κανείς την ερμηνεία της λέξης γυμνισμός, ωστόσο, θα παρατηρήσει ότι οι ρίζες της εντοπίζονται στις λέξεις «naturism», δηλαδή φυσικότητα. Την τάση, με λίγα λόγια, των γυμνιστών να έρθουν όσο πιο κοντά στη φύση γίνεται. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για μία επαίσχυντη συνήθεια. Αντιθέτως, πρόκειται για μία προσπάθεια των οπαδών του να βρεθούν στη «μητέρα» φύση, έτσι ακριβώς όπως ήρθαμε όλοι στον κόσμο.
Κοντά στο Αμβούργο, λοιπόν, και εν έτη 1903 δημιουργήθηκε η πρώτη οργανωμένη λέσχη γυμνιστών. Ωστόσο, μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το κίνημα εξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη, με την δεκαετία του ’20 να γνωρίζει ιδιαίτερη άνθηση και κυρίως στη Γερμανία. Μια άνθηση που τέθηκε υπό διωγμό με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία.
Στην Αμερική ο κοινωνικός γυμνισμός που εφαρμοζόταν οργανωμένα με λέσχες και κατασκηνώσεις έκανε την εμφάνισή του το 1930, με την 13 Ιουνίου να αποτελεί ημερομηνία ορόσημο για τους θιασώτες του κινήματος, καθώς ιδρύθηκε η πρώτη αποικία γυμνιστών. Με το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο γυμνισμός πήρε διαστάσεις κοινωνικού κινήματος, έχοντας εξαπλωθεί σε διάφορα σημεία του κόσμου, συνδεόμενο άμεσα με την ανάγκη για επιστροφή στη φύση μακριά από την έντονη αστικοποίσηη. Πολλοί νέοι ασπάζονταν το κίνημα βλέποντάς το ως ένα μέσο απελευθέρωσης, ενώ οι χίπις υπήρξαν από τους πρώτους συνειδητοποιημένους «φίλους» του γυμνισμού.
Στην Ελλάδα η πρώτη εμφάνιση των γυμνιστών σημειώθηκε την εποχή του Μεσοπολέμου, μία κίνηση η οποία δεν εδραιώθηκε, παρόλο που οι οπαδοί του κυκλοφόρησαν για μικρό χρονικό διάστημα ένα περιοδικό ονόματι «ΦΛΕΡΤ» (Φυσιολατρική Λογοτεχνική Επιθεώρηση Ριζοσπαστικών Τάσεων).
Μετά την λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η Ελλάδα ελκύει αρκετούς τουρίστες θιασώτες του γυμνισμού, οι οποίοι ωστόσο αντιμετωπίζουν προβλήματα σχετικά με τις παραλίες όπου μπορούν ελεύθερα να ασκήσουν τον γυμνισμό.
Η μεγάλη άφιξη γυμνιστών στην Ελλάδα σημειώθηκε την δεκαετία του ’50. Για κάποιους ο γυμνισμός αποτελούσε (και αποτελεί ακόμη) επαίσχυντη συνήθεια, μια φιλοσοφία που προκαλεί την «ακολασία», μια στάση ζωής που σκανδαλίζει. Πόσο μάλλον εκείνη την εποχή, που ο κόσμος δεν ήταν τόσο εξοικειωμένος, όσο σήμερα τουλάχιστον, με το να βλέπει την γύμνια του συνανθρώπου του σε κοινή θέα. Ωστόσο, οι αντιδράσεις αναλόγως τον προορισμό, ήταν ποικίλες, και προσαρμόζονταν κάθε φορά στις εκάστοτε συνθήκες.
Για παράδειγμα οι κάτοικοι της Ύδρας θεώρησαν τους γυμνιστές προσβολή για το νησί τους, ενώ οι Μυκονιάτες, σε αντίθεση, τους υποδέχθηκαν αντιλαμβανόμενοι την οικονομική προοπτική που θα είχει όλο αυτό για τον τόπο τους.
Το 1959 σημειώνεται μία προσπάθεια γυμνιστών και στο Λουτράκι, οι οποίοι ήταν πρόθυμοι να νοικιάσουν ένα ξενοδοχείο στην περιοχή. Μια προσπάθεια, ωστόσο, που κατέληξε άδοξα με τους γυμνιστές να τρέπονται σε φυγή.
Αν θα μπορούσαμε να δώσουμε μια πιο συγκεκριμένη χρονολογία, σχετικά με την «επίσημη» αποδοχή του κινήματος του γυμνισμού στη χώρα μας αυτή θα μπορούσε να είναι το 1983, όταν ψηφίστηκε και ο σχετικός νόμος από τη Βουλή των Ελλήνων, ο οποίος επιτρέπει τον γυμνισμό σε οργανωμένα κέντρα παραθερισμού γυμνιστών (ξενοδοχεία, λέσχες, κάμπινγκ κ.α.) και σε όμορες παραλίες αυτών.
Η δεκαετία του ’80 ήταν και εκείνη που γνώρισε την μεγαλύτερη άνθηση ο γυμνισμός, τόσο με την κατάργηση του νόμου 4.000 περί «ηθικής», όσο και με τις δελεαστικές τιμές των τουριστικών πακέτων να προσελκύουν γυμνιστές τουρίστες στη χώρα μας. Μέχρι και την δεκαετία του ’90 ο γυμνισμός ήταν ιδιαιτέρως διαδεδομένος στη χώρα μας, ωστόσο από τότε και έπειτα άρχισε να φθίνει. Οι πρώτης γενιάς γυμνιστές άρχισαν να αποσύρονται, ενώ οι νεότεροι δεν επιθυμούσαν να είναι κλεισμένοι όλη μέρα στα ειδικά κέντρα που απευθύνονταν αποκλειστικά στους γυμνιστές.
Με την τουριστική βιομηχανία που περιστρέφεται γύρω από τον γυμνισμό να αγγίζει σε αξία εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια, η Ελλάδα διαθέτει κι αυτή με την σειρά της άρτια οργανωμένα Κέντρα Παραθερισμού Γυμνιστών (όπως αναφέρονται στο σχετικό νόμο), τα οποία απευθύνονται τόσο σε ξένους όσο και σε Έλληνες πελάτες, μέλη διεθνώς αναγνωρισμένων οργανώσεων γυμνιστών.
Η λειτουργία των συγκεκριμένων κέντρων τελείται βάσει αυστηρών κανονισμών, με την απομάκρυνση πελατών με ανάρμοστη συμπεριφορά να αποτελεί μία από τις συνέπειές της μη εναρμόνισης με αυτούς. Στους χώρους του κάθε ξενοδοχείου οι πελάτες έχουν την δυνατότητα να απολαμβάνουν από δροσιστικές βουτιές στην πισίνα ή την παραλία, μέχρι κοκτέιλ στο μπαρ από την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου έτσι ακριβώς όπως τους γέννησε η μαμά τους.
Στην Ελλάδα οργανωμένα ξενοδοχεία «ειδικού τουρισμού» συναντώνται στην Κρήτη, τη Ρόδο, την Ζάκυνθο, την Κεφαλονιά και τη Μεσσηνία.
Αναφορικά με τις παραλίες, από το κράτος αναγνωρισμένες πλαζ αυστηρά για γυμνιστές είναι μόλις τρεις: Φαληράκι Ρόδου από το 1980, Σαρακίνικο Γαύδου από το 2011 και Βελανιό Σκοπέλου από το 2012. Ωστόσο, σε πολλούς νησιωτικούς και στεριανούς προορισμούς μπορεί να συναντήσει κανείς γυμνιστές, κυρίως κατά την περίοδο αυξημένης τουριστικής κίνησης. Κάποιες από τις πιο γνωστές είναι η Μπανάνα στη Σκιάθο, η Χιλιαδού στην Εύβοια, η Χαλικιάδα στο Αγκίστρι, η Παράγκα, η Ελιά και το Αγράρι στη Μύκονο, η Μικρή Ιταλίδα στα Κουφονήσια, η Ρούκουνα και το Μοναστήρι στην Ανάφη, η Κόκκινη Άμμος στο Ηράκλειο, το Κεδρόδασος στα Χανιά κ.α.