Μπροστά στο αδέκαστο Δικαστήριο της ιστορίας

a 278 Νέα Αμμοχώστου
a 6767 Νέα Αμμοχώστου

Του Αντρέα Γιωρκάτζη

Τις τελευταίες μέρες γινόμαστε δέκτες έντονων παρασκηνιακών διαβουλεύσεων για τις συμμαχίες που θα λάβουν σάρκα και οστά στις επικείμενες προεδρικές εκλογές… 

Οσάκις αποκρυσταλλωθεί η πρόθεση ψήφου των πολιτών μέσα από τις δημοσκοπήσεις και τρόπον τινά ανέβει το πολιτικό θερμόμετρο, τα κόμματα θα προσφύγουν σε ύβρεις και σε λεονταρισμούς για επαναπατρισμό των χαμένων ψήφων.

Τα κόμματα, λοιπόν, «τηρουμένων των αναλογιών», θα ανασκαλίζουν μνήμες του παρελθόντος ευελπιστώντας σε ενίσχυση των ποσοστών τους. Οι δυνάμεις που ψήφισαν «όχι» στο σχέδιο Ανάν (ΑΚΕΛ, ΔΗΚΟ, ΕΔΕΚ, ΕΥΡΩΚΟ) θα στηλιτεύουν τον ΔΗΣΥ και τους οπαδούς του ότι είναι “νεναίκοι” και “εξωμότες”. Συνακόλουθα, τα κόμματα της άρνησης θα αναφαίνονται ως οι θεματοφύλακες των ιερών και οσίων του Ελληνισμού, υψώνοντας ως λάβαρο το του κυπριακού λαού «όχι» με περίπου 80%.

Αξίζει κανείς να επιχειρήσει μια ιστορική αναδίφηση, για να καταδείξει ότι υπάρχουν πλείστα παραδείγματα στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, όπου η πλειοψηφία δεν είχε πάντα δίκαιο μπροστά στο αδέκαστο δικαστήριο της ιστορίας.

Χαρακτηριστικά, όταν τον Οκτώβρη του 1931 ο κυπριακός λαός εξέφρασε την επιθυμία του να αντιταχθεί – εξεγερθεί εναντίον των Άγγλων, εξαιτίας των αδυσώπητων μέτρων του βρετανού κυβερνήτη Ρόναλτ Στόρς, ο Ελευθέριος Βενιζέλος αντιτάχθηκε, θεωρώντας άκαιρη μια τέτοια ανακίνηση του κυπριακού. Φρονούσε ότι, ο κυπριακός λαός έπρεπε να μετάσχει στην πολιτική ανάπτυξη του νησιού, έστω και υπό αποικιακή διοίκηση, επειδή θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για εκπλήρωση των στόχων του. Πίστευε, εν ολίγοις, στη λύση του Κυπριακού δια των διαδοχικών σταδίων και της καλής φιλίας με την Αγγλία. Όμως, ολόκληρη η Κυπροελλαδική πολιτική ηγεσία και κοινή γνώμη, με προεξάρχοντα την «Επιτροπή Κυπριακού Αγώνα», έψεγαν τον Βενιζέλο για την βραδύτητά του και τον «ραγιαδισμό» του, προχωρώντας στην βίαιη αναμόχλευση του κυπριακού. Η εξέγερση πραγματοποιείται με αποκορύφωμα την πυρπόληση του αγγλικού Κυβερνείου. Έκτοτε, το κυπριακό μπήκε σε άλλες ατραπούς, με την σκλήρυνση της στάσης της Αγγλίας και τη σταδιακή εισαγωγή των Τουρκοκυπρίων – Τουρκίας ως ισότιμων παικτών στο κυπριακό.

Συνεκδοχικά, η πλειοψηφία δεν είχε δίκαιο και στην περίπτωση της εγγραφής του κυπριακού στην ημερήσια διάταξη του ΟΗΕ το 1954 (διεθνοποίηση του κυπριακού). Τότε, Γενικός Διευθυντής του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών υπήρξε ο κυπριακής καταγωγής Αλέξης Κύρου, που πίεσε την κυβέρνηση Παπάγου, να ενεργήσει ως εντολοδόχος της Κύπρου για την διεθνοποίηση του κυπριακού. Στο δημόσιο διάλογο που πραγματοποιήθηκε εκείνη την εποχή, με σημείο αιχμής την διεθνοποίηση ή όχι του κυπριακού, οι μόνοι διαφωνήσαντες ήταν: ο διπλωμάτης και πολιτικός Παναγιώτης Πιπινέλης και ο συγγραφέας Γιώργος Θεοτοκάς. H πλειοψηφία του ελληνικού και κυπριακού λαού, ο τύπος, η εκκλησία, οι πανεπιστημιακοί, υπήρξαν ένθερμοι υποστηρικτές της διεθνοποίησης. Η διεθνοποίηση κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία με απροσμέτρητες συνέπειες για τον Ελληνισμό. Το κυπριακό βγήκε από τον «μικρόκοσμό» του και οδηγήθηκε στον «μακρόκοσμό» του: από καθαρά αποικιακό ζήτημα Ελλάδας-Αγγλίας, μεταστοιχειώθηκε σε ζήτημα Ελλάδας, Αγγλίας, Τουρκίας, ΗΠΑ, Ρωσίας. Έκτοτε, διαφορετικοί παράγοντες έβλεπαν διαφορετικά πράγματα, από διαφορετική σκοπιά, στο κυπριακό πρόβλημα.

Επιλογικά, η ιστορία δεν είναι ποσοτική έννοια, εφόσον δεν παρέλθει ικανοποιητικός χρόνος από την διενέργεια των ιστορικών γεγονότων, γι’ αυτό και πολλές φορές καταλήγει να είναι για τους δρώντες: « ιστορία μου, αμαρτία μου, λάθος μου μεγάλο.»