Διάβολος και κουμπάρος

a 25 Σωκράτης Αριστοτέλους
a 5703 Σωκράτης Αριστοτέλους

Του Σωκράτη Αριστοτέλους:

Κάποτε σ’ ένα φτωχό και απελπισμένο άνθρωπο παρουσιάστηκε ο διάβολος και του λέει: “Γειά σου αγαπητέ κουμπάρε, τί κάνεις; Γιατί είσαι λυπημένος; Είμαι στη διάθεσή σου να σε βοηθήσω.”

“Τί να κάνω”, του λέει ο άνθρωπος, “είμαι απένταρος, απελπισμένος και δεν έχω κανένα να με βοηθήσει”

“Μη φοβάσαι”, του λέει ο διάβολος. “Εγώ θα σε βοηθήσω, θα σε προστατεύσω και θα είμαστε κουμπάροι και φίλοι. Μόνο να έχεις εμπιστοσύνη σ’ εμένα και να συνεργαζόμαστε. Πήγαινε στο τάδε κατάστημα και κλέψε όσα θέλεις. Για κάθε δυσκολία που τυχόν θα συναντήσεις, φώναξέ με κι εγώ θα φτάσω αμέσως.”

Πράγματι, ο κουμπάρος συμφώνησε και άρχισε το έργο του. Πρώτη κλοπή, δεύτερη κλοπή, αλλά στην τρίτη συνελήφθη. Έτρεξε ο διάβολος και τον ελευθέρωσε. Τελικά, μετά από διάφορες κλοπές και ληστείες, οδηγήθηκε στην αγχόνη. Πάντοτε, όμως, ο κουμπάρος πίστευε στο διάβολο και ήταν βέβαιος ότι θα τρέξει να τον γλιτώσει, έστω και την τελευταία στιγμή.

Ενώ, όμως, ο δήμιος του πέρασε τη θηλιά στο λαιμό και υπολειπόταν η τελευταία κίνηση, ο κουμπάρος φώναξε για βοήθεια και κατέφθασε ο διάβολος. “Τρέχα”, του λέει ο κουμπάρος “γιατί έφθασες την τελευταία στιγμή”. Ο διάβολος, όμως, με ειρωνικό ύφος του δείχνει γύρω από τη βάση της αγχόνης ένα σωρό παλιά και φθαρμένα παπούτσια και του λέει: ” Τα βλέπεις φίλε μου όλα αυτά τα παπούτσια; Τα χάλασα εγώ για να σε οδηγήσω εδώ. Και τώρα σε χαιρετώ και καλή κρεμάλα”

Έτσι αδελφοί μου ο διάβολος, με διάφορες προσωρινές και φαινομενικές επιτυχίες οδηγεί τελικά το θύμα του στην ολική και ανεπανόρθωτη καταστροφή.