Η Ελλάδα είναι γνωστό ότι δεν συμβάδιζε με τις τεχνολογικές, κοινωνικές και πολιτιστικές εξελίξεις του δυτικού κόσμου. Πάντα ακολουθούσε. Αυτό σημαίνει ότι διάφορες μόδες ήρθαν σχετικά αργά στην ελληνική κοινωνία.
Την δεκαετία του ’80 η χώρα εντάχθηκε στην ΕΟΚ και έκανε βήματα προς τον «εξευρωπαϊσμό» της. Σε διάφορα επίπεδα. Σε θέματα ηθών και νοοτροπίας, παρέμενε πολύ πίσω. Κάτι που μπορούμε να πούμε ότι ισχύει, σε μικρότερο βαθμό, μέχρι και σήμερα.
Οι φιλόδοξες επιχειρηματικές κινήσεις ήταν ευπρόσδεκτες. Ειδικά στην επαρχία. Αρκεί να μην χαλούσαν το δίπτυχο της «τάξης και της ηθικής». Αυτό το αντιλήφθηκε και ένας επιχειρηματίας που είχε την τρομερή ιδέα να μετατρέψει το ξενοδοχείο του σε κέντρο γυμvιστών. Και όλα αυτά στις αρχές της εν λόγω δεκαετίας. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Το πλάνο για το πώς θα λειτουργούσε το «Ακτή Salanti» ήταν αρκετά φιλόδοξο και αρκετά μπροστά για την εποχή του. Παρόλες τις προθέσεις και τα πλάνα που δεν έμειναν επί χάρτου, η μονάδα δεν κατάφερε να μακροημερεύσει.
Το θέρετρο Ακτή Salanti, μέσω του οποίου η ευρύτερη περιοχή της Ερμιονίδας στην Αργολίδα μετατράπηκε σε πόλο έλξης τουριστών, που συνέρρεαν από όλη την Ευρώπη, δεν ήταν ένα απλό ξενοδοχείο.
Το «Σαλάντι» στην ομώνυμη ακτή στο Κρανίδι γίνεται αρκετά γρήγορα γνωστό στην Ελλάδα και η φήμη του και η πελατεία του ξεπερνά τα εγχώρια σύνορα. Το περιβάλλον ονειρικό: Πλούσια βλάστηση, υπέροχη παραλία, καταγάλανα νερά. Και το βασικότερο; Το ξενοδοχείο βρισκόταν 5 χλμ. μακριά από το κοντινότερο χωριό, τους Δίδυμους. Και αυτό ήταν κρίσιμο για δύο λόγους. Αρχικά οι υπεύθυνοι της μονάδας δεν ήθελαν να υπάρχει γειτνίαση των γυμνιστών με τους κατοίκους, ενώ ήθελαν και οι πελάτες να μπορούν να απολαύσουν το μπάνιο τους, όπως ήθελαν, μακριά απόν αδιάκριτα βλέμματα.
Το ξενοδοχείο δεν ήταν ένα απλό κέντρο γυμvιστών, αλλά μιας πλήρης τουριστική μονάδα. Οι υπηρεσίες που παρείχε ήταν πολύ μπροστά από την εποχή τους.
Ήταν pet friendly, ενώ ο όρος «προσβασιμότητα ΑμΕΑ» δεν ήταν άγνωστος. Οι εγκαταστάσεις του Ακτή Slanati ήταν απλά εκτός ανταγωνισμού.
Οι επισκέπτες μπορούσαν να απολαύσουν αθλητικές δραστηριότητες στα γήπεδα μπάσκετ, βόλεϊ, τένις, ακόμη και μίνι γκολφ! Φυσικά, υπήρχε πισίνα με pool bar, για εκείνους που δεν προτιμούσαν την θάλασσα, ενώ όσοι για κάποιο λόγο έπρεπε ή ήθελαν να μείνουν στα δωμάτιά τους, γνώριζαν ότι εκείνα ήταν πλήρως εφοδιασμένα με τηλεόραση, ψυγείο, κλιματισμό. Σε αυτό το σημείο αξίζει να θυμίσουμε ότι την περίοδο που δημιουργήθηκε τ ξενοδοχείο, τίποτα από τα παραπάνω δεν ήταν αυτονόητο
Επιπλέον οι ιδιοκτήτες είχαν την πρόνοια να φτιάξουν και άλλους χώρους ικανούς να φιλοξενήσουν συνέδρια ή ακόμη και να καλύψουν επαγγελματικές ανάγκες των επισκεπτών, προσφέροντάς τους παροχές για επικοινωνία με τους χώρους εργασίας τους πίσω στις πατρίδες τους ή και υπηρεσίες δημιουργικής απασχόλησης των παιδιών.
Επιχειρηματικά η μονάδα μπορούσε να καλύψει όλες τις ανάγκες των επισκεπτών της. Είτε αυτές αφορούσαν την ησυχία και τον γυμνισμό είτε επαγγελματικούς σκοπούς. Στην αρχή το επιχειρηματικό πλάνο είχε θριαμβεύσει. Η κοινότητα των γυμvιστών της Ευρώπης μετέτρεψε την Ερμιονίδα σε στέκι της. Οι τοπικές κοινωνίες καθώς και… σύλλογοι ηδονοβλεψιών είχαν άλλες βλέψεις.
Όπως αναφέρει ο Τύπος της εποχής, όταν το νέο για την άφιξη των γυμνιστών διαδόθηκε, οι ηδονοβλεψίες έβαλαν την περιοχή στο στόχαστρο και οργάνωναν εκδρομές στην Ερμιόνη.
Τα ρεπορτάζ της εποχής μάλιστα αναφέρουν ότι στην Κυψέλη είχε την έδρα του σύλλογος που ονομάζονταν «ΣΗΚ» δηλαδή Σύλλογος Ηδονοβλεψιών Κυψέλης. Αυτό δεν μπορούσε να το σηκώσει η τοπική κοινωνία. Ούτε η τοπική Μητρόπολη.
Οι ντόπιοι ξεσηκώθηκαν κατά της μονάδας και της πελατείας της, θεωρώντας πως οι Ευρωπαίοι επισκέπτες ήταν ελαφρών ηθών και αποτελούσαν ηθικό κίνδυνο για την τοπική κοινωνία. Μάλιστα το ξενοδοχείο είχε αποκτήσει το όνομα «τα Σόδομα και Γόμορρα της Ελλάδας». Τα οποία ο τοπικός Τύπος έγραφε ότι «συνέβαιναν κάτω από τη μύτη τους».
Ξεκίνησαν τις κινητοποιήσεις τους, με συλλαλητήρια και πορείες που κατέληγαν μέχρι και την είσοδο του ξενοδοχείου. Οι διαμαρτυρίες και ο πόλεμος μέσω ανακοινώσεων και εφημερίδων είχε τεράστιο κόστος για την επιχείρηση. Αλλά και για την τοπική κοινωνία εν τέλει.
Ο «ιερός πόλεμος» της Εκκλησίας ήταν νικηφόρος. Δεν ήταν λίγες οι φορές που γυμνιστές είχαν έρθει στα χέρια με κατοίκους παρακείμενων περιοχών. Ενώ έχει καταγραφεί γλαφυρά και η προσπάθεια διαδήλωσης τον Ιούλιο του 1980, να περικυκλώσει το ξενοδοχείο από θάλασσα και στεριά με τους συγκεντρωμένους να κραδαίνουν σημαίες και λάβαρα.
Η μονάδα σταδιακά σταμάτησε να είναι το ίδιο θελκτική για το κοινό στο οποίο απευθυνόταν αρχικά. Άλλωστε, δεν υπάρχει κάποιος ο οποίος θα πλήρωνε αδρά για να έχει την ησυχία του στις διακοπές του (ντυμένος ή όχι) που θα ήθελε κραυγές, οχλαγωγία και κατάρες για το πώς ζει τη ζωή του.
Το παράδειγμα του ξενοδοχείου «Σαλάντι» είναι χαρακτηριστική περίπτωση επιχειρηματικής ιδέας στην Ελλάδα που ευδοκίμησε αλλά δεν θριάμβευσε για καθαρά μη εμπορικούς και εξωγενείς παράγοντες.
Το κατάλυμα που τάραξε τα νερά πριν από σχεδόν 40 χρόνια, δεν μπόρεσε να ορθοποδήσει ξανά ποτέ. Το λουκέτο δεν άργησε να μπει στο ξενοδοχείο, το οποίο ανέστειλε τη λειτουργία του επ’ αόριστον.
Μετά το λουκέτο πολλοί κάτοικοι που ήταν μπροστάρηδες στις διαδηλώσεις, αναθεώρησαν, καθώς διαπίστωσαν ότι τα «Σόδομα και τα Γόμορρα» ήταν μια σημαντική πηγή εσόδων για ολόκληρη την περιοχή.
Δείτε το βίντεο από το κουφάρι του ξενοδοχείου από την ομάδα Up Drones.
Λίγο καιρό μετά το οριστικό λουκέτο το κτίριο του Salanti έμεινε έκθετο σε πλιάτσικα και λεηλασίες. Λεηλατημένο, με σπασμένα τζάμια και ξηλωμένα μάρμαρα, με τις εγκαταστάσεις του να τις τρώει ο χρόνος, στέκει εκεί για να θυμίζει μία, όχι και τόσο, λαμπρή ιστορία της Ελλάδα.
Discussion about this post