Μια από τις πιο σημαντικές πόλεις της Κύπρου κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο, γνωστή στις πηγές και με την ονομασία Κωνστάντεια.
Πρόκειται για την διάδοχο πόλη της αρχαίας Σαλαμίνος, στην ανατολική ακτή της Κύπρου, ιδρυμένης μετά τον Τρωικό πόλεμο από τον Τεύκρο τον Τελαμώνιο, σύμφωνα και προς την αρχαία παράδοση. Σωστότερα ακόμη, πρόκειται για την ίδια την Σαλαμίνα που ανοικοδομήθηκε και πήρε νέα ονομασία ύστερα από καταστροφή της εξαιτίας των φοβερών σεισμών του 332 και του 342 μ.Χ.
Η Σαλαμίς, που είχε υποστεί εκτεταμένες καταστροφές και το 116 μ.Χ., συνεπεία της εξεγέρσεως των Εβραίων που διέμεναν σ’ αυτήν, κι είχε ανοικοδομηθεί με βοήθεια του αυτοκράτορα της Ρώμης Αδριανού, αντιμετώπιζε νέες λαμπρές προοπτικές μετά τον διαχωρισμό της απέραντης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε Δυτικό και σε Ανατολικό (=Βυζαντινό) Ρωμαϊκό κράτος, το 330 μ.Χ. Η έναρξη όμως της Βυζαντινής περιόδου της κυπριακής ιστορίας σημαδεύεται από δυο καταστροφικούς σεισμούς, το 332 και το 342 μ.Χ., που ιδιαίτερα έπληξαν τη Σαλαμίνα.
Η πόλη βοηθήθηκε τότε οικονομικά από τον αυτοκράτορα του Ανατολικού (=Βυζαντινού) Ρωμαϊκού κράτους Κωνστάντιο, προκειμένου ν’ ανοικοδομηθεί και να συνέλθει από την εκτεταμένη συμφορά. Μεταξύ άλλων, ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος απάλλαξε τους κατοίκους της Σαλαμίνος από φορολογικές επιβαρύνσεις για τέσσερα χρόνια. Προς τιμήν του λοιπόν, για τη βοήθεια και την αρωγή του προς την πληγείσα πόλη, οι κάτοικοι της Σαλαμίνος την μετονόμασαν σε Κωνσταντία.
Στις φιλολογικές πηγές η πόλη αναφέρεται και ως Κωνσταντία και ως Κωνστάντεια. Ο Σουίδας για παράδειγμα, αναφερόμενος στον (αρχι)επίσκοπο Κύπρου Επιφάνιο τον Μέγα, γράφει:
Ἐπιφάνιος, Κωνσταντείας τῆς Κύπρου ἐπίσκοπος, τῆς πρότερον Σαλαμῖνος…
Ο Ιεροκλής επίσης, στο έργο του Συνέκδημος (6ος μ.Χ. αιώνας), μεταξύ των κυπριακών πόλεων τις οποίες απαριθμεί, πρώτη παραθέτει την Κωνστάντειαν (έκδοση κατά Honigmann) ή Κωνσταντίαν μητρόπολιν (έκδοση κατά Burckhardt).
Το ίδιο συμβαίνει και στο έργο του Γεωργίου του Κυπρίου Περιγραφή τοῦ Ἀνατολικοῦ Ῥωμαϊκοῦ Κράτους (7ος μ.Χ. αιώνας).
Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος πάλι, στο βιβλίο του Περί Θεμάτων (10ος μ.Χ. αιώνας), απαριθμεί 15 κυπριακές πόλεις μεταξύ των οποίων πρώτη η Κωνστάντεια μητρόπολις.
Στον Βίο του αγίου Αυξιβίου γίνεται αναφορά στον μαρτυρικό θάνατο του αποστόλου Βαρνάβα στη Σαλαμίνα, κι αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι ο απόστολος, μαζί με τον ευαγγελιστή Μάρκο, περιερχόμενοι πᾶσαν τήν νῆσον, ἦλθον ἐν Σαλαμῖνι, τῆ νῦν Κωνσταντίᾳ…
Ως Κωνσταντία, η πόλη μνημονεύεται και στον Βίο του αγίου Επιφανίου και σε διάφορα άλλα συγγράμματα που αναφέρονται στον άγιο Επιφάνιο, επίσκοπο Κωνσταντίας της Κύπρου, όπως στην Ἐκκλησιαστική Ἱστορία του Σωκράτη, στον Βίο Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου του Θεοδώρου επισκόπου Τριμιθούντος, στο σύγγραμμα Διάλογος Ἱστορικός… του Παλλαδίου, καθώς και στο Μηνολόγιον όπου ορίζεται στις 12 Μαΐου ο εορτασμός της μνήμης τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἐπιφανίου, ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντίας Κύπρου.
Στα Σχόλια εἰς Ἰσοκράτην πάλι, η πόλη αναφέρεται ως πόλις Κωνσταντίνου:
…ἐν αὐτῷ τῷ Εὐαγόρᾳ, ἐβασίλευσε Σαλαμῖνος, μιᾶς πόλεως ἐν Κύπρῳ, τῆς νῦν Κωνσταντίνου καλουμένης καί μητροπόλεως οὔσης πάσης Κύπρου…
Εδώ λανθασμένα και από παρεξήγηση αναφέρεται ως πόλις Κωνσταντίνου, γιατί δεν είχε πάρει την ονομασία αυτή από τον Μέγα Κωνσταντίνο (όπως η Κωνσταντινούπολις, έδρα της αυτοκρατορίας), αλλά από τον Κωνστάντιο, γιο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, όπως ανεφέρθη και πιο πάνω.
Στο γεγονός αναφέρεται, εξάλλου, ο Μαλάλας (Χρονογραφία, 12.415) τον 6ο μ.Χ. αιώνα, που γράφει τα ακόλουθα, σε νεοελληνική απόδοση:
…Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του [Κωνσταντίου] επλήγη από σεισμό που ωφείλετο σε οργή θεού η Σαλαμίς, πόλη της Κύπρου, και το μεγαλύτερο μέρος της βυθίστηκε στη θάλασσα ενώ το υπόλοιπο γκρεμίστηκε στο έδαφος. Την πόλη αυτή ανοικοδόμησε ο ίδιος ο Κωνστάντιος, που ανήγειρε οικοδομήματα κι έκαμε πολλές γενναιοδωρίες στους πολίτες που είχαν επιζήσει, στους οποίους χάρισε για τέσσερα χρόνια και τους φόρους˙ κι αφού έκτισε διάφορα οικοδομήματα στην πόλη που λεγόταν πιο πριν Σαλαμίς, την μετονόμασε από το όνομά του Κωνσταντία. Αυτή είναι τώρα η πρωτεύουσα της Κύπρου…
Η Σαλαμίς /Κωνσταντία έγινε, κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο, μητρόπολις (δηλαδή πρωτεύουσα) της Κύπρου, αφαιρώντας τον επίζηλο αυτό τίτλο από την Πάφο η οποία τον είχε αποκτήσει κατά την Ελληνιστική εποχή και τον είχε διατηρήσει και κατά την ακολουθήσασα Ρωμαϊκή εποχή. Τα πλεονεκτήματα που συγκέντρωνε η Πάφος κατά την Ελληνιστική εποχή, και τα οποία την είχαν καταστήσει πρωτεύουσα του νησιού, περιελάμβαναν και το βασικό δεδομένο ότι ήταν κτισμένη στην περιοχή εκείνη του νησιού που βρισκόταν πλησιέστερα προς την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, την έδρα του βασιλείου των Πτολεμαίων, του οποίου τμήμα αποτελούσε και η Κύπρος. Όμως μετά την υπαγωγή της Κύπρου στο Ανατολικό (Βυζαντινό) Ρωμαϊκό κράτος (330 μ.Χ.), το βασικό αυτό δεδομένο άλλαξε.
Όπως μάλιστα η Κύπρος είχε αρχικά (με τις μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού που συμπληρώθηκαν από τον Μέγα Κωνσταντίνο) υπαχθεί διοικητικά στον πρήφεκτο του πραιτωρίου της Ανατολής (praefectus praetorio orientis) που είχε έδρα την Αντιόχεια, η βόρεια και ανατολική Κύπρος βρίσκονταν τώρα πλησιέστερα προς τα σημαντικά επαρχιακά διοικητικά κέντρα της αυτοκρατορίας. Από τις πόλεις του νησιού στις περιοχές του αυτές, μόνο η Σαλαμίς είχε τόσο βαρύ ιστορικό παρελθόν και τόση προγενέστερη αίγλη και λαμπρότητα ώστε να διεκδικεί με αξιώσεις τώρα τον τίτλο της κυπριακής πρωτεύουσας. Ίσως δε το ένδοξο παρελθόν της ν’ απετέλεσε κι ένα από τους λόγους για τους οποίους είχε επιδειχθεί το άμεσο αυτοκρατορικό ενδιαφέρον για την ανοικοδόμηση της πόλης μετά τις φοβερές καταστροφές της από τους σεισμούς.
Η πόλη ανοικοδομήθηκε καλύπτοντας τώρα λιγότερη έκταση, σε σύντομο όμως διάστημα μπόρεσε να φθάσει σε επίπεδο σχετικής ακμής (σχετικής, γιατί ολόκληρη η Κύπρος υπέφερε τότε από θεομηνίες και καταστροφές μεγάλης εκτάσεως, που συνδυάστηκαν μάλιστα από την εκκλησιαστική παράδοση με την επίσκεψη στην Κύπρο, λίγα χρόνια πιο πριν, της αγίας Ελένης, της μητέρας του Μεγάλου Κωνσταντίνου). Έτσι, παρά τις καταστροφές, η Σαλαμίς /Κωνσταντία έγινε διοικητική και εκκλησιαστική πρωτεύουσα της Κύπρου, αν και υπάρχει αναφορά στις πηγές ότι και η Αμαθούς είχε για κάποιο διάστημα γίνει η έδρα Βυζαντινών «δουκών», δηλαδή κυβερνητών της Κύπρου.
Μεταξύ των πρώτων ιεραρχών της Κυπριακής Εκκλησίας που είχαν την έδρα τους στην Κωνσταντία, και που θεωρούνται για τον λόγο αυτό όχι επίσκοποι αλλά αρχιεπίσκοποι Κύπρου, ήταν ο Γελάσιος (ή Γηράσιος), ο Οφέλλιος, ο Επιφάνιος ο Μέγας, ο Ρηγίνος, ο Ανθέμιος, ο Αρκάδιος Α΄ κ.α. Ο Επιφάνιος, τον οποίο η Εκκλησία τιμά ως άγιο, ήταν μορφή όχι μόνο παγκύπριας ακτινοβολίας, αλλά σημαντική και μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της αυτοκρατορίας, με δραστηριότητα και σ’ αυτή την πρωτεύουσα, την Κωνσταντινούπολη.
Η Κωνσταντία, δεχόμενη ποικίλες επιδράσεις κατά τους πρώτους μετά Χριστόν αιώνες, είχε μεταξύ άλλων καταστεί και χώρος στον οποίο είχαν απήχηση και οι διάφορες χριστιανικές αιρέσεις, ενάντια στις οποίες είχε αγωνιστεί ο άγιος Επιφάνιος. Όπως αναφέρεται μάλιστα στον Βίο του αγίου Επιφανίου, ἦσαν πλήθη ἐπί τῆς Κωνσταντίας οἱ τῆς αἰρέσεως ταύτης [των Ουαλεντιανών] …ἦσαν δέ καί ἄλλαι πλεῖσται αἰρέσεις ἐν τῇ Κυπρίων χώρᾳ, αἵτινες εἰσίν αὖται˙ Ὀφῖται, Σαβελλιανοί, Νικολαΐται, Σιμωνιανοί, Βασιλειδιανοί, Καρποκρατιανοί…
Μεταξύ άλλων, ο Επιφάνιος είχε συγκαλέσει στην Κωνσταντία το 401 μ.Χ. σύνοδο των Κυπρίων επισκόπων, ύστερα από παράκληση του Αλεξανδρείας Θεοφίλου, η οποία καταδίκασε τον Ωριγένη ως αιρετικό.
Τη λαμπρότητα της Κωνσταντίας μαρτυρούν μεταξύ άλλων, οι δυο μεγάλες βασιλικές που έχουν ανασκαφεί στον χώρο της αρχαίας Σαλαμίνος, οι βασιλικές του Αγίου Επιφανίου και της Καμπανόπετρας. Η πρώτη πιστεύεται ότι ήταν εκείνος ο ναός τον οποίο ο ίδιος ο άγιος Επιφάνιος είχε αρχικά ανεγείρει. Για τις δυο αυτές βασιλικές βλέπε λεπτομέρειες στα λήμματα Επιφανίου Αγίου βασιλική και Καμπανόπετρας βασιλική.
Η Κωνσταντία εξελίχθηκε σχετικά γρήγορα σε πόλη μεγάλη και ακμάζουσα, στην οποία είχε συσσωρευθεί και αρκετός πλούτος. Η γοργή αυτή ανάπτυξή της οφείλεται, ως ένα μεγάλο βαθμό, στο γεγονός ότι άλλοι καταστροφικοί σεισμοί που ακολούθησαν, είχαν πλήξει κυρίως το νότιο και το νοτιοδυτικό τμήμα της Κύπρου κι είχαν ανακόψει την ανάπτυξη άλλων σημαντικών πόλεων, όπως το Κούριον και η Πάφος. Την ανοδική πορεία της Κωνσταντίας, ανέκοψαν όμως βίαια οι αραβικές επιδρομές, τον 7ο αιώνα, που επέφεραν την ολοσχερή σχεδόν καταστροφή της. Η πόλη επλήγη βαρύτατα ήδη από την πρώτη μεγάλη επιδρομή του Μωαβία, το 647 μ.Χ. Ο Μωαβίας, εμίρης της Συρίας, είχε επιτεθεί κατά της Κύπρου την άνοιξη του έτους αυτού, με δύναμη που αριθμούσε 1.700 καράβια. Πρώτος μεγάλος στόχος του ήταν η πρωτεύουσα Κωνσταντία που ήταν, εξάλλου, και η πλησιέστερη προς τις συριακές ακτές πόλη της Κύπρου. Ζήτησε από τους κατοίκους της να παραδοθούν, κι εκείνοι αρνήθηκαν. Ο στρατός του Μωαβία πολιόρκησε τότε την Κωνσταντία την οποία τελικά και κατέλαβε. Ακολούθησαν μεγάλης εκτάσεως λεηλασίες και καταστροφές, που στάθηκαν μοιραίες για την πόλη, οι δε επιδρομείς τότε μόνο αποχώρησαν, όταν πληροφορήθηκαν ότι επέκειτο η άφιξη ισχυρών βυζαντινών στρατιωτικών δυνάμεων. Όπως γινόταν συνήθως, εκτός από τις σφαγές και τις άλλες ωμότητες, φεύγοντας οι επιδρομείς πήραν μαζί τους και αριθμό σκλάβων /αιχμαλώτων. Μεταξύ των κτιρίων της πόλης που είχαν πυρποληθεί και καταστραφεί, περιλαμβανόταν και η λαμπρή βασιλική του Αγίου Επιφανίου.
Οι κάτοικοι της Κωνσταντίας — όσοι είχαν επιζήσει — παρέμειναν σε μια μισοερειπωμένη πόλη την οποία κι άρχισαν σιγά – σιγά ν’ ανοικοδομούν. Όμως έξι μόνο χρόνια αργότερα, το 653 μ.Χ., ο Μωαβίας διέταξε νέα μεγάλη επιδρομή των στρατευμάτων του στην Κύπρο, υπό την αρχηγία του Αβού ’λ Αβάρ και με αρχηγό του στόλου (από 500 πλοία) τον Αβδαλλάχ ΄Ιμπν Καΐς. Η ήδη εντελώς εξασθενημένη Κωνσταντία απετέλεσε και πάλι τον πρώτο στόχο των Αράβων. Κατελήφθη εύκολα τώρα, λεηλατήθηκε ξανά άγρια και πυρπολήθηκε, πριν ο Αβού ’λ Αβάρ στραφεί προς άλλα μέρη του νησιού, μέχρι την Πάφο, απ’ όπου κι αναχώρησε φορτωμένος πλούσια λάφυρα.
Η δεύτερη αυτή επίθεση απετέλεσε και το χαριστικό κτύπημα κατά της Κωνσταντίας. Πολλοί από τους κατοίκους της που είχαν επιβιώσει, την εγκατέλειψαν οριστικά αναζητώντας μόνιμη κατοικία σε ασφαλέστερες περιοχές στα ενδότερα του νησιού. Το ίδιο, εξάλλου, συνέβη και με όλους σχεδόν τους άλλους παραλιακούς οικισμούς (πόλεις και χωριά) της Κύπρου, που εγκαταλείφθηκαν κατά τη διάρκεια των αραβικών επιδρομών μεταξύ του 7ου και του 10ου αιώνα.
Η Κωνσταντία δεν μπόρεσε να συνέλθει από τα δυο αυτά καίρια πλήγματα. Κάποια ζωή στη μισοερειπωμένη πόλη συνεχιζόταν κατά τα επόμενα χρόνια, αφού το 723 μ.Χ. έχουμε την μαρτυρία ενός Άγγλου προσκυνητή, του Willibald, που πέρασε τόσο από την Πάφο όσο κι από την Κωνσταντία καθ’ οδόν προς τους Αγίους Τόπους. Ο Willibald, που έμεινε τρεις εβδομάδες στην Πάφο και στην Κωνσταντία, γράφει ότι είχε συναντήσει στις πόλεις αυτές κι Έλληνες και Σαρακηνούς, που όλοι ήταν άοπλοι γιατί επικρατούσε τώρα ειρήνη και φιλία. Υπάρχει, εξάλλου, και μια εκδοχή που, ωστόσο, δεν αποδεικνύεται εξαιτίας ελλείψεως ικανών γραπτών πηγών, ότι η Κωνσταντία είχε βοηθηθεί επί ημερών του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Β΄ (685-695, 705-711), οπότε τροποποιήθηκε και το αρχικό κτίριο της βασιλικής του Αγίου Επιφανίου, κι ότι τότε η πόλη είχε μετονομαστεί σε Νέα Ιουστινιανούπολη. Φαίνεται, πάντως, ότι στις αρχές του 8ου μ.Χ. αιώνα είχε οχυρωθεί τουλάχιστον το κεντρικό τμήμα της πόλης. Πάντως ο Ιουστινιανός Β΄ είχε μεταφέρει πολλούς Κυπρίους για μετοικεσία στον Ελλήσποντο, μεταξύ δε εκείνων που είχαν φύγει, πιθανότατα περιλαμβάνονταν κι αρκετοί κάτοικοι της Κωνσταντίας. Η μετοικεσία δεν ήταν επιτυχής κι οι Κύπριοι (όσοι επέζησαν) επέστρεψαν σε λίγα χρόνια στην Κύπρο.
Στα 787 μ.Χ. έχουμε τη μαρτυρία του αρχιεπισκόπου Κύπρου (Κωνσταντίας) Κωνσταντίνου στην 7η Οικουμενική Σύνοδο, ότι η πόλη δεν είχε πάψει να κατοικείται, κι ότι τότε ζούσαν σ’ αυτήν και αρκετοί γεωργοί με τα ζώα τους. Όμως, ήδη θ’ αρχίσει πλέον να γίνεται ευρύτερη χρήση ενός νέου ονόματος για την πόλη, του ονόματος Αμμόχωστος, που τελικά θα επικρατήσει. Έτσι, χωρίς την ύπαρξη χρονικού κενού, η Αμμόχωστος διαδέχθηκε την Κωνσταντία. Επειδή δε για μια περίοδο οι ονομασίες Κωνσταντία και Αμμόχωστος συνυπάρχουν, δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα πότε η δεύτερη αντικατέστησε την πρώτη.
Πρέπει, ωστόσο, να διευκρινιστεί εδώ και μια σημαντική λεπτομέρεια: Η πόλη της Αμμοχώστου δεν βρίσκεται στην ίδια ακριβώς περιοχή όπου η Σαλαμίς /Κωνσταντία αλλά λίγο νοτιότερα, στην περιοχή όπου είχε κτιστεί κατά τα Ελληνιστικά χρόνια η πόλη Αρσινόη (μια, δηλαδή, από τις τρεις πόλεις της Κύπρου με την ονομασία αυτή). Η Αμμόχωστος λοιπόν άρχισε ν’ αναπτύσσεται όταν κατέφυγαν σ’ αυτήν αρκετοί κάτοικοι της Κωνσταντίας μετά την καταστροφή της από τις αραβικές επιδρομές, ώσπου σταδιακά η Κωνσταντία εγκαταλείφθηκε εντελώς. Γι’ αυτό, εξάλλου, για μια περίοδο οι δυο πόλεις συνυπήρχαν.
Με πληροφορίες από εγκυκλοπαίδεια Πολυγνώση